8 Δεκ 2010

Δεξιότητες Επικοινωνίας

Ανακτήθηκε από ioanninamed

Α. Δεξιότητες επικοινωνίας για τους γονείς
Η βασική σημασία της λέξης επικοινωνώ είναι «έχω κάτι κοινό με κάποιον» (Cole & Cole, 2002, σ. 77). Η επικοινωνία στα πλαίσια της οικογένειας αναφέρεται στην ανταλλαγή λεκτικών και μη λεκτικών πληροφοριών μεταξύ δυο ή περισσότερων μελών της οικογένειας. Μέσα από τη διαδικασία της επικοινωνίας, γονείς και παιδιά εκφράζουν τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις ανησυχίες, αλλά και την αγάπη και τη στοργή του ο ένας για τον άλλο. Εκείνο που έχει σημασία είναι η επικοινωνία να είναι αποτελεσματική, ώστε να διαμορφώνονται υγιείς ενδο-οικογενειακές σχέσεις. Σε έρευνες έχει βρεθεί ότι η φτωχή και αναποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλα προβλήματα, όπως ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις, αναποτελεσματική επίλυση προβλημάτων, έλλειψη οικειότητας, ασθενή συναισθηματικό δεσμό και προβλήματα συμπεριφοράς (Bray & Hetherington, 1993).
Η αποτελεσματική επικοινωνία μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή συγκεκριμένων δεξιοτήτων επικοινωνίας από τους γονείς, τις οποίες στη συνέχεια θα αναπαράγουν και θα εφαρμόσουν στη σχέση τους με το παιδί τους, αλλά και γενικότερα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Μερικές δεξιότητες επικοινωνίας είναι οι παρακάτω:

Η δεξιότητα της παθητικής ακρόασης: η παθητική ακρόαση είναι η τέχνη να ακούω. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ένα γονιό να είναι εκεί όταν το παιδί του μιλά και να το ακούει. Η παθητική ακρόαση αποτελεί τη μεγαλύτερη άσκηση υπομονής για το γονέα, ο οποίος πάντα βιάζεται να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο παιδί: να συμβουλεύσει, να σχολιάσει, να επικρίνει ή να καταδικάσει. Αυτή η άσκηση εγκράτειας του γονέα και η προσφορά της σιωπής του αποδεικνύεται πολλές φορές πραγματικά αποκαλυπτική και συμβάλλει στην εξεύρεση δημιουργικών λύσεων. Η σιωπή της αποδοχής βοηθά το παιδί και τον έφηβο να ωριμάσει και να αναλάβει την ευθύνη της συμπεριφοράς του (Παππά, 2006)...


Η δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης/ η τεχνική της αντανακλαστικής ακοής: η ενεργητική ακρόαση χαρακτηρίζεται από γνήσια κατανόηση και πραγματοποιείται όχι μόνο μέσω του αυτιού, αλλά και μέσω της όρασης και όλων των αισθήσεων γενικά (Μπρούζος, 1998). Πολύ συχνά οι γονείς δυσκολεύονται με τα αρνητικά συναισθήματα των παιδιών τους, γιατί τους προκαλούν δυσφορία και αναστάτωση, ενώ, αντιθέτως, τα θετικά συναισθήματα είναι καλοδεχούμενα και απολύτως επιθυμητά. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς τις περισσότερες φορές ταυτίζονται με τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να νιώθουν αυτό ακριβώς που νιώθουν κι εκείνα και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι οι γονείς να ακούν τα παιδιά τους και να τα συναισθάνονται, όχι ταυτιζόμενοι μαζί τους αλλά απλώς μεταφερόμενοι στη θέση τους. Γιατί «ενσυναίσθηση» σημαίνει αυτό ακριβώς: «μεταφέρομαι στη θέση του άλλου και βλέπω τον κόσμο με τα δικά του μάτια, χωρίς ωστόσο να χάσω την επαφή με τη δική μου πραγματικότητα» (Μπρούζος, 1998, σ. 207).
Η Παππά (2006), αναφερόμενη στη δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης ή της αντανακλαστικής ακοής, επισημαίνει ότι συνίσταται στην αντανάκλαση του περιεχομένου και των συναισθημάτων που εκπέμπει το άλλο πρόσωπο. Είναι η δεξιότητα που αποδεικνύει έμπρακτα στον άλλο ότι τον ακούν, ότι τον αποδέχονται και ότι τον αγαπούν. Η συγκεκριμένη δεξιότητα εφαρμόζεται ιδιαίτερα όταν το παιδί έχει ένα πρόβλημα (όχι ο γονιός) και το παρουσιάζει στο γονέα του για να το βοηθήσει στην επίλυσή του (για αυτό είναι σημαντικό να έχει προηγηθεί η αναζήτηση και ο προσδιορισμός του ποιος έχει το πρόβλημα).
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρεται από την ίδια (Παππά, 2006, σ. 169), προκειμένου η δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης να γίνει περισσότερο κατανοητή: «ένα παιδί επιστρέφει κλαίγοντας στο σπίτι και λέει στο γονιό του: . Και ο γονιός απαντά: ».
Και συνεχίζει: «Ο συγκεκριμένος γονιός δεν υποτιμά το συναίσθημα του παιδιού του. Αντιθέτως, το ακούει, το συναισθάνεται και το καθρεφτίζει, προσπαθεί να βρει το μήνυμα που κρύβεται πίσω από αυτό, έτσι ώστε να δημιουργήσει μία γέφυρα επικοινωνίας. Με την ενεργητική ακρόαση το παιδί νιώθει ότι το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, ότι το ακούν. Επίσης, κατορθώνει να αυξήσει την αυτοεκτίμηση του, εφόσον νιώθει ότι οι γονείς του το σέβονται και του έχουν εμπιστοσύνη πως μπορεί να λύσει μόνο του τα προβλήματα του».
Επίσης, υποστηρίζεται (Gordon, 1994) ότι η ενεργητική ακρόαση βοηθά τα παιδιά να φοβούνται λιγότερο τα αρνητικά συναισθήματα. Όταν ο ίδιος ο γονέας με την στάση του δείχνει ότι αποδέχεται τα συναισθήματα του παιδιού, βοηθάει και το παιδί με τη σειρά του να τα αποδεχτεί. Το μήνυμα που μεταδίδει είναι ότι δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» συναισθήματα, αλλά ότι όλα τα συναισθήματα είναι καλοδεχούμενα.
Η ενεργητική ακρόαση προωθεί μια ζεστή σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού, διευκολύνει το παιδί να λύσει το πρόβλημα, το κάνει να είναι περισσότερο πρόθυμο να ακούσει τις σκέψεις και τις ιδέες των γονιών του και του δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο (Gordon, 1994).
Η τεχνική ενεργητικής ακρόασης ή αντανακλαστικής ακοής δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, κι αυτό γιατί ο γονέας δεν γίνεται εύκολα καλός ακροατής. Χρειάζεται από τους γονείς άσκηση, χρόνο και επιμονή. Χρειάζεται άσκηση ακόμη και στην «ανάγνωση των συναισθημάτων», η οποία φαίνεται απλή μα συνήθως δεν είναι, τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς την ένταση. Πολύ συχνά δεν κατανοούμε τα πραγματικά συναισθήματα των ατόμων που έχουμε απέναντί μας. Για παράδειγμα, ο θυμός συγχέεται με το φόβο ή με την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια, η αποθάρρυνση με τη θλίψη και την αμηχανία ή την ενοχή, ο εκνευρισμός με την ταπείνωση και την απόρριψη ή το αίσθημα αδικίας. Και αντίστοιχα, η χαρά μπορεί να μπερδευτεί με την παραδοχή και την εκτίμηση ή την ευγνωμοσύνη, η ευχαρίστηση με τη συγκίνηση και την ενθάρρυνση την περηφάνια, η ανακούφιση με την ικανοποίηση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό κ.α. Ακόμη ο γονιός θα πρέπει, όταν κρίνεται απαραίτητο, να είναι σε θέση να παίρνει την απαιτούμενη απόσταση από το παιδί του για να βλέπει και να ακούει καθαρά τα μηνύματα που του στέλνει. Χρειάζεται να μπορεί να περιμένει. Εφόσον δεσμευτεί να εφαρμόζει με συνέπεια την παραπάνω τεχνική, θα πρέπει να περιμένει το παιδί να ανταποκριθεί. Βέβαια δεν ανταποκρίνονται όλα τα παιδιά το ίδιο, με άλλα γίνεται νωρίτερα και με άλλα αργότερα. Τέλος, οι γονείς χρειάζεται να είναι προσεκτικοί, ώστε να μη γίνεται κατάχρηση της συγκεκριμένης τεχνικής (Παππά, 2006).

Η τεχνική αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων: Μετά την επιτυχή εφαρμογή της αντανακλαστικής ακοής, το επόμενο βήμα είναι να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις. Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων βοηθά να γίνει διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας από κοινού με το παιδί. Επιπρόσθετα, βοηθά τους γονείς και να σταθούν σωστά δίπλα στα παιδιά τους, αντιμετωπίζοντας τις διάφορες προκλήσεις που συναντούν, και να αναζητήσουν λύσεις για τις συγκρούσεις που έχουν μαζί τους (Ντινκμέγιερ & Μακ-Κέι, 2000).
Μόλις εφαρμοστεί η αντανακλαστική ακοή, είναι σημαντικό να γίνει σαφές και κατανοητό το πρόβλημα. Στη συνέχεια, ακολουθεί η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων μέσα από ένα «καταιγισμό ιδεών». Σύμφωνα με τους Ντινκμέγιερ και Μακ-Κέι (1997), τα βήματα που ακολουθούνται μετά την εφαρμογή της αντανακλαστικής ακοής είναι τα εξής:
Αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων μέσα από τη δραστηριοποίηση της επινοητικότητας του παιδιού. Για παράδειγμα, οι εκφράσεις «θέλεις να δούμε μερικά πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις;» ή «Τι νομίζεις ότι θα μπορούσες να κάνεις για αυτό;» βοηθούν το παιδί να κινητοποιηθεί εφευρίσκοντας όσο το δυνατόν περισσότερες ιδέες.
Παροχή βοήθειας στο παιδί για να επιλέξει μια λύση, αξιολογώντας διάφορες δυνατότητες: «Ποια από όλες τις ιδέες νομίζεις ότι είναι η καλύτερη;»
Συζήτηση για τα πιθανά αποτελέσματα που θα έχει η απόφαση του: «Τι νομίζεις ότι μπορεί να συμβεί αν το κάνεις αυτό;»
Αίτηση από το παιδί να δεσμευτεί: «Τι αποφάσισες να κάνεις;», «Πότε θα το κάνεις αυτό;»
Προγραμματισμός για αξιολόγηση: «Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης που επέλεξες;», «Πότε θα το ξανασυζητήσουμε;».
Οι εναλλακτικές λύσεις δημιουργούν στο παιδί την πεποίθηση ότι παίρνει μόνο του αποφάσεις. Ο γονιός δεν προσφέρει μια και μοναδική λύση στο παιδί του όταν αυτό του θέτει οποιοδήποτε πρόβλημα, αντιθέτως, το καθοδηγεί ώστε να σκεφτεί μόνο του, να ενεργοποιηθεί και να εφεύρει πιθανές λύσεις, τις οποίες θα αξιολογήσει, καλλιεργώντας έτσι την κριτική του σκέψη και ενδυναμώνοντας την αυτοεκτίμησή του.

Τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο: Μια από τις πιο έντονες επιθυμίες των γονιών είναι τα παιδιά τους να συνεργάζονται. Όταν δε συμβαίνει αυτό, ίσως οφείλεται στο ότι το μήνυμά τους εκφέρεται στο δεύτερο πρόσωπο (εσύ …) και όχι στο πρώτο πρόσωπο (εγώ …). Τα μηνύματα που εκφέρονται στο δεύτερο πρόσωπο προσβάλλουν και κατηγορούν τα παιδιά, με αποτέλεσμα να τους προκαλούν θυμό, αμηχανία και το συναίσθημα ότι δεν αξίζουν. Αντιθέτως, το μήνυμα σε πρώτο πρόσωπο περιγράφει τα συναισθήματα του γονέα και δίνει εμπιστοσύνη στο παιδί ότι θα το σεβαστεί. Δεν κρίνει, δεν κατηγορεί, δεν επιρρίπτει ευθύνες.
Θέλοντας να τονίσει τη διαφορά των μηνυμάτων που εκφέρονται σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, η Παππά (2006, σ. 172) σημειώνει χαρακτηριστικά: «Είναι διαφορετικό να πούμε: , από το να εκφέρουμε την πιο οικεία σε όλους μας φράση: ».
Είναι σαφές από το παραπάνω παράδειγμα ότι το πρώτο μήνυμα υποδεικνύει σεβασμό, κάνοντας έκκληση για συνεργασία, ενώ το δεύτερο απαξιώνει και υποτιμά την προσωπικότητα του παιδιού.
Τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο βοηθούν τα παιδιά να μάθουν πως η συμπεριφορά τους επηρεάζει τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα, δείχνουν έμμεσα πόσο σημαντικό είναι να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη των πράξεών του όταν συμπεριφέρεται με έναν μη αρμόζοντα τρόπο.
Τα μηνύματα που εκφέρονται σε πρώτο πρόσωπο καταφέρνουν να αποτρέψουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους. Εστιάζουν σε τρία πράγματα: α) στην κατάσταση, β) στην επίδρασή της, γ) στα συναισθήματά μας.
Σύμφωνα με την Παππά (2006), η έκφραση των μηνυμάτων σε πρώτο πρόσωπο διευκολύνεται από τα παρακάτω βήματα:
Περιγραφή της κατάστασης που μας προκαλεί το πρόβλημα, με όση περισσότερη σαφήνεια μπορούμε, χωρίς να διατυπώνουμε κατηγορίες: «Όταν δεν έρχεσαι σπίτι την ώρα που έχουμε συμφωνήσει, ούτε τηλεφωνείς …».
Γνωστοποίηση της επίδρασης που έχει η κατάσταση αυτή σ’ εμάς: «… δεν ξέρω που βρίσκεσαι …».
Προσδιορισμός του συναισθήματος που νιώθουμε: «… και αρχίζω ν’ ανησυχώ μήπως σου συνέβη κάτι …».
Τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο είναι η πιο κατάλληλη δεξιότητα επικοινωνίας όταν το πρόβλημα το έχει ο γονιός, όχι το παιδί. Προωθούν την επικοινωνία και τη συνεργασία γονέα-παιδιού και τον αμοιβαίο σεβασμό, αφού και ο γονέας εκφράζει και μοιράζεται τα συναισθήματά του και το παιδί δε γίνεται αντικείμενο μομφών και απαξίωσης από το γονέα.
Τέλος, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο όταν εκφέρονται με θυμό δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Χάνουν την πληροφοριακή και επικοινωνιακή τους διάσταση και μετατρέπονται ουσιαστικά σε μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο. Και εδώ χρειάζεται αρκετή εξάσκηση και προσοχή στη διατύπωση. Όταν όμως εφαρμοστούν και μεταδοθούν σωστά, η επίδρασή τους είναι άμεση και καθοριστική. Ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός τόσο για τη μετάδοση των αρνητικών όσο και των θετικών συναισθημάτων (Παππά, 2006).
«Συχνά πιστεύουμε ότι από τη στιγμή που ένας άνθρωπος μας εμπιστεύεται μια σκέψη, πράξη ή συναίσθημα, θα πρέπει κάτι να κάνουμε, κάπως να αντιδράσουμε. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι απαραίτητο. Βοηθάμε ακούγοντας και προσπαθώντας με όλες τις βοηθητικές δεξιότητες που προαναφέρθηκαν, να ξεκαθαρίσει ο συνομιλητής μας τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα κίνητρα των πράξεων του. Αν επιτύχει σε αυτό, θα οδηγηθεί από μόνος του σε τρόπους βελτίωσής τους».
Μαλικιώση-Λοΐζου Μαρία,2008
Συμβουλευτική Γονέων: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ
Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων

Β. Εμπόδια επικοινωνίας
Υπάρχουν κάποιοι τρόποι αντίδρασης, που δυστυχώς χρησιμοποιούμε πολύ συχνά στην καθημερινή μας επικοινωνία με τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος μας, που αντί να προωθούν, μπλοκάρουν την επικοινωνία μαζί τους. Μερικοί τέτοιοι τρόποι όπως έχουν ομαδοποιηθεί από τον Thomas Gordon (1994, σελ. 370-375) είναι οι ακόλουθοι:
Οι εντολές ή διαταγές. Τέτοιου είδους μηνύματα εκφράζουν μη-αποδοχή και ουσιαστικά λένε ότι οι ανάγκες του συνομιλητή μας ή τα συναισθήματά του δεν είναι σημαντικά. Μπορεί να προκαλέσουν φόβο, αγανάκτηση ή θυμό για τη δύναμη του προσώπου που τις εκφράζει (π.χ. «Πάψε να κουνιέσαι όλη ώρα!», «Έλα αμέσως να φας!»).
Οι απειλές. Τα μηνύματα αυτά οδηγούν τον συνομιλητή μας να αισθανθεί φόβο και υποταγή ή αντίθετα αγανάκτηση και εχθρότητα (π.χ. «Μια λέξη ακόμη από το στόμα σου και θα δεις τι έχεις να πάθεις!»).
Παραινέσεις, ηθικολογίες. Το να λέμε στον άλλο τι πρέπει να κάνει τον οδηγεί στο να νιώθει ότι δεν εμπιστεύονται οι άλλοι την κρίση του. Τον θέτουν σε θέση άμυνας γιατί υφίσταται τη δύναμη της εξουσίας, του καθήκοντος και της υποχρέωσης έντονα. Συχνά προκαλούν και συναισθήματα ενοχής (π.χ. «Οφείλεις να υπακούς τους μεγαλύτερούς σου! Δεν θα έπρεπε να φέρεσαι έτσι!»).
Συμβουλές. Η τάση να λέμε στον άλλο πώς να λύσει τα προβλήματά του δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε την κρίση του και μπορεί μακροπρόθεσμα να οδηγήσει σε εξάρτηση (π.χ. «Γιατί δεν μιλάς με τον προϊστάμενο σου γι‘ αυτό;», «Πήγαινε να παίξεις έξω με τις φίλες σου»). Οι συμβουλές είναι πολλές φορές χρήσιμες αλλά είναι προτιμότερο να τις προσφέρουμε αφού ο συνομιλητής μας έχει εξαντλήσει τους δικούς του τρόπους προσέγγισης των θεμάτων που τον απασχολούν και έχει φθάσει σε αδιέξοδο.
Διδασκαλία, επιχειρηματολογία. Εδώ αναφερόμαστε στην τάση μερικών ανθρώπων να δείχνουν ότι γνωρίζουν τις καταστάσεις καλύτερα από μας προσπαθώντας έτσι να μας επηρεάσουν στις αποφάσεις μας. Οδηγεί τον συνομιλητή να νιώσει υποδεέστερος και ανεπαρκής (π.χ. «Δεν μπορείς να τελειώσεις την δουλειά σου όταν χαζεύεις», «Δεν πρόκειται να σε δεχθούν σε αυτή την εργασία με την αναπηρία που έχεις», «Όταν ήμουν στην ηλικία σου έπρεπε να κάνω τα διπλά από αυτά που κάνεις εσύ τώρα»).
Κριτική, κατηγορία. Αναφερόμαστε εδώ στην αρνητική κρίση του άλλου. Τέτοιου είδους μηνύματα κάνουν τα ευπαθή άτομα να αισθάνονται ανεπαρκή και κατώτερα (π.χ. «Είσαι άσχετη, δεν ξέρεις τι σου γίνεται»). Η αρνητική κριτική μπορεί όμως να προκαλέσει και αντι-κριτική (π.χ. «Εσύ είσαι χειρότερη. Άκου ποιος μιλάει!»).
Έπαινος. Καμιά φορά ο έπαινος δεν λειτουργεί θετικά, ιδιαίτερα όταν δεν είναι σύμφωνος με την αυτό-εικόνα του ατόμου που τον εισπράττει. Σε τέτοιες περιπτώσεις ερμηνεύεται ως κολακεία ή χειραγώγηση (π.χ. «Ελένη, είσαι διάνοια στα μαθηματικά». «Το λες αυτό για να προσπαθήσω περισσότερο»). Άλλοτε πάλι, μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι ο άλλος δεν μας καταλαβαίνει.
Χαρακτηρισμοί, ταπεινώσεις. Χαρακτηρισμοί που ταπεινώνουν τον άλλο μπορεί να έχουν καταστροφική επίδραση στην αυτό-εικόνα του, ιδιαίτερα όταν νιώθει αρκετά ευάλωτος (π.χ. «Είσαι ηλίθιος», «Έχεις γίνει σαν μπαλόνι από το πάχος»).
Ερμηνείες, διαγνώσεις. Τέτοιου είδους μηνύματα δίνουν την αίσθηση ότι ο συνομιλητής μας έχει ψυχολογήσει και γνωρίζει τα κίνητρα της συμπεριφοράς μας. Αυτά τα μηνύματα οδηγούν συχνά σε διακοπή της περαιτέρω επικοινωνίας (π.χ. «Τα λες αυτά γιατί ζηλεύεις!», «Αισθάνεσαι έτσι γιατί δεν τα πας καλά στο σχολείο...»).
Ανάκριση. Η υποβολή ερωτήσεων κατά τρόπο ανακριτικό δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης στον άλλο. Το να προσπαθεί να βρει κανείς κίνητρα και αιτίες, να ψάχνει για περισσότερες πληροφορίες θέτοντας συνεχώς ερωτήσεις, οδηγεί σε μπλοκάρισμα της επικοινωνίας.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τα χαρακτηριστικά και τους κανόνες της επιτυχημένης και της μη-επιτυχημένης επικοινωνίας τους οποίους πρέπει να γνωρίζουμε, γιατί αφορούν και χρωματίζουν την κάθε σχέση που αναπτύσσουμε. Ο βασικότερος στόχος στην διαπροσωπική επικοινωνία, -ιδιαίτερα όταν θέλουμε να είμαστε βοηθητικοί- είναι να δίνουμε την ευκαιρία στον συνομιλητή μας να εκφράσει ελεύθερα αυτό που θέλει. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όταν δείχνουμε ενσυναίσθηση, ειλικρινές ενδιαφέρον, σεβασμό και όταν ακούμε προσεκτικά και δεν διακόπτουμε γενικά, όταν έχουμε υπόψη μας και προσπαθούμε όλα όσα προαναφέρθηκαν. Ο άμεσος στόχος είναι να βοηθηθεί ο συνομιλητής μας να μοιραστεί μαζί μας αυτό που τον ή την απασχολεί.
«Το μοίρασμα αυτό από μόνο του είναι βοηθητικό. Ακόμη και όταν δεν έχουμε τίποτε να αποκριθούμε, το να ακούμε σιωπηλά αλλά ενεργητικά και με ενδιαφέρον, βοηθάει».
Μαλικιώση-Λοΐζου Μαρία,2008
Συμβουλευτική Γονέων: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ
Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων

Γ. Προσωπικά γνωρίσματα για επιτυχημένη επικοινωνία
Υπάρχουν κάποια στοιχεία του εαυτού που βελτιώνουν την επικοινωνία μας με τα πρόσωπα τόσο του οικογενειακού όσο και του ευρύτερου κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Τα στοιχεία αυτά είναι η ενσυναίσθηση, ο σεβασμός, η γνησιότητα, η ζεστασιά, η ευκρίνεια και η αυτό-αποκάλυψη.
Με τον όρο ενσυναίσθηση εννοούμε την ικανότητα να κατανοούμε τον κόσμο του άλλου έτσι όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται, «...σημαίνει να αντιλαμβάνεται κανείς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς ενός άλλου ανθρώπου με ακρίβεια, με τα συναισθηματικά στοιχεία και νοήματα που ενυπάρχουν σ‘ αυτό, σα να ήταν ο άλλος άνθρωπος, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ τον όρο «σαν» (Rogers, ό.α. στο Μαλικιώση-Λοΐζου, 2008).
Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει ότι τους αποδεχόμαστε ως ξεχωριστά άτομα δίχως να επιβάλλουμε όρους για να τους αποδεχθούμε.
Η γνησιότητα, είναι η ικανότητα αφενός μεν να έχουμε επίγνωση των προσωπικών εσωτερικών μας εμπειριών καθώς παρακολουθούμε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις εμπειρίες του συνομιλητή μας, και αφετέρου να τις εμφανίζουμε με ειλικρίνεια στην διαπροσωπική σχέση όποτε ταιριάζει.
Η ζεστασιά αναφέρεται στην συναισθηματική χροιά που περιβάλλει την δια­προσωπική επικοινωνία και σχέση και την κάνει πιο ουσιαστική. Δηλώνει την ειλικρινή αποδοχή του άλλου.
Η ευκρίνεια αναφέρεται στην ακριβή επισήμανση των συναισθημάτων και των εμπειριών του άλλου εκ μέρους μας. Η ικανότητα αυτή ενισχύεται περισσότερο όταν είμαστε οι ίδιοι σαφείς στις εκφράσεις και τη συμπεριφορά μας. Η ευκρινής αντανάκλαση των σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών του άλλου εκ μέρους μας τον βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση του εαυτού του.
Η αυτο-αποκάλυψη είναι η διαδικασία της αποκάλυψης πτυχών της προσωπικότητας μας τόσο στον ίδιο μας τον εαυτό όσο και σε άλλα άτομα, τα οποία εμπιστευόμαστε. Όταν ένας άνθρωπος έχει εμπιστοσύνη στον συνάνθρωπο του και του αυτο-αποκαλύπτεται, βοηθά με αυτή του τη συμπεριφορά να δημιουργηθεί μια ουσιαστική διαπροσωπική σχέση που θα οδηγήσει σε πιο στενή επικοινωνία (Μαλικιώση-Λοΐζου, ό.α. στο Μαλικιώση-Λοΐζου, 2008).

Δ. Συμβουλές για καλύτερη επικοινωνία με τα παιδιά
Ακούστε το παιδί σας προσεκτικά όταν σας μιλάει, κοιτώντας το στα μάτια.
Μην το διακόπτετε, αφήστε να ολοκληρώσει την σκέψη του.
Μην αλλάζετε θέμα. Αν δεν έχετε κάτι να πείτε, μείνετε σιωπηλοί. Δεν είναι ανάγκη να έχετε πάντα λύσεις να προτείνετε.
Ο τόνος της φωνής σας αλλά και η τάση του σώματος σας μπορεί να μαρτυρήσει τι αισθάνεστε. Γι' αυτό να είστε ειλικρινείς.
Επιλέξτε να συζητήσετε με το παιδί σας όταν θα είστε ήρεμοι και όταν θα έχετε χρόνο να του διαθέσετε.
Μην κάνετε παράλληλα και άλλα πράγματα όταν συζητάτε με το παιδί σας
Το παιδί σας θέλει κοντά του. Η παρουσία σας από μόνη της λειτουργεί ενθαρρυντικά για το παιδί σας.
Μη βομβαρδίζετε το παιδί σας με ερωτήσεις. Θα σας μιλήσει από μόνο του όταν θα είναι έτοιμο να μοιραστεί μαζί σας αυτό που το απασχολεί.
Προσπαθήστε, ακόμη και όταν είστε πολύ θυμωμένοι, να μην σπεύσετε σε κριτική της συμπεριφοράς του παιδιού σας.
Τονίστε τα θετικά στοιχεία του παιδιού σας, τα προτερήματα και τις ικανότητές του. Μια τέτοια αντιμετώπιση, βοηθάει το παιδί δίνοντάς του μια στερεή βάση σιγουριάς για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και άλλα θέματα που μπορεί να το απασχολούν.
Προσπαθήστε να μπείτε στην θέση του παιδιού σας για να καταλάβετε καλύτερα πώς μπορεί να νιώθει. Ως γονείς συχνά ξεχνούμε ότι και οι ίδιοι είχαμε πιθανότατα παρόμοια βιώματα στην δική μας παιδική και εφηβική ηλικία.
Προσπαθήστε να καταλάβετε τα πραγματικά συναισθήματα που κρύβο­νται κάτω από τα λόγια του παιδιού σας. Πολλές φορές, άλλα λέμε με λόγια και άλλα μαρτυρεί η έκφραση μας. Ένας γονιός είναι σε θέση να μπορεί να τα ξεχωρίζει (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2008).

Βιβλιογραφία:
Bray, Η., & Hetherington, Ε. Μ. (1993). Families in transition: Introduction and overview, Journal of Family Psychology, 7, 3-8.
Cole, M., & Cole, S. R. (2002β). Η ανάπτυξη των παιδιών: Γνωστική και Ψυχοκοινωνική Ανάπτυξη κατά τη Νηπιακή και Μέση Παιδική ηλικία, τόμος Β΄ (Ζ. Παπαληγούρα & Π. Βορριά, Επιμ. Μετάφ., & Μ. Σόλμαν, Μετάφ.). Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.
Gordon, Τ. (1994). Ο αποτελεσματικός γονιός, (Β. Κοντογιώργος & Τ. Ορ­φανίδης, Μετάφρ.). Αθήνα: Ευρωσπουδή, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα.
Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (2008). Επικοινωνία-Διαπροσωπικές Σχέσεις. Στο Συμβουλευτική Γονέων (σσ. 52-81). Αθήνα: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
Μπρούζος, Α. (1998). Ο Εκπαιδευτικός ως Λειτουργός Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού:Μια Ανθρωπιστική Θεώρηση της Εκπαίδευσης (2η έκδ.). Αθήνα: Λύχνος.
Νίλσεν, Μ. (2002). Η τέχνη να είσαι γονιός (σσ. 25-34), 3η έκδ. Αθήνα: Καστανιώτη.
Ντινκμέγιερ, Ν., & Μακ-Κέι, Γ. (1997). Σχολείο για Γονείς. Βιβλίο Πρώτο: Για παιδιά νηπιακής & πρωτοσχολικής ηλικίας (5η έκδ.). Αθήνα: Θυμάρι.
Ντινκμέγιερ, Ν., & Μακ-Κέι, Γ. (2000). Γονείς και Έφηβοι: Από τις συγκρούσεις στη συνεργασία (Σχολείο για Γονείς - Βιβλίο Δεύτερο). Αθήνα: Θυμάρι.
Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα γονέας. Αθήνα: Καστανιώτη.