Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rogers. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rogers. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7 Μαΐ 2011

Καρλ Ρότζερς – Carl Rogers (1902-1987) – Ανθρωπιστική Θεωρία.

Ανακτήθηε από το ιστολόγιο multiplication

Ολοκληρωμένος άνθρωπος: ένας άνθρωπος που μπορεί να είναι όλο και περισσότερο οι δυνατότητές του.

Ο Rogers θεωρεί ότι ο οργανισμός και ο εαυτός παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο οργανισμός είναι ο χώρος όπου περικλείονται οι εμπειρίες μας, η ολότητα των οποίων ονομάζεται φαινομενολογικό πεδίο και είναι το προσωπικό σύστημα αναφορών του ατόμου. Κάθε άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τους συνανθρώπους του μέσω της ενσυναίσθησης (ψυχικής ταύτισης). Ο εαυτός είναι το διαφοροποιημένο τμήμα του φαινομενολογικού πεδίου στο οποίο περιέχονται οι αντιλήψεις, οι αξίες και οι σκοποί. Τροποποιείται συνεχώς ανάλογα με τις εμπειρίες που αποκτά στην επαφή με το περιβάλλον, το οποίο ευνοεί την ενεργοποίηση (την εγγενή τάση του οργανισμού να ενεργοποιεί τις ικανότητες του ώστε να ζει καλύτερα) ή την αυτοπραγμάτωση (την επίτευξη προσωπικής αρμονίας και γαλήνης).

Η θεωρία του Καρλ Ρότζερς σε δεκαεννέα προτάσεις:
1. Κάθε άτομο υπάρχει στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο της εμπειρίας του (φαινομενολογικό πεδίο), του οποίου είναι το κέντρο...



2. Ο οργανισμός αντιδρά στο πεδίο του, όπως αυτό εμπίπτει στην εμπειρία του και το αντιλαμβάνεται. Αυτό το φαινομενολογικό πεδίο είναι για το άτομο «πραγματικότητα».

3. Ο οργανισμός αντιδρά μέσα στο φαινομενολογικό πεδίο ως ένα οργανωμένο σύνολο .

4. Ένα μέρος του φαινομενολογικού αντιληπτικού πεδίου σταδιακά διαφοροποιείται ως ο εαυτός.

5. Ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, και κυρίως ως αποτέλεσμα της συνεχώς αξιολογούμενης αλληλεπίδρασης του ατόμου με άλλους, σχηματίζεται η δομή του εαυτού –ένα οργανωμένο, ρευστό, αλλά σταθερό εννοιολογικό μοντέλο αντιλήψεων για τα χαρακτηριστικά και τις σχέσεις του «Εγώ, I» και του «Εμένα, Me» μαζί με τις αξίες που συνδέονται με αυτές τις έννοιες.

6. Ο οργανισμός έχει μία βασική τάση: προσπαθεί να ενεργοποιεί, να διατηρεί και να ενισχύει τον οργανισμό στις εμπειρίες που αντιμετωπίζει.

7. Η πλεονεκτικότερη θέση να σταθείς και να κατανοήσεις τη συμπεριφορά ενός ατόμου είναι το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του.

8. Συμπεριφορά είναι, βασικά, η στοχοθετημένη προσπάθεια του οργανισμού να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, όπως τις βιώνει, στοφαινομενολογικό πεδίο του.

9. Το συναίσθημα συνοδεύει και γενικά διευκολύνει αυτή τη στοχοθετημένη συμπεριφορά: το είδος των συναισθημάτων σχετίζεται με την αντιληπτή σημασία της συμπεριφοράς για τη διατήρηση και την ενίσχυση του οργανισμού.

10. Οι αξίες βιώνονται άμεσα από τον οργανισμό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αξίες ενδοβαλμένες ή προερχόμενες από άλλους, αλλά είναι αντιληπτές με στρεβλό τρόπο, σαν να βιώθηκαν άμεσα.

11. Καθώς οι εμπειρίες εμφανίζονται στη ζωή του ατόμου, αυτές:

α) ή συμβολίζονται, γιατί είναι αντιληπτές και οργανωμένες σε κάποια σχέση με τον εαυτό,

β) ή αγνοούνται, γιατί δεν υπάρχει αντιληπτή σχέση με τη δομή του εαυτού,

γ) ή δεν συμβολίζονται ή δίνεται στρεβλός συμβολισμός, γιατί η εμπειρία είναι ασύμβατη με τη δομή του εαυτού.

12. Οι περισσότεροι από τους τρόπους συμπεριφοράς που εγκρίνονται από τον οργανισμό είναι εκείνες που συνάδουν με την έννοια του εαυτού.

13. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συμπεριφορά μπορεί να προκύψει από οργανικές εμπειρίες και ανάγκες που δεν έχουν σημαινόμενο (δεν συμβολίζονται). Μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να είναι ασυμβίβαστη με τη δομή του εαυτού, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις η συμπεριφορά δεν είναι “ιδιοκτησία” του ατόμου.

14. Ψυχολογικές προσαρμογές συμβαίνουν όταν η έννοια του εαυτού είναι τέτοια ώστε το σύνολο των αισθητηριακών και σπλαχνικών εμπειριών του οργανισμού είναι, ή μπορούν να εξομοιωθεί σε ένα συμβολικό επίπεδο, σε μια σταθερή σχέση με την έννοια του εαυτού.

15. Κακή ψυχική ρύθμιση υπάρχει όταν ο οργανισμός αρνείται την ευαισθητοποίηση των σημαντικών αισθητηριακών και σπλαχνικών εμπειριών, οι οποίες, κατά συνέπεια, δεν συμβολίζονται και δεν οργανώνονται στη Gestalt της δομής του εαυτού. Όταν συμβαίνει αυτό, υπάρχει μια βασική ή δυνητική ψυχολογική ένταση.

16. Κάθε εμπειρία που έρχεται σε αντίθεση με την οργάνωση της δομής του εαυτού μπορεί να εκληφθεί ως απειλή, και όσο περισσότερες από αυτές τις αντιλήψεις υπάρχουν, τόσο πιο αυστηρά οργανώνεται η δομή του εαυτού για να διατηρηθεί.

17. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, που αφορούν κυρίως παντελή απουσία απειλής για τη δομή του εαυτού, εμπειρίες που είναι ασυμβίβαστες με τον εαυτό μπορεί να γίνουν αντιληπτές και να εξεταστούν, καθώς η δομή του εαυτού αναθεωρείται ώστε να αφομοιώσει και να συμπεριλάβει και παρόμοιες εμπειρίες.

18. Όταν το άτομο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται σε ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο σύστημα όλες τις αισθητηριακές και σπλαχνικές εμπειρίες του, τότε κατ’ ανάγκη κατανοεί καλύτερα τους άλλους και τους αποδέχεται περισσότερο, ως ξεχωριστά άτομα.

19. Καθώς το άτομο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται στη δομή του εαυτού του, όλο και περισσότερες οργανικές εμπειρίες του, διαπιστώνει ότι αντικαθιστά το υφιστάμενο σύστημα αξιών του -που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε ενδοβολές που συμβόλιζε στρεβλά- με συνεχή οργανισμική διαδικασία αξιολόγησης.

Επιπλέον, ο Rogers είναι γνωστός για την πρακτική της “άνευ όρων θετικής στάσης”, η οποία ορίζεται ως η αποδοχή ενός προσώπου “χωρίς αρνητικές κρίσεις για τις βασικές αξίες του”.



Ο Rogers, κύριος εκπρόσωπος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας,αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο κατ’ ουσίαν καλό που, όμως, μπορεί να έχει ανάγκη βοήθειας. Ο ψυχολόγος παρεμβαίνει για να προσφέρει την κατάλληλη βοήθεια χρησιμοποιώντας τεχνικές παρέμβασης μη κατευθυντικές.
Από τις θεωρητικές παραδοχές του προκύπτει ότι το άτομο ελέγχει και κατευθύνει τη δική του εξέλιξη, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαθέτει το ένστικτο της ανάπτυξης, γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερη σημαντική η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ευνοεί την ανάπτυξη αυτή. Πιο συγκεκριμένα:
α) Τα άτομα παρουσιάζουν μια ενδογενή τάση για αυτοπραγμάτωση και αυτοεκπλήρωση
β) Η διαδικασία της αυτοπραγμάτωσης πραγματοποιείται ευκολότερα μέσα σε ένα κλίμα ομαλών διαπροσωπικών σχέσεων και συναισθηματικής ασφάλειας και αποδοχής
γ) Το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την ανάπτυξη του ατόμου, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το άτομο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει το περιβάλλον του.
Σε θεραπευτικό επίπεδο (η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του Ρότζερς), βασικό χαρακτηριστικό της θεραπείας είναι η μη παρεμβατικότητα καθώς και η επικέντρωση στον πελάτη με ιδιαίτερη βαρύτητα στη δόμηση του εαυτού. Για το λόγο αυτό η θεραπεία αυτή ονομάζεται και προσωποκεντρική / πελατοκεντρική. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, η ψυχοπαθολογία οφείλεται στη σύγκρουση του ιδεατού εαυτού με τις εμπειρίες της καθημερινότητας. Επίσης, σ’ ό,τι αφορά τη θεραπευτική διαδικασία, βασικότερο στοιχείο θεωρείται η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Η σχέση αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη και άνευ όρων αποδοχή του πελάτη από το θεραπευτή του.
Ο Rogers τονίζει τη σημασία των ενσυνείδητων διαδικασιών που αφορούν την προσπάθεια κατανόησης των απόψεων και αντιλήψεων που τα ίδια τα άτομα έχουν για τον εαυτό τους και τον κόσμο, όπως και τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο κάθε άτομο βιώνει τις εμπειρίες του.
Ο Rogers υποστηρίζει ότι κάθε παιδί επιδιώκει να καλύψει την ανάγκη για αγάπη και αναγνώριση από τα σημαντικά πρόσωπα. Για να υπάρχει αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά ο οργανισμός και ο εαυτός συνεργάζονται αρμονικά. Η προσωπικότητα ωριμάζει όταν οι συμβολικές εμπειρίες του εαυτού αντικατοπτρίζουν τις βαθιές εμπειρίες του οργανισμού.
Το μοντέλο του Rogers βασίζεται στη δυναμική αλληλεπίδραση του ατόμου με τα άλλα άτομα, στη μεγάλη πίστη για τον άνθρωπο και στις δυνατότητες της ενεργοποίησης και της αυτοπραγμάτωσης σε όλες τις ηλικίες.
Η πελατοκεντρική θεραπεία του βασίζεται σε δύο κύριες υποθέσεις:
α) Ο άνθρωπος έχει από τη φύση του, σε λανθάνουσα κατάσταση, την ικανότητα να κατανοεί τους παράγοντες που του προκαλούν δυστυχία και πόνο στη ζωή του και μπορεί ν’ αναδιοργανώνει τον εαυτό του με τρόπο που να ξεπερνά τους παράγοντες αυτούς.
β) Αυτές οι έμφυτες δυνάμεις θα ενεργοποιηθούν και θα είναι αποτελεσματικές μόνο όταν ο σύμβουλος καταφέρει να δημιουργήσει με το συμβουλευόμενο μία θερμή σχέση, βασισμένη στην κατανόηση και την αποδοχή.

Η Θεωρία του Ρότζερς στην Εκπαίδευση.

Ο Ρότζερς τη μη κατευθυντική μέθοδο, που εφαρμόζει στην κλινική εργασία ως ψυχολόγος, τη μεταφέρει και στην εκπαίδευση. Υποστηρίζει μια εκπαίδευσημε κέντρο το μαθητή, σε αντικατάσταση της υπάρχουσας αυταρχικής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το Rogers,η διδασκαλία πρέπει να έχει στόχο τη δημιουργία ατόμων:
  • υπεύθυνων και ικανών να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες,
  • ικανών να επιλέγουν με έξυπνο τρόπο,
  • ικανών να προσαρμόζονται στις εκάστοτε περιστάσεις,
  • ικανών να εργάζονται συνεργατικά,
  • ικανών να αξιοποιούν δημιουργικά την εμπειρία τους.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το σχολείο πρέπει πρώτα απ’ όλα να στοχεύει στην εξασφάλιση ενός κλίματος ελεύθερης έκφρασης, το οποίο επιτρέπει στο μαθητή να αυτοπραγματωθεί, γεγονός που αποτελεί την ύψιστη επιδίωξη του ατόμου.
Λόγω της έμφυτης επιθυμίας του ατόμου για γνώση και κατανόηση του κόσμου, ο μαθητής εκδηλώνει αυθόρμητα ενδιαφέρον για την απόκτηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων που προσφέρει το σχολείο, το οποίο σχολείο του παρέχει διευκολύνσεις να αποκτήσει εκείνες τις γνώσεις και τις δεξιότητες που τον ενδιαφέρουν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο εκπαιδευτικός, διαδραματίζει το δικό του σημαντικό ρόλο: δημιουργεί θετικό κλίμα μέσα στην τάξη και είναι το άλλο “Εγώ” του μαθητή, τον βοηθάει να κατανοήσει τον εαυτό του και να νοηματοδοτήσει τον κόσμο γύρω του.
Και ο ίδιος ο μαθητής, όμως, διαδραματίζει το ρόλο του. Γίνεται άτομο δραστήριο, με πρωτοβουλίες και αίσθημα ευθύνης.
Σύμφωνα με το μη κατευθυντικό μοντέλο που εισήγαγε ο Rogers, έργο του εκπαιδευτικού, κατά την προσωπική του επικοινωνία τόσο με μεμονωμένους μαθητές όσο και με ομάδες μαθητών, είναι η συζήτηση θεμάτων που αφορούν τις δυσκολίες που οι τελευταίοι συναντούν στην ακαδημαϊκή μάθηση και στην κοινωνική συμπεριφορά τους καθώς και τα ενδιαφέροντα τους σ΄ αυτούς τους τομείς.
Για να εξασφαλίσει, όμως, ο εκπαιδευτικός μια εποικοδομητική διαπροσωπική επικοινωνία, φροντίζει τη δημιουργία ενός κλίματος συναισθηματικής αποδοχής και θέρμης, το οποίο συντελεί στην ελεύθερη έκφραση από το μαθητή των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Επίσης, φροντίζει να αποφεύγει κρίσεις και υποδείξεις, αφού στην επικοινωνία διδάσκοντα –διδασκόμενου η έμφαση δίνεται στη συναισθηματική πλευρά της συμπεριφοράς.
Πιο συγκεκριμένα, ο μαθητής, ο οποίος θεωρείται ικανός να αντιληφθεί τη φύση των προβλημάτων του, ενθαρρύνεται να εκφράσει τα συναισθήματά του -σε σχέση με τα προβλήματα που συναντά- για να δώσει λύσεις. Ο εκπαιδευτικός, επομένως, αποφεύγοντας κρίσεις και συμβουλές, καταβάλει προσπάθειες να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο μαθητής από τη δική του οπτική γωνία. Ο Rogers περιγράφει τα στάδια που περνάει ο μαθητής στη διάρκεια της διαπροσωπικής επικοινωνίας του με τον εκπαιδευτικό:
1. Συναισθηματική κάθαρση
2. Κατανόηση του προβλήματος
3. Δράση
Ας δούμε τώρα πώς δομείται το μοντέλο του Rogers για τη συνεργασία μαθητή-εκπαιδευτικού:
α) Δημιουργία κλίματος και προγραμματισμός
β) Διερεύνηση του προβλήματος
γ) Σχηματισμός ολοκληρωμένης αντίληψης
δ) Προγραμματισμός και λήψη αποφάσεων
ε) Σύνθεση προσέγγισης
Οι προαναφερόμενες φάσεις καλύπτουν μία ή περισσότερες προσωπικές συναντήσεις εκπαιδευτικού – μαθητή και μετά την ολοκλήρωση τους παρέχουν στο μαθητή τη δυνατότητα να αναλάβει δράση. Στο μοντέλο αυτό του Rogers δεν γίνεται χρήση εξωτερικών αμοιβών, αλλά μόνον εσωτερικών, με τη μορφή της αποδοχής, της κατανόησης και του ενδιαφέροντος.
Ο εκπαιδευτικός αναλαμβάνει μέσα στην τάξη το ρόλο του συμβούλου, του γνωμοδότη, του ειδικού που θα κάνει, τις ποικίλες πηγές μάθησης προσιτές στους μαθητές. Ο εκπαιδευτικός δεν επιβάλλει στους μαθητές παιδαγωγικές διαδικασίες, αλλά περιορίζεται στο να προτείνει τα μέσα με τα οποία εκείνοι θα εργαστούν.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...

26 Σεπ 2010

Φροντίδες του εκπαιδευτή ενηλίκων

Από το βιβλίο του Alan Rogers: Η εκπαίδευση Ενηλίκων, Μεταίχμιο / 1999

Μερικά πρακτικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από όλα αυτά για τον εκπαιδευτή
ενηλίκων.
Η ύπαρξη φυσικών "μαθησιακών επεισοδίων" υποδηλώνει μία σειρά αρχών για εκείνους
των οποίων η αρμοδιότητα είναι να δημιουργούν σκόπιμες, συστηματικές και
διαρθρωμένες μαθησιακές ευκαιρίες για ενηλίκους. Το καθήκον του εκπαιδευτή είναι
διττό - να στηρίζεται επάνω σε αυτές τις διεργασίες, αλλά ταυτόχρονα και να επιδιώκει με
διαφόρους τρόπους να προχωρεί πέρα από αυτές:
● Να μη χρησιμοποιεί απλώς, αλλά και να αναπτύσσει και να βελτιώνει τις
υφιστάμενες μαθησιακές τεχνικές των συμμετεχόντων, να συμβάλλει, ώστε να
γίνονται πιο αποτελεσματικές..

● Να αρχίζει μ' ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά, στη συνέχεια, να βοηθά τον
εκπαιδευόμενο να περάσει από το συγκεκριμένο στο γενικότερο, να ανακαλύψει τις
αρχές, στις οποίες βασίζονται οι συγκεκριμένες περιπτώσεις.
● Να βοηθά τον εκπαιδευόμενο να κάνει τη διεργασία μάθησης πιο μόνιμη, πιο
διαθέσιμη για μεταγενέστερη χρήση και όχι ένα μεμονωμένο εκπαιδευτικό συμβάν.
● Να προτρέπει, ώστε να μη σταματά η διεργασία μόλις ολοκληρωθεί η άμεση
δραστηριότητα, αλλά να οδηγεί σε περαιτέρω σκόπιμη μάθηση.
Τα παραπάνω αποτελούν μέρος των στόχων του εκπαιδευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί ως
βάση τις φυσικές μαθησιακές διεργασίες των ενηλίκων εκπαιδευόμενων.
μερικές από τις πιο σημαντικές διαπιστώσεις που qντλούνται από τα μαθησιακά επεισόδια
των ενηλίκων και λαμβάνονται υπόψη κατά τη διεργασία του σχεδιασμού και της
εκπαίδευσης, φαίνεται, συνεπώς, πως συνοψίζονται στα εξής (βλ. Σχήμα 23):
● Αν η μάθηση είναι επεισοδιακή και όχι συνεχής, τότε, ίσως, θα έπρεπε να στηριχτούμε σε
μαθησιακές δραστηριότητες με εντατική προσπάθεια μικρής διάρκειας. Η ύλη κατακτάται
ευκολότερα, αν αναλυθεί σε εύχρηστες ενότητες, με τον όρο ότι καθεμιά από αυτές τις
ενότητες θα συνδεθεί με τα άλλα θέματα της διδακτέας ύλης.
● Αν η φυσική μαθησιακή διεργασία εστιάζεται σε συγκεκριμένα και άμεσα θέματα, το υλικό
των προγραμμάτων μας πρέπει να είναι σχετικό με τις ανάγκες των εκπαιδευόμενων. Οι
μαθησιακές προθέσεις τους πρέπει να χρησιμοποιηθούν, για να τους ενθαρρύνουν να
θέσουν στόχους από μόνοι τους. Αυτοί πρέπει να επιλέξουν τι θέλουν να μάθουν.
● Αν η μάθηση εστιάζεται σ' ένα συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει ν' αρχίζουμε όχι με ό,τι
αποτελεί εισαγωγικό υλικό, σύμφωνα με την ακαδημαϊκή λογική, αλλά με την περιοχή που
παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους συμμετέχοντες εκπαιδευόμενους. Το να
αρχίζουμε, συνεπώς, από το μέσο του εγχειριδίου και να προχωρήσουμε από εκεί τόσο
προς τα πίσω όσο και προς τα εμπρός και όχι να αρχίζουμε από το Κεφάλαιο 1 και να
προχωρούμε γραμμικά ως την τελευταία σελίδα, είναι συχνά μέθοδος καταλληλότερη για
ενηλίκους εκπαιδευόμενους.
● Αν η μάθηση συντελείται φυσικότερα με ενεργό τρόπο παρά με την παθητική λήψη της
σοφίας των άλλων, τότε θα είναι χρήσιμο να ξεκινήσει κατευθείαν από τη δραστηριότητα
που εξετάζεται και όχι να δίνεται πρώτα πληροφόρηση γι' αυτήν και στη συνέχεια να
ακολουθεί η πρακτική άσκηση. Η μάθηση μέσα από την άμεση εκτέλεση του έργου και όχι
μέσα από την προετοιμασία είναι καταλληλότερη για ενηλίκους. Μαθαίνει κανείς καλύτερα
φτιάχνοντας ένα κέικ παρά παρακολουθώντας πώς φτιάχνεται. Μαθαίνει κανείς να
διηγείται ιστορίες καλύτερα όταν συνθέτει τη δική του ιστορία, παρά όταν ακούει
διαλέξεις ή διαβάζει βιβλία με ιστορίες άλλων ανθρώπων.
● Αν καθένας από τους εκπαιδευόμενους που συμμετέχουν στο εκπαιδευτικό μαθησιακό
πρόγραμμα είναι ήδη έμπειρος στο να αναλαμβάνει μαθησιακές δραστηριότητες, και εάν ο
καθένας έχει αναπτύξει το δικό του τρόπο μάθησης, τις στρατηγικές που προτιμά, τότε το
συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι ο εκπαιδευτής πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο
φάσμα από διαφορετικές εκπαιδευτικές-μαθησιακές μεθόδους. Ο εκπαιδευτής ενηλίκων
χρειάζεται να ανακαλύψει ποιοι είναι αυτοί οι μαθησιακοί τρόποι και να επινοήσει
δραστηριότητες που θα επιτρέψουν στους συμμετέχοντες να χρησιμοποιήσουν τους
τρόπους αυτούς και να τους οδηγήσουν σε περαιτέρω εξέλιξη. Δεν είναι, βέβαια, πάντοτε
πρακτικό για τον εκπαιδευτή να διερευνήσει τις μεθόδους με τις οποίες εργάζεται το κάθε
μέλος της μαθησιακής ομάδας. Δεν είναι, ασφαλώς, δυνατόν να βρεθεί ένα κοινό
μαθησιακό πρόγραμμα που να εμπεριέχει όλους τους διαφορετικούς μαθησιακούς
τρόπους. Αυτό που χρειάζεται είναι ν' αναπτυχθεί ένα φάσμα δραστηριοτήτων, όπου οι
συμμετέχοντες εκπαιδευόμενοι θα μπορούν να το δοκιμάζουν μόνοι τους, αξιοποιώντας
τις μαθησιακές στρατηγικές τους στο μέγιστο δυνατόν. Επιπλέον, πρέπει να δοθεί τόση
προσοχή στις δεξιότητες της μάθησης κάθε μαθησιακής ομάδας ενηλίκων όση και στο
αντικείμενο που εξετάζεται - να μάθουν πώς να μαθαίνουν σχετικά με την ιστορία, με την
κατασκευή ενός κέικ, με το μάνατζμεντ. Η επιβολή του ιδιαίτερου μαθησιακού τρόπου του
εκπαιδευτή σε όλους τους εκπαιδευόμενους συχνά επιβραδύνει την πρόοδό τους.
● Αν οι εκπαιδευόμενοι στα προγράμματά μας είναι συνηθισμένοι να οργανώνουν, να
σχεδιάζουν, να εφαρμόζουν και να αξιολογούν τα δικά τους φυσικά μαθησιακά επεισόδια,
τότε οι εκπαιδευτές δεν πρέπει να επιδιώκουν να κάνουν τα πάντα για τους συμμετέχο-
ντες. Οι συμμετέχοντες πρέπει να εμπλέκονται σε κάθε στάδιο του σχεδιασμού και της
εφαρμογής της εκπαιδευτικήςμαθησιακής διεργασίας.
● Αν οι ενήλικοι τείνουν να ακολουθούν ως στρατηγική μάθησης τον αναλογικό τρόπο
σκέψης, αυτό υποδηλώνει ότι ο εκπαιδευτής πρέπει να ενθαρρύνει, κι όχι να αποθαρρύνει,
τους συμμετέχοντες να συνδέουν το νέο υλικό με τη δική τους εμπειρία, να τους βοηθά
να φέρνουν αυτή την εμπειρία τους "στο προσκήνιο" κατά τη μαθησιακή διεργασία και να
τη θέτουν στη διάθεση όλης της ομάδας. Οι εκπαιδευόμενοι που συζητούν τη δική τους
εμπειρία στην αίθουσα συνάντησης, σπάνια αναφέρονται σε άσχετα πράγματα. Σχεδόν
πάντοτε εργάζονται επάνω στο νέο υλικό, εξερευνώντας το σε σχέση με τις γνώσεις που
ήδη διαθέτουν.
● Αν οι ενήλικοι χρησιμοποιούν τη δοκιμή και την πλάνη ως τρόπο μάθησης, η ενεργητική
διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων, διαφορετικών από εκείνες που παρουσιάζει ο
εκπαιδευτής, πρέπει να ενθαρρυνθεί με μαθησιακές μεθόδους που βασίζονται στη
συμμετοχή και στην ανακάλυψη. Οι εκπαιδευόμενοι πρέπει να είναι ενεργητικοί και όχι
παθητικοί αποδέκτες οδηγιών και πληροφοριών. Η πρακτική άσκηση και η υποστήριξη είναι
αναγκαίες. Η τακτική επανατροφοδότηση πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα,
ώστε τόσο ο εκπαιδευτής όσο και οι εκπαιδευόμενοι να μπορούν να αξιολογούν σε τακτά
χρονικά διαστήματα την πρόοδο. Αυτό είναι χρονοβόρο: οι ενήλικοι χρειάζονται χρόνο για
να μάθουν.
● Η φθίνουσα μνήμη από την οποία υποφέρουν πολλοί ενήλικοι, καθώς μεγαλώνουν,
υποδηλώνει ότι ο εκπαιδευτής πρέπει να στηρίζεται περισσότερο στην κατανόηση και όχι
στην απομνημόνευση. Η αποστήθιση είναι ακατάλληλη στρατηγική για ενηλίκους. αλ/ά
● Το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι βασίζονται σε νοηματικά σύνολα για την κατανόηση και
τη συγκράτηση στη μνήμη, συνεπάγεται ότι πρέπει να βοηθούνται να δομούν ενότητες
νέου υλικού, ώστε να δημιουργούν μόνοι τους νοηματικά σύνολα. Ο εκπαιδευτής και οι
εκπαιδευόμενοι, από κοινού, πρέπει να επιλέγουν ποιες ενότητες είναι σημαντικές και
ποιες όχι.
● Εφόσον η μίμηση είναι για τους ενηλίκους τόσο σημαντική όσο και για τους νεότερους
εκπαιδευόμενους, η επίδειξη πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό μέρος όλων των μορφών
μάθησης. Εκτός από ειδικές περιπτώσεις (για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιείται σκόπιμα
ως τεχνική μάθησης), δεν πρέπει να ζητείται από τους συμμετέχοντες να εκτελούν μια
εργασία, αν ο εκπαιδευτής δεν έχει προηγουμένως επεξεργαστεί ένα παράδειγμα μαζί με
την ομάδα.
● Η έλλειψη ενδιαφέροντος για γενικές αρχές υποδηλώνει ότι ο εκπαιδευτής ενηλίκων
πρέπει να αρχίσει με συγκεκριμένα θέματα και να προχωρήσει σε γενικότερα ζητήματα,
αντί της πιο ακαδημαϊκής προσέγγισης που συνίσταται στο να αναφέρει πρώτα γενικές
αρχές και στη συνέχεια να τις εμπλουτίζει με συγκεκριμένα παραδείγματα. Η χρησιμο-
ποίηση συγκεκριμένων περιπτώσεων και των συνεπειών τους, προκειμένου να συναχθούν
γενικά συμπεράσματα, είναι μια πιο φυσική μορφή στη μάθηση ενηλίκων. Για τους
ενηλίκους, η θεωρία τείνει μάλλον να αντλείται από την εμπειρία, παρά να οδηγεί στην
πρακτική άσκηση.
● Αν οι ενήλικοι μαθαίνουν αδιάκοπα σε όλη τους τη ζωή, οι συμμετέχοντες πρέπει να
ενθαρρύνονται να συνδέουν τη μαθησιακή εμπειρία, που απέκτησαν υπό την επίβλεψη του
εκπαιδευτή, με περαιτέρω μάθηση, όταν λήξει το πρόγραμμα. Οποιαδήποτε εξάρτηση
αναπτύξουν οι ενήλικοι, σύμφωνα με την οποία αισθάνονται ότι η μαθησιακή διεργασία
πρέπει να τελειώσει, όταν σταματήσει το πρόγραμμα, πρέπει να αποφευχθεί. Πρέπει να
επιδιώκουμε να ενθαρρύνουμε τους συμμετέχοντες να μαθαίνουν χωρίς τη βοήθειά μας,
να γινόμαστε περιττοί ως εκπαιδευτές. Ο κύριος σκοπός του εκπαιδευτή είναι να βοηθήσει
τους συμμετέχοντες να γίνουν πιο απoτελεσματικoί, ανεξάρτητοι εκπαιδευόμενοι

Πηγή Ανάκτησης:
epimorfosib
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...