Θεωρώ πως η εκπαιδευτική λειτουργία, ως μια σύνθετη και αρκετά δύσκολη επιστημονική αλλά και κοινωνική λειτουργία, απαιτεί – εκτός των άλλων συντελεστών – και την αξιολόγηση όλων των παραγόντων που την διαμορφώνουν. Και δοθέντος ότι ο εκπαιδευτικός είναι ο βασικότερος των παραγόντων αυτών, δεν μπορεί να εργαστεί αποτελεσματικά, αν δεν αξιολογείται και το πιο σημαντικό αν δεν αυτο-αξιολογείται, γιατί αυτή η μορφή αξιολόγησης εμπεριέχει την ουσιαστική δύναμη δημιουργίας.
Συχνά δημιουργείς μια αυτάρεσκη εικόνα για τον εαυτό σου, ενδόμυχα πιστεύεις πως «είσαι πολύ καλός» ή, το χειρότερο, «καλός» στη διδασκαλία και στη συνολική σου λειτουργία, δύσκολα δέχεσαι κριτικές αποκλείοντάς τες εξ ορισμού. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Αν δοκιμάσουμε την εφαρμογή μιας μικρο-έρευνας στη σχολική μας λειτουργία, θα διαπιστώσουμε ότι το πορτρέτο που φιλοτεχνούμε για τον εαυτό μας δεν είναι τόσο φωτεινό όσο το προσλαμβάνουν οι μαθητές (ή οι φοιτητές), η γνώμη των οποίων μας ενδιαφέρει πάντα – γιατί, αν συνέβαινε το αντίθετο, θα ομολογούσαμε την πλήρη αποτυχία μας...
Εξ’ άλλου φρονώ πως, πρώτον η αυτογνωσία του εκπαιδευτικού επαγγέλματος διαθλάται εν πολλοίς μέσα από τη ματιά των μαθητών, δεύτερον δεν υπάρχουν αυθεντίες στο χώρο της επιστήμης πόσο μάλλον στον αντίστοιχο της εκπαίδευσης, τρίτον η σύγχρονη παιδαγωγική αναδεικνύει τον μαθητή ως «πηγή γνώσης» για τον εκπαιδευτικό και τέταρτον διαρκώς πρέπει να μαθαίνουμε και να μετασχηματίζουμε τις σχολικές μας λειτουργίες, γιατί σήμερα οι ίδιοι «οι καιροί αλλάζουν τους καιρούς».
Και επομένως πρέπει να είμαστε ταπεινοί, όταν επί χρόνια λειτουργούμε με βεβαιότητες και με στερεότυπα (ίσως και με προκαταλήψεις), για να μπορούμε να μαθαίνουμε. Άλλωστε, «μαθαίνω σημαίνει αλλάζω», κατά τον Τ. Λέοναρντ, κάτι που είναι απαραίτητο για τον διαρκή μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού.
Από την περσινή χρονιά και για δεύτερη φορά φέτος διαμόρφωσα ένα ερωτηματολόγιο που το απάντησαν οι μαθητές μου στο λύκειο, με σοφά –κατά τη γνώμη μου – αποτελέσματα. Πριν εκθέσω τα πορίσματα, θα καταθέσω τα ερωτήματα, στα οποία συμπεριελήφθησαν και παρατηρήσεις μαθητών / -τριών που επιθυμούσαν να τα συνδιαμορφώσουν.
Και θα παρουσιάσω πρώτα τα ερωτήματα για δύο λόγους, πρώτον για να ακολουθηθεί η φυσική σειρά των πραγμάτων και δεύτερον για να δημοσιοποιηθεί το ερωτηματολόγιο και για να χρησιμοποιηθεί από άλλους εκπαιδευτικούς (ήδη αυτό γίνεται ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη), με όποιες τροποποιήσεις κρίνουν σκόπιμες.
Η κλίμακα των απαντήσεων ήταν πενταβάθμια ως εξής: 1 = πολύ καλά, 2 = καλά, 3 = μέτρια, 4 = κακώς, 5 = πολύ κακώς. Οι ερωτήσεις ήταν:
Πώς κρίνεις τη μεταδοτικότητά μου στην απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων από τους μαθητές; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Η διδασκαλία γενικά των μαθημάτων ήταν: 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Διαμορφωνόταν ή όχι καλό μαθησιακό κλίμα κατά την διάρκεια του μαθήματος; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Η χρήση εποπτικών μέσων διδασκαλίας ήταν: 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Ο βαθμός σεβασμού των μαθητών από την πλευρά του διδάσκοντος ήταν: 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Προκαλείτο ενδιαφέρον ή όχι στους μαθητές από τον τρόπο λειτουργίας του μαθήματος; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Πόσο αποτελεσματική ήταν συνολικά η όλη λειτουργία του μαθήματος; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Γίνονταν προεκτάσεις και σύνδεση του περιεχομένου του μαθήματος με τις τρέχουσες επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Η αξιολόγηση (βαθμολογική και γενικότερη) των μαθητών εκ μέρους μου ήταν: 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Σε ποιο βαθμό υπηρετήθηκε η προαγωγή παιδαγωγικών αξιών κατά την διάρκεια του μαθήματος; 1 – 2 – 3 – 4 – 5.
Σημειώστε τρεις θετικούς (τους καλύτερους κατά τη γνώμη σας) χαρακτηρισμούς στο εκπαιδευτικό μου έργο συνολικά.
Σημειώστε τρεις αρνητικούς (τους χειρότερους κατά τη γνώμη σας) χαρακτηρισμούς στο εκπαιδευτικό μου έργο συνολικά.
Συμπληρώστε οποιαδήποτε δική σας παρατήρηση που δεν περιλαμβάνεται στο ερωτηματολόγιο αυτό και την κρίνετε αναγκαία.
Δεύτερο μέρος
Ως συνέχεια του προηγούμενου άρθρου για την αυτό-αξιολόγηση θα πρέπει επιπρόσθετα να καταθέσω μερικά συμπληρωματικά στοιχεία. 1) Τα ερωτηματολόγια δόθηκαν τις σχολικές χρονιές 2008-09 και 2009-10 στο Λύκειο που διδάσκω. 2) Απαντήθηκαν σε 15 περίπου λεπτά προς το τέλος μιας σχολικής ώρας σε κάθε τμήμα χωριστά. 3) Ήταν προαιρετική η συμπλήρωσή τους, αλλά απαντήθηκαν από όλους τους μαθητές /-τριες. 4) Τους είχε αναφερθεί ότι θα ήταν πολύ σημαντικά για μένα και τα αποτελέσματά τους θα τα αξιοποιούσα. 5) Τα αποτελέσματα συζητήθηκαν (όχι διεξοδικά) σε κάποια τμήματα.
Όσον αφορά τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα σημειώνω τα εξής:
Η πιο αρνητική βαθμολογία μου ήταν στην χρήση των εποπτικών μέσων στη διδασκαλία, στοιχείο γνωστό εκ των προτέρων σε μένα και πάντως πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο από τα επόμενα.
Η δεύτερη πιο αρνητική βαθμολογία ήταν στην «μεταδοτικότητα» (ερώτηση 1). Σ’ αυτό το σημείο, που ίσως είναι και το πιο κρίσιμο αλλά και το πιο δύσκολο ταυτόχρονα, οφείλω να καταγράψω επίσης τα εξής. Η αυτο – εικόνα που είχα πριν από τις απαντήσεις των μαθητών γι’ αυτή την δεξιότητά μου ήταν καλύτερη από ό,τι η πραγματικότητα έδειξε.
Η έρευνα, λοιπόν, όχι μόνο με «προσγείωσε», αλλά με εξώθησε να βρω λύσεις πιο αποτελεσματικές την επόμενη χρονιά, ακριβώς γιατί η εικόνα μου απείχε πολύ από αυτήν που αυτο-προσδιόριζα και που, το πιο σημαντικό, ήταν αναγκαία για την συνολική διδασκαλία. Μια επιπόλαια προσφυγή σε δικαιολογίες, ότι τα μαθήματα που διδάσκω (φυσική, χημεία, βιολογία) είναι «δύσκολα» και αυτό επομένως επηρεάζει την μεταδοτικότητά μου, εξαφανίστηκε αμέσως, με μια απλή προσέγγιση ευθυκρισίας, και δεν τόλμησα να την ξανασκεφτώ.
Στη συνέχεια στις αρνητικές βαθμολογήσεις μου ήταν στον τρόπο που βαθμολογούσα και αξιολογούσα τους μαθητές (ερώτηση 9). Εδώ, ωστόσο, δεν αναθεώρησα εν πολλοίς αυτή την λειτουργία μου, θεωρώντας πως η βαθμολογία των μαθητών πρέπει να αντιστοιχεί στο γνωσιακό επίπεδο του μαθητή, να του δίνει την εικόνα του, για να μπορεί να σταθμίζει τις αδυναμίες του και τις επιδιώξεις του και διαφωνώντας με την κρατούσα τάση του βαθμολογικού πληθωρισμού των περισσότερων συναδέλφων μου με την επίκληση της δικαιολογίας ότι «έτσι κάνουν και οι ‘άλλοι’».
Υιοθέτησα, όμως, τις παρατηρήσεις που σημειώθηκαν ότι ευνοώ κάποιους μαθητές όχι στη βαθμολόγηση αλλά στις κινήσεις μου μέσα στην τάξη, παραδοσιακό σύμπτωμα νεοδιόριστου εκπαιδευτικού, που από ό,τι φαίνεται δεν το αποβάλλεις εύκολα. Ιδιαίτερη αξία έχουν οι περιφραστικές απαντήσεις των μαθητών, ένας εκπληκτικός πλούτος ουσιαστικών παρεμβάσεων, οι οποίες δεν μπορούν να παρουσιαστούν λόγω χώρου.
Η πιο θετική βαθμολογία μου καταγράφηκε στο «διαπαιδαγωγικό μέρος» της λειτουργίας μου (ερώτηση 10), σημείο που ανέμενα, αφού το καλλιέργησα συστηματικά, αξιοποιώντας τόσο την εμπειρία μου στα κοινωνικά δρώμενα (ως πρόεδρος της Ο.Λ.Μ.Ε.) όσο και τις γνώσεις που αποκόμισα από την έρευνα της διδακτορικής μου διατριβής.
Επειδή δεν μπορώ να αναφερθώ εκτεταμένα σε άλλα σημεία, σημειώνω κάτι που έχει σημασία για τον ίδιο τον σκοπό της αυτο-αξιολόγησης. Οι μαθητές που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο και τις δύο χρονιές, διαπίστωσαν βελτίωση στα περισσότερα στοιχεία της λειτουργίας μου, χωρίς αυτό να σημαίνει, ωστόσο, ότι όλα αυτά τα στοιχεία είναι σε απόλυτα ικανοποιητικό επίπεδο. Το ίδιο συμπέρασμα κατέληξα και με την στατιστική ανάγνωση των αποτελεσμάτων. Και αυτή η εξέλιξη είναι η πιο ενδιαφέρουσα. Και μια πιο προσωπική αναφορά. Όλα αυτά τα «ευρήματα» τα φυλάσσω, όπως κάνουμε για τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα της ζωής μας. Είναι τόσο σημαντικά…
Την επόμενη χρονιά θα βελτιώσω την έρευνα με δύο επιπλέον στοιχεία. α) Θα υπάρξει έρευνα και στην αρχή της χρονιάς και στο τέλος, για να μπορώ να κάνω συγκρίσεις μέσα στην ίδια την χρονιά και όχι σε διαδοχικές χρονιές. β) Θα εμπλουτίσω το ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις – υποδείξεις από τους μαθητές και με στόχευση να βελτιωθώ και μέσα από τις παρατηρήσεις των μαθητών. Και ακόμα, θα λάβω υπόψη τα πορίσματα άλλων συναδέλφων που κάνουν παρόμοια αυτό-αξιολόγηση.
Όταν η σύγχρονη παιδαγωγική ισχυρίζεται με επιστημονική τεκμηρίωση ότι οι μαθητές είναι «πηγή γνώσης» για τους εκπαιδευτικούς, σημαίνει ότι: α) πρέπει να είσαι κοντά στους νέους για να βρεις τον ξεχωριστό τρόπο μάθησης του καθενός, γιατί υπάρχει μια ποικιλομορφία μαθητών στην αίθουσα (κάθε παιδί και ένας «κόσμος») και β) να προσαρμόζεις την διδασκαλία σου με πολλές διαφοροποιήσεις, ακριβώς για να απαντήσεις ταυτόχρονα σε όλες τις κατηγορίες των μαθητών μέσα σε μια σχολική ώρα! Η παλιά αντίληψη ότι «εγώ κάνω ‘καλά’ το μάθημά μου και όποιος θέλει και μπορεί, να παρακολουθήσει…», έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
(εκτός δημοσιευμένου στο “ΑΡΘΡΟ” κειμένου: Ήδη υπάρχουν και νέα ευρήματα, τα οποία θα δημοσιευτούν προσεχώς…)
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...