Ανακτήθηκε από press-gr
Του δρ Γιώργη Έξαρχου
Επικ. Καθηγητή ΤΕΙ Σερρών, συγγραφέα-ερευνητή
Αν η πλατωνική ερμηνεία του όρου «αλήθεια» είναι «θεία άλη» (θεϊκή ορμή) και η ερμηνεία του όρου «παιδεία» είναι «ανατροφή και διδασκαλία/ εκπαίδευση», τότε να μας επιτραπεί να καταθέσουμε επί του «κειμένου διαβούλευσης» του ΥΠΔΒΜΘ με τίτλο «Εθνική Στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση - Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο - Το Δημόσιο Τεχνολογικό Ίδρυμα - Αυτοδιοίκηση, λογοδοσία, ποιότητα, εξωστρέφεια», ορισμένες αλήθειες και συγκεκριμένες προτάσεις, που θεωρούμε ότι πρέπει να λάβει υπ’ όψιν η ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ, εν όψει σύνταξης των διατάξεων σχετικού νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ.
Αλήθειες:
1. Ο Νόμος πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια 1268/1982 και ο...
Νόμος πλαίσιο για τα Τεχνολογικά Ιδρύματα 1404/1983 έχουν κλείσει τον ιστορικό κύκλο τους, και στα 28 και πλέον χρόνια ισχύος τους έλυσαν πρότερα θεσμικά ακαδημαϊκά και διοικητικά προβλήματα (π.χ. κατάργησαν την έδρα, καθιέρωσαν βαθμίδες διδασκόντων, έθεσαν ακαδημαϊκά κριτήρια με τυπικά και ουσιαστικά ...
προσόντα για την κατάληψη θέσεων ΔΕΠ, προώθησαν την τεχνολογική και κάθε είδους έρευνα κ.ά.). Συνάμα, δημιούργησαν και πλείστα νέα προβλήματα που πλήττουν την αξιοπιστία των ΑΕΙ (Πανεπιστημίων και ΤΕΙ) ως προς το παρεχόμενο επίπεδο επιστημονικής γνώσης, ως προς τη χρηστή διοίκηση, ως προς την ορθολογική διαχείριση των σχετικών κονδυλίων κ.λπ. και αυτό μπορεί να αποδειχτεί με πλήθος διαπιστώσεων (π.χ. υπάρχει αναμφισβήτητα: κυριαρχία συντεχνιακών αντιλήψεων και κομματικών εγκαθέτων και φερέφωνων, νεποτισμός και οικογενειοκρατία κατά την εκλογή μελών ΔΕΠ και την επιλογή νέων επιστημόνων για εκπόνηση διδακτορικών διατριβών, εξωθεσμική παρέμβαση φοιτητικών παρατάξεων και κομματικά υποκινούμενου φοιτητικού συνδικαλισμού, κάλυψη διοικητικών θέσεων από συγγενικά πρόσωπα μελών ΔΕΠ, παράνομος διορισμός σε διοικητικές θέσεις ΑΕΙ, παράνομη και αναξιοκρατική εκλογή μελών ΔΕΠ, κατασπατάληση ή ιδιοποίηση ερευνητικών κονδυλίων από επιτήδειους, προσπορισμός ωφελειών από διανομές «διδακτικών βιβλίων» στους φοιτητές που απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν «επιστημονικά συγγράμματα» και πολλά των οποίων είναι αυτοέκδοση των «συγγραφέων» τους/ μελών ΔΕΠ, εκφυλισμός του επιστημονικού έργου σε τιποτολογία υποταγμένης γνώσης, αποδοχή του πνεύματος απλής διεκπεραίωσης πληροφοριών προς εξυπηρέτηση μιας βιομηχανίας παραγωγής πτυχίων ΑΕΙ κ.ά.).
2. Γεωγραφική διασπορά και χωρική ένταξη τμημάτων και σχολών των ΑΕΙ (Πανεπιστημίων και ΤΕΙ), με κριτήρια μικροπολιτικά, ρουσφετολογικά εξαρτώμενα από τις χυδαιότερες και τις πιο στρεβλές αντιλήψεις περί της ανάπτυξης ή της περιφερειακής ανάπτυξης γενικά. Τα γηγενή μέλη ΔΕΠ και τα αρχαιότερα στην εκλογή θεωρούν αυτές τις Σχολές και τα Τμήματα δικά τους, λες και έχουν ιδιοκτησιακή σχέση που πιστοποιείται με την εντοπιότητα και με βαθμούς συγγένειας πολλών μελών ΔΕΠ (μονίμων και εκτάκτων) μεταξύ τους και με διοικητικούς παράγοντες αυτών των ΑΕΙ.
3. Αποδοχή, από τη μέγιστη πλειονότητα των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, του ρόλου «ακαδημαϊκού δασκάλου» που θα διεκδικεί κονδύλια για εκπόνηση δήθεν ερευνών –ενώ το ζήτημα εδώ είναι απλά ο προσπορισμός και μόνο αδήλωτων οικονομικών ωφελημάτων– και ένας καταφανής παραμερισμός των διαδικασιών παραγωγής και αναπαραγωγής γνώσης ή αποφυγή της διακονίας της επιστήμης και των υψηλών ηθικών ακαδημαϊκών αξιών, όπως κάθε ευσυνείδητος επιστήμων οφείλει να πράξει. Αν η πλατωνική ρήση ότι «επιστήμη είναι η τέχνη ενασχόλησης με το περιττό» ή ότι «επιστήμη σημαίνει ότι σταματά η ψυχή μας στα πράγματα για να τα εξετάσει μαζί με αυτά, παρ’ ότι κινείται με αυτά» και ότι «η αμαρτία και η συμφορά σημαίνουν το ίδιο με την σύνεση και την επιστήμη», τότε καλό είναι να ιδωθεί ποια σχέση έχουν με την επιστήμη τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ. Και για άρση των όποιων παρερμηνειών τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ να δημοσιοποιήσουν το «πόθεν έσχες» των περιουσιακών στοιχείων τους πριν και μετά την εκλογή τους.
4. Η διακηρυσσόμενη αξιολόγηση των ΑΕΙ, όπου έγινε με βάση τις κείμενες διατάξεις, αρκείται σε ποσοτικά και μετρήσιμα στοιχεία, τα οποία μάλλον αξιοποιούν την «αλχημεία» των αριθμών και μια ξενόφερτη αντίληψη ότι τα πάντα είναι μετρήσιμα. Και αν ακόμα οι αριθμοί οδηγούν σε «θετικές εκτιμήσεις» κατά την αξιολόγηση των ΑΕΙ, ένα είναι βέβαιο: Η αύξηση των αγραμμάτων και αναλφάβητων πτυχιούχων ΑΕΙ, που θέλουν να δηλώνουν ή να καμώνονται τους επιστήμονες ως κάτοχοι πτυχίων, και που μόνον οι ποιοτικές αξιολογήσεις μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Η ευθύνη δεν είναι μόνο των φοιτητών και σπουδαστών, αλλά και των καθηγητών τους («με όποιον δάσκαλο θα κάτσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις») και της πολιτείας, με τον τρόπο που έχει οργανώσει την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και παιδεία στη χώρα.
5. Η διοίκηση των ΑΕΙ, έτσι όπως αυτή συγκροτείται («εκλέγεται»!) και ασκείται (πρόκειται για σχήμα λόγου!), πείθει για την καταφανή κομματική παρέμβαση, τη διαπλοκή των προσώπων (φοιτητών, καθηγητών) με αλλότριους σκοπούς, την επιβεβαίωση της ανικανότητας διαχείρισης θεσπισμένων όρων και κανόνων για τη λειτουργία των ΑΕΙ (τόσο στο θέμα του «ακαδημαϊκού ασύλου», όσο και στα θέματα διαχείρισης των ερευνητικών κονδυλίων, διαφάνειας εκλογής μελών ΔΕΠ, τήρησης ή μάλλον καταστρατήγησης της νομιμότητας κ.λπ.), και εκλαμβάνεται σαν «αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ» (έχουν χάσει οι λέξεις το περιεχόμενό τους), ενώ επιδιώκεται «αυτονομία των ΑΕΙ»! Αυτοί που απέτυχαν στα «αυτοδιοικούμενα ΑΕΙ» τα θέλουν τώρα «αυτόνομα ΑΕΙ»! Για να είναι ανεξέλεγκτοι στη διαχείριση του κοινωνικού και δημοσίου χρήματος που το ΥΠΔΒΜΘ τους καταβάλλει από τον κρατικό προϋπολογισμό ως επιχορήγηση.
Στεκόμαστε μόνο στις προαναφερόμενες αλήθειες, «γνωστές εις τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ», για να καταθέσουμε συνοπτικά τις προτάσεις μας, αφού πρώτα εκφράσουμε τη γενική μας θέση ότι οφείλει το ΥΠΔΒΜΘ να προχωρήσει σε καινοτόμες παρεμβάσεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα για τα ΑΕΙ της χώρας μας, χωρίς μιμητισμούς αλλοδαπών συστημάτων που αφετηριάζονται σε ξενολαγνεία και εθνικά συμπλέγματα, χωρίς ανούσιες αντιγραφές ξένων «μοντέλων», έχοντας πάντοτε υπ’ όψιν ότι η παιδεία και η εκπαίδευση δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνον τους προφεσόρους και τους φοιτητές, την κυβέρνηση και τα κόμματα, αλλά ότι είναι πρωτίστως το πρώτο και πιο μείζον εθνικό θέμα, το πιο μεγάλο ζήτημα της κοινωνίας μας, το στοίχημα για τη μελλοντική μας επιβίωση και αυθυπαρξία ως «γένος των Ελλήνων».
Προτάσεις:
1. Πανεπιστήμια και ΤΕΙ πρέπει να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύστημα ΑΕΙ, και τα μεν πρώτα να ονομάζονται Κλασικά Πανεπιστήμια, τα δε δεύτερα Τεχνολογικά Πανεπιστήμια. Αναμφίβολα και από τα μεν και από τα δε πρέπει να καταργηθούν τα τμήματα και οι σχολές που δεν υπηρετούν «επιστημονικά γνωστικά πεδία» και που απλά «παράγουν» πτυχιούχους κάποιων τεχνικών εξειδικευμένων γνώσεων και πληροφοριών, αναγκαίων να καλύψουν ανάγκες της αγοράς, και τα οποία όμως δεν θεραπεύουν επιστήμες.
2. Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, υπό την προηγούμενη έννοια, πρέπει να ενοποιηθούν στα νέα ΑΕΙ, με συμπτύξεις, συγχωνεύσεις, ενώσεις (τμημάτων, σχολών), και με θεσμική επανίδρυσή τους, να έχουν αποσαφηνισμένο χαρακτήρα. Καμιά «Καλλικρατική Περιφέρεια» δεν μπορεί να έχει περισσότερα από ένα ΑΕΙ, που θα πρέπει να εδρεύει στην πόλη/έδρα εκάστης περιφέρειας, με εξαίρεση τις περιφέρειες όπου και οι πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για τις οποίες πρέπει να υπάρξει ειδική ρύθμιση.
3. Η Αθήνα (με τον Πειραιά και τους λοιπούς Δήμους της Αττικής) και η Θεσσαλονίκη (με τους λοιπούς Δήμους), λόγω του πληθυσμιακού τους μεγέθους, να έχουν τέσσερα ΑΕΙ η πρώτη, τρία ΑΕΙ η δεύτερη. Τα λοιπά ΑΕΙ να εδρεύουν στις πόλεις: Ηράκλειο, Πάτρα, Ιωάννινα, Λάρισα, Αγρίνιο, Μυτιλήνη, Κομοτηνή, Σέρρες. Σε άλλες πέντε πόλεις, στις οποίες ήδη υπάρχουν ΑΕΙ (τμήματα ή σχολές Πανεπιστημίων ή ΤΕΙ), με αυστηρά χωροταξικά και αναπτυξιακά κριτήρια, θα πρέπει να υπάρξουν Σχολές ΑΕΙ, που να θεραπεύουν γνωστικά επιστημονικά πεδία που εκ νέου θα καθοριστούν (σχετικά ή όχι προς τα υφιστάμενα).
4. Η Διοίκηση των ΑΕΙ να είναι εννεαμελής και να απαρτίζεται από τέσσερα εκλεγμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας (καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές), ένα εκλεγμένο μέλος του φοιτητικού κόσμου, τρία εκλεγμένα μέλη των «περιφερειακών κοινωνιών» που να εκφράζουν τους τομείς της δικαιοσύνης (εφέτες), των επιστημών-γραμμάτων-τεχνών (επιστήμονες οποιουδήποτε επιστημονικού χώρου, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ζωγράφοι κ.λπ.) του παραγωγικού κόσμου (αγρότες, εργάτες, επιχειρηματίες, επαγγελματίες), «ει δυνατόν» με ακαδημαϊκή τριτοβάθμια παιδεία, και ένα πρόσωπο (αριστίδην) διορισμένο από την αντίστοιχη περιφερειακή διοίκηση ως επιφανής προσωπικότητα του Νεοελληνικού μας βίου. Για την εκλογή-συμμετοχή σε αυτό το όργανο Διοίκησης των ΑΕΙ (πρυτανεία) πρέπει να διασφαλιστούν θεσμοποιημένες διαφανείς διαδικασίες, η δε επιλογή της αριστίδην προσωπικότητας να απολαμβάνει ευρύτατης αποδοχής και αναγνώρισης.
5. Η κλίμακα ένταξης των μελών ΔΕΠ να περιλαμβάνει τη μη μόνιμη βαθμίδα του λέκτορα και τρεις βαθμίδες μονίμων (επίκουρος, αναπληρωτής, καθηγητής) με ανά τέσσερα χρόνια και για δύο μόνο φορές δυνατότητα εξέλιξης σε υψηλότερη βαθμίδα. Τα τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια κατάληψης εκάστης βαθμίδας ΔΕΠ να είναι ρητά και σαφή και να σχετίζουν ποιοτικά πρωτίστως και ποσοτικά δευτερευόντως κριτήρια (π.χ. άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά με ανώνυμους κριτές και συγγράμματα ή μονογραφίες για τις οποίες έχει υπάρξει κριτική παρουσίαση σε επιστημονικά περιοδικά ή που οι ετεροαναφορές σε αυτά πρέπει να είναι –ανά δημοσίευμα– τουλάχιστον πέντε, άρθρα και μελέτες, συγγράμματα και μονογραφίες σε άλλα γνωστικά πεδία –πέραν εκείνων που σχετίζονται με την υπό κατάληψη θέση– και ετεροαναφορές σε αυτά τα έργα, τουλάχιστον τρία ανά δημοσίευμα, ευρύτερη επιστημονική-κοινωνική δράση με διαλέξεις σε πανεπιστήμια, πνευματικά σωματεία, κοινωνικούς χώρους προβληματισμού κ.λπ.). Απαγόρευση της ανάθεσης παιδευτικού-διδακτικού έργου σε «διδάσκοντες ΑΕΙ», που δεν είναι κάτοχοι διδακτορικών διπλωμάτων. Όσοι τέτοιοι υπάρχουν σε «προσωποπαγείς θέσεις» –ως κακή κληρονομιά παλαιότερων νομοθετικών ρυθμίσεων– θα πρέπει να «αποστρατευθούν τιμητικά» και να συνταξιοδοτηθούν, δίνοντάς τους «πλασματικά χρόνια» υπηρεσίας, διότι τούτοι δεν είναι σε θέση ούτε να παράγουν νέα επιστημονική γνώση ούτε να αναπαράγουν την ήδη υφιστάμενη γνώση στις αίθουσες διδασκαλίας.
6. Η εκλογή των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ πρέπει να είναι μια ανοιχτή δημόσια διαδικασία, με τους τίτλους (πτυχία, διδακτορικά, αναγνωρίσεις ΔΟΑΤΑΠ κ.λπ.) και τα βιογραφικά των υποψηφίων στη διάθεση του κάθε πολίτη (δεν αποτελούν στοιχεία που εμπίπτουν στα προσωπικά δεδομένα), με τους εκλέκτορες που συμμετέχουν σε εκλογική διαδικασία μελών ΔΕΠ να κυμαίνονται από 11 έως 15, ανάλογα με τον αριθμό του συνόλου των μονίμων στις τρεις βαθμίδες στο τμήμα, και με το 1/3 των μελών της εισηγητικής και των εκλεκτόρων να προέρχονται από άλλο ΑΕΙ. Ίσως έτσι να χτυπηθεί καίρια η συντεχνιακή «αλληλεγγύη», ο κομματικός παρεμβατισμός, η οικογενειοκρατία και ο νεποτισμός και κάθε άλλη συναφής έκνομη πράξη. Στα ΑΕΙ που προωθούν και έρευνες τεχνολογικού κυρίως χαρακτήρα, να υπάρχει η δυνατότητα εκλογής στις τρεις βαθμίδες (επίκουρου, αναπληρωτή, καθηγητή) επιστημόνων που θα εντάσσονται ως ερευνητές σε αυτές τις βαθμίδες, χωρίς να τους γίνεται ανάθεση εκπαιδευτικού έργου και οι οποίοι θα δημοσιοποιούν τις έρευνές τους σε σχετικές εκδόσεις ή και θα τις παρουσιάζουν διά ζώσης στην επιστημονική κοινότητα, σε συνέδρια, ημερίδες, συμπόσια, συναντήσεις κ.λπ.
7. Η υποχρεωτική διδασκαλία των μελών ΔΕΠ όλων των ΑΕΙ της χώρας πρέπει να είναι ίδιου αριθμού ωρών ανά βαθμίδα και δη –πιο συγκεκριμένα– εβδομαδιαία: λέκτορας 16 ώρες, επίκουρος 12 ώρες, αναπληρωτής 10 ώρες, καθηγητής 9 ώρες, με τις σχετικές μισθολογικές διαφοροποιήσεις. Να υπάρχει πλήρης εξομοίωση ωραρίων και μισθών στα μέλη ΔΕΠ όλων των ΑΕΙ (Κλασικών Πανεπιστημίων και Τεχνολογικών Πανεπιστημίων, που θα προκύψουν), ανά βαθμίδα, κατά τη συνταγματική πρόβλεψη.
8. Η εισαγωγή από τα Λύκεια στα ΑΕΙ να γίνεται ανά Σχολή στο πρώτο έτος και από το δεύτερο έτος να γίνεται επιλογή του Τμήματος. Τα έτη σπουδών δεν μπορούν να είναι λιγότερα από τέσσερα για τα περισσότερα γνωστικά-επιστημονικά πεδία, και μόνον όπου κρίνεται αναγκαίο για περισσότερα έτη σπουδών να ρυθμίζεται για Σχολές ή Τμήματα αυτή η δυνατότητα με ειδικές διατάξεις, που να λαμβάνουν υπ’ όψιν και εμπειρία αντίστοιχων Σχολών και Τμημάτων αναπτυγμένων χωρών. Η διάρκεια σπουδών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την κανονική διάρκεια σπουδών (Δ = 4 έτη) ΣΥΝ 3/4 αυτής της διάρκειας, ήτοι όχι μεγαλύτερη των επτά (7) ετών για τα περισσότερα Τμήματα. Με το κλείσιμο της επταετίας για τον κάθε φοιτητή τα ΑΕΙ υποχρεούνται να τον ενημερώσουν εγγράφως ή διά του διαδικτύου ότι «χάνει τη φοιτητική ιδιότητα και δεν μπορεί να λάβει μέρος σε άλλες εξετάσεις». Πάσα παραβίαση αυτής της αρχής να συνεπάγεται νόμιμες κυρώσεις που να οδηγούν σε απόλυση από διοικητική θέση και από θέση μέλους ΔΕΠ.
9. Στα Τμήματα όλων των Σχολών των ΑΕΙ, κατά το 5ο εξάμηνο, να υπάρχει υποχρεωτικό μάθημα διδασκαλίας των οκτώ βιβλίων των Πολιτικών του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν οι ακαδημαϊκοί πολίτες και φερέλπιδες νέοι επιστήμονές μας το τι σημαίνει Δημοκρατία, Παιδεία, Αγωγή, Πολίτης, Πολιτεία, για να μην μηρυκάζουν κοινότοπες και αδόκιμες «θέσεις» για το τι είναι δημοκρατία και δημοκρατικά δικαιώματα.
10. Ριζική αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών σε όλα τα Τμήματα και της Σχολές των ΑΕΙ, έξω από τα συντεχνιακά συμφέροντα των διδασκόντων, που να δίνουν προοπτική καλής επιστημονικής εξειδίκευσης των φερέλπιδων και εκκολαπτόμενων επιστημόνων, που να τους διασφαλίζει βεβαιότητα για επαγγελματική αποκατάσταση στο μέλλον, μα και τη φιλοδοξία θεραπείας της επιστήμης που κατέκτησε. Τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα ας σταματήσουν να είναι «ένας ακόμα τίτλος», που και αυτός … χορηγείται με αδιαφανείς και πολλάκις και μη ακαδημαϊκές διαδικασίες. Το διδακτορικό δίπλωμα είναι υψηλός επιστημονικός και ακαδημαϊκός στόχος και όχι ένα ακόμα σκαλοπάτι για την επαγγελματική αποκατάσταση.
Να εικάσουμε ότι η νυν ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ φιλοδοξεί να «δομήσει» το νέο ελληνικό ΑΕΙ, ως έναν χώρο όπου η «μη υποταγμένη γνώση» θα κυριαρχεί και όπου νέοι Έλληνες και Ευρωπαίοι και άλλοι πολίτες του σύγχρονου κόσμου να μπορούν να ολοκληρώνονται ως επιστημονικές και ανθρώπινες οντότητες. Το «κείμενο διαβούλευσης» (αν και με πολλά σόλοικα ελληνικά) φαίνεται να αναθερμαίνει τις ελπίδες ενός λαού που αναζητάει καλύτερη μοίρα για τα παιδιά του, καθώς και τις ελπίδες εκείνων που ακόμα και σήμερα μπορούν να τάσσονται με τον Πλάτωνα και να διακηρύσσουν ότι «επιστήμη είναι η τέχνη ενασχόλησης με το περιττό». Συμπαρατασσόμαστε με τις προθέσεις του ΥΠΔΒΜΘ και ευχόμαστε καλή συνέχεια, χωρίς εκπτώσεις, και ας τείνει το «ευήκοον ους» σε όσες φωνές αρθρώνουν τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο και λογικά επιχειρήματα.