Ανακτήθηκε από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ
Αφετηρία: διατύπωση του προβλήματος
Κάθε έρευνα αποτελείται από μία χρονική ακολουθία μεθοδολογικά συνδεό¬μενων φάσεων, από την αφετηρία ως την τελική κατάληξή της. Η αφετηρία είναι πάντα η διατύπωση ενός συγκεκριμένου ερευνητικού προβλήματος. Ποια ερωτήματα αποτελούν ερευνητικά προβλήματα; Μα άλλα λόγια, από πού προέρχονται τα ερευνητικά προβλήματα; Τα ερευνητικά προβλήματα διαφέ¬ρουν ανάλογα με την κατηγορία της έρευνας, αν δηλαδή πρόκειται για βασι¬κή, για εφαρμοσμένη ή για περιγραφική έρευνα. Στη βασική έρευνα, η οποία διεξάγεται στις υψηλά ανεπτυγμένες θεωρητικές επιστήμες ένα ερευνητικό πρόβλημα προκύπτει από τα ανοιχτά ερωτήματα, για τα οποία το ισχύον θεωρητικό παράδειγμα της επιστήμης δεν μπορεί να δώσει στη δεδομένη στιγμή απάντηση. Από τα άλυτα προβλήματα και από τις αντιφάσεις θεωρίας και δεδομένων προκύπτουν συνεπώς στις ανεπτυγμένες επιστήμες τα ερευνητικά προβλήματα, για τη λύση των οποίων διεξάγεται βασική έρευνα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το ερευνητικό πρόβλημα είναι εξ αρχής, από την πρώτη διατύπωσή του, λογικά ενταγμένο στις κατηγορίες του θεω¬ρητικού παραδείγματος. Η διατύπωση του προβλήματος προκύπτει από την τρέχουσα επιστημονική συζήτηση και αφορά τον έλεγχο της υπόθεσης που προτάθηκε για την απάντηση των ερωτήματος που θέτουν οι αντιφάσεις θεωρίας και δεδομένων...
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, ότι τα ερευνητικά προβλήμα¬τα της βασικής έρευνας στις ανεπτυγμένες επιστήμες παράγονται από την εσωτερική λογική της επιστήμης και δεν υπαγορεύονται από εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή από κοινωνικά προβλήματα, ενδιαφέροντα, συμφέρον¬τα ή ανάγκες.
Η κατάσταση είναι διαφορετική στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Σ’ αυτές τις επιστήμες τα ερευνητικά προβλήματα καθορίζονται από τις κοι¬νωνικές ανάγκες και από τα κοινωνικά συμφέροντα, από εξωτερικούς δηλα¬δή για την επιστήμη παράγοντες. Από αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες εξαρτάται, για ποια ερευνητικά προβλήματα θα υπάρξει χρηματοδότηση και από ποιες πηγές, ώστε αυτοί οι παράγοντες καθορίζουν την επιλογή των ερευνη¬τικών προβλημάτων.
Συγκεκριμενοποίηση του προβλήματος με την ένταξή του σε ένα θεωρητικό πλαίσιο
Στη φάση της συγκεκριμενοποίησης η αρχική γενική διατύπωση του ερευνη¬τικού προβλήματος «μεταφράζεται» σε μία περισσότερο εξειδικευ¬μένη δια¬τύπωση. Αυτό γίνεται με την ανάλυση του προβλήματος στις επι¬μέρους δια¬στάσεις του. Πώς φθάνουμε στις επιμέρους διαστάσεις ενός προ¬βλήματος; Κάθε ερευνητικό πρόβλημα είναι ένα σύνθετο σύνολο στοι¬χείων και των σχέσεων τους. Ο ορισμός αυτών των στοιχείων και η – αρχικά υποθετική – διατύπωση των σχέσεων που ισχύουν ανάμεσά οδηγεί στην ανάλυση των διαστάσεων του προβλήματος. Οι διαστάσεις του προβλήμα¬τος είναι οι μεταβλητές του πεδίου που αλληλεπιδρούν και δη¬μιουργούν το πρόβλημα. Έτσι, η ανάλυση των διαστάσεων είναι ουσια¬στικά ταυτόσημη με την εννοιολογική συγκρότηση του ερευνητικού πεδίου στο οποίο είναι ενταγμένο το πρόβλημα.
Ένα άλλο παράδειγμα ερευνητικού προβλήματος είναι το ερώτημα, σε ποιο βαθμό επηρεάζει η κοινωνική προέλευση, σε σχέση με άλλους παράγοντες, την επαγγελματική στα¬διοδρομία του ατόμου. Το πρόβλημα αυτό εντάσσεται στο χώρο των φαινομένων της κοινωνικής διαστρωμάτω¬σης και κοινωνικής κινητικότητας, στον οποίο οι έρευνες καθοδηγούνται, ήδη από τη δεκαετία του 1960, από θεωρητικά μοντέλα. Έτσι, οι διαστά¬σεις του προβλήματος, οι κύριες μεταβλητές και οι ερευνητικές υποθέσεις έχουν οριστεί από προηγούμενες έρευνες. Μία νέα έρευνα μπορεί, συνεπώς να προχωρήσει στη συλλογή των δεδομένων ή στη δευτερογενή ανάλυση των δεδομένων προηγούμενων ερευνών, αν επιλεγεί αυτή η δεύτερη ερευνη¬τική στρατηγική. Μετά από την απόφαση αυτή μπορεί να γίνει ο προγραμματι¬σμός της έρευνας, να λη¬φθούν δηλαδή οι αποφάσεις σχετικά με τα παρα¬κάτω θέματα.
• Ποιες μέθοδοι θα εφαρμοστούν.
• Με ποιο επιστημονικό προσωπικό θα στελεχωθεί η έρευνα.
• Ποια οικονομικά και τεχνικά διατίθενται και ποια πρέπει επιπλέον να εξευρεθούν.
• Ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα που θα ακολουθηθεί.
Επιλογή εμπειρικών δεικτών για τη μέτρηση των θεωρητικών όρων (operationalization)
Η φάση αυτή αποτελεί την άμεση συνέχεια της προηγούμενης, ώστε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, αν πρόκειται για μία άλλη φάση. Η διαφορά έγκειται στο ότι στην προηγούμενη φάση της συγκεκριμενοποίησης του προβλήματος ορίστηκαν σε θεωρητικό επίπεδο οι διαστάσεις του προβλήμα¬τος, οι βασικές έννοιες και οι μεταβλητές, που περιέχονται στις υποθέσεις της έρευνας. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, οι περισσότερες μετρήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες είναι έμμεσες μετρήσεις. Ο λόγος είναι ότι πολλές έννοιες στις Κοινωνικές Επιστήμες ανα¬φέρονται σε μη-άμεσα παρατηρήσι¬μες ιδιότητες των υποκειμέ¬νων και των κοινωνικών καταστάσεων, ώστε οι έννοιες αυτές πρέπει να συνδεθούν μέσω κάποιων δεικτών με τα εμπειρικά δεδομένα, για να μπορέσουν να μετρηθούν. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται τόσο έννοιες που αναφέρον¬ται σε μακροσκοπικές καταστά¬σεις του κοινωνικού συστήματος, όπως η «εκβιομηχάνιση», όσο και έν¬νοιες που περιγράφουν ατομικές ικανότητες, όπως η «νοημοσύνη». Για να μπορέσουν να συγκρι¬θούν κοινωνίες σε σχέση με το βαθμό της εκβιομηχάνισή στους, και άτομα σε σχέση με το επίπεδο της νοημοσύνης τους, πρέπει οι ιδιότητες αυτές να μετρηθούν με κάποιους δείκτες. Οι έννοιες που αναφέρονται σε μη άμεσα παρατηρήσιμες ιδιότητες είναι οι θεωρητικοί όροι, ενώ οι δείκτες είναι οι παρατηρησιακοί όροι της επιστημονικής γλώσ¬σας.
Η σύνδεση των θεωρητικών και των παρατηρησιακών όρων είναι το αντικείμενο της φάσης αυτής της ερευνητικής διαδικασίας, πώς δηλαδή θα κα¬τασκευαστούν ή θα επι¬λεγούν από προηγούμενες έρευνες κατάλληλοι δεί¬κτες για τους θεωρητικούς όρους που περιέχονται στις υποθέσεις της έρευ¬νας, ώστε να μπορούν να ελεγχθούν οι υποθέσεις με τα δεδομένα που θα συλλεχθούν στην έρευνα. «Κατάλληλοι» σημαίνει, πως ο ερευνητής πρέπει να διασφαλί¬σει ότι οι δεί¬κτες που χρησιμοποίησε στην έρευνά του είναι αξιόπιστοι και έγκυροι, διότι αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούν καίρια κριτήρια με βάση τα οποία θα κριθούν τα αποτελέσματα της έρευνάς του.
Κατασκευή των ερευνητικών οργάνων
Η κατασκευή των ερευνητικών οργάνων καθορίζεται από την επιλογή της μεθόδου συλλογής των δεδομένων. Αν κριθεί, ότι η συνέντευξη είναι η κα¬τάλληλη για το ερευνητικό θέμα μέθοδος, θα κατασκευαστεί το ερωτηματο¬λόγιο ή ο οδηγός συνέντευξης. Αν επιλεγεί η παρατήρηση ως η κατάλληλη μέθοδος, θα κατασκευαστεί το όργανο παρατήρησης, δηλαδή το πλαίσιο των κατηγοριών της παρατήρησης. Το ερευνητικό όργανο περιέχει τους δείκτες για τη μέτρηση των θεωρητικών όρων. Κάθε ερώτηση – στην ιδανική περίπτωση ενός τεχνικά άψογου ερωτηματολογίου – περιέχει έναν δείκτη για ένα συγκεκριμένο θεωρητικό όρο. Στην κατασκευή του οργάνου συλλο¬γής των δεδομένων καταβάλλεται μεγά¬λη προσπάθεια να αποκλειστούν, όσο αυτό είναι δυνατό, οι ανεξέλεγκτες επιδράσεις ποικίλων διαταρακτικών πα¬ραγόντων κατά την συλλογή των δεδομένων. Σε ένα ερωτηματολόγιο, για παράδειγμα, πρέπει οι ερωτήσεις να είναι έτσι διατυπωμένες, όπως θα δούμε παρακάτω, ώστε να είναι εξίσου κατανοητές σε όλους τους ερωτώμενους. Το ερωτηματολόγιο δεν πρέπει επίσης με συγκεκριμένη διατύπωση ή με τη σειρά των ερωτήσεών του να κατευθύνει τις απαντήσεις προς μία συγκε¬κριμένη κατεύθυνση.
Πριν από την έναρξη της κύριας φάσης της συλλογής των δεδομέ¬νων πρέπει οπωσδήποτε να γίνει η δοκιμή του ερευνητικού οργάνου με μία δοκιμαστική εφαρμογή (pretest) σε μία μικρή ομάδα υποκειμένων, για να διαπιστωθεί, αν οι ερωτήσεις είναι κατανοητές ή αν παρουσιάζουν προβλή¬ματα, ώστε να γίνουν έγκαιρα οι διορθώσεις, που ενδεχομένως θα απαιτη¬θούν.
Δειγματοληψία και συλλογή των δεδομένων
Για πολλούς και διάφορους λόγους συχνά δεν είναι δυνατό στην έρευνα να ερευνηθεί το σύνολο των περιπτώσεων ή των υποκειμένων, στα οποία ανα¬φέρεται μία υπόθεση. Αυτό ισχύει ειδικά στη βασική έρευνα, όταν πρόκειται να ελεγχθούν νομολογικές υποθέσεις, οι οποίες εξ ορισμού αναφέρονται σε ένα άπειρο πλήθος περιπτώσεων. Ακόμα και σε περιπτώσεις ωστόσο, στις οποίες ο πληθυσμός δεν είναι άπειρος αλλά πολύ μεγάλος, δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν όλες οι περιπτώσεις.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μπορέσουν να συναχθούν συμπερά¬σματα για τον συνολικό πληθυσμό, επιλέγεται με συγκεκριμένο τρόπο ένα υποσύνολο του πληθυσμού, από την ανάλυση των δεδομένων του οποίου (του υποσυνόλου) συνάγονται γενικεύσιμα συμπεράσματα για το σύνολο του πληθυσμού. Αυτό επιτυγχάνεται τότε μόνο, όταν το υποσύνολο αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού, αλλά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού. «Αντιπροσωπευτικό» είναι το δείγμα, όταν αντιπρο¬σωπεύει τον πληθυσμό με την έννοια ότι αποτελεί, όσον αφορά την κατα¬νομή των γνωρισμάτων (παραμέτρων) του πληθυσμού, μία μικρογραφία του πληθυσμού, επειδή περιέχει τα ίδια γνωρίσματα στις αντίστοιχες αναλογίες. Μόνο κάτω από αυτή την προϋπόθεση οι διαπιστώσεις που γίνονται από τις αναλύσεις των δεδομένων του δείγματος ισχύουν – με μικρή και στατιστικά υπολογίσιμη απόκλιση – για το σύνολο του πληθυσμού.
Αυτό επιτυγχάνεται τότε μόνο, όταν το δείγμα δεν λαμβάνεται «όπως τύχει», αλλά με στατιστικά τυχαίο τρόπο, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις ενός στατιστικά τυχαίου δείγματος (probability sample ή random sample). Τι σημαίνει αυτό; Στατιστικά τυχαίο δείγμα είναι το δείγμα που λαμβάνεται με τέτοιο τρό¬πο, ώστε κατά την επιλογή του κά¬θε άτομο ή περίπτωση του πληθυσμού να έχει ίση πιθανότητα – ή του¬λάχιστον μία γνωστή πιθανότητα – να επιλεγεί. Θεωρητικά πρέπει ο ερευνητής να έχει τα ονόματα και τις διευ¬θύνσεις όλων των ατόμων του πληθυσμού. Κλασσικό τρόπο επιλογής απο¬τελεί η κληρωτίδα, αλλά υπάρχουν και άλλοι τρόποι, όπως η χρήση πινάκων τυχαίων αριθμών, που περιέχονται σε κάθε εγχειρίδιο Στατιστικής.
Η λήψη ενός στατιστικά τυχαίου δείγματος είναι τις περισσότερες φορές δύσκολη και δαπανηρή. Αντίθετα, είναι πολύ εύκολο να ληφθεί ένα δείγμα όπως τύχει, ώστε αυτό συμβαίνει τις περισσό¬τερες φορές, όταν η έρευ¬να βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο σε μία χώρα ή σε μία επιστημονική περιοχή. Κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις τα περισσότερα δείγματα λαμβά¬νονται όπως ταιριάζει στους ερευνητές, δηλαδή με το μικρό¬τερο κόστος και τη μικρότερη δαπάνη χρόνου. Φυσικά τα πορίσματα τέ¬τοιων ερευνών που λαμβάνουν αυθαίρετα «δείγματα ευκολίας» όπως χαρα¬κτηρίζονται, δεν είναι γενικεύσιμα στο σύνολο του πληθυσμού, από τον οποίο λήφθηκε το δείγμα.
Μόνο όταν διασφαλιστεί με ανάλογη δειγματοληπτική διαδικασία η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, είναι στατιστικά διασφαλισμένο από τη μαθηματική θεωρία των πιθανοτήτων, ότι στο δείγμα αντιπροσωπεύονται όλα τα γνωρίσματα του πληθυσμού με μικρή απόκλιση, που εξαρτάται από το μέγεθος του δείγματος και υπολογίζεται στατιστικά με βάση την κατανο¬μή των πιθανοτήτων στην κανονική κατανομή του Gauss.
Επειδή το στατιστικά τυχαίο δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό για τον πληθυσμό, από τον οποίο λήφθηκε, αν ληφθούν με στατιστικά τυχαία δειγ¬ματοληψία διαδοχικά περισσότερα δείγματα από τον ίδιο πληθυσμό, αυτά θα παρουσιάσουν μόνο μικρές απο¬κλίσεις μεταξύ τους, ώστε τα συμπερά¬σματα που θα συναχθούν από το καθένα από αυτά θα συμφωνούν μεταξύ τους. Αντίθετα, τα αποτελέσματα που συνάγονται από αυθαίρετα λαμβανό¬μενα «δείγματα ευκολίας» δεν συμφωνούν μεταξύ τους και ενδέχεται και να αντιφάσκουν πλήρως.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το στατιστικά τυχαίο δείγμα δεν λαμβάνε¬ται από τον συνολικό πληθυσμό, αλλά από κατηγορίες ή στρώματα του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να γίνει όταν είναι γνωστή η σύνθεση του πληθυ¬σμού, για παράδειγμα, κατά τις ομάδες ηλικίας, τις επαγγελματικές ομάδες ή άλλα γνωρίσματα. Πληροφόρηση για την σύνθεση του πληθυσμού κατά ορισμένα βασικά γνωρίσματα παρέχουν τα δημοσιεύματα των Εθνικών Στατιστικών Υπηρεσιών σε κάθε χώρα.
Στην περίπτωση που είναι γνωστή η ποσοστιαία σύνθεση του πλη¬θυσμού κατά τις κατηγορίες του γνωρίσματος που ενδιαφέρει την έρευ¬να, π.χ. την επαγγελματική δομή, είναι δυνατό, αντί να ληφθεί το δείγμα από τον συνολικό πληθυσμό, να ληφθεί με τον ίδιο στατιστικά τυχαίο τρόπο από την κάθε κατηγορία ξεχωριστά. Το δείγμα που λαμβάνεται με αυτό τον τρόπο ονομάζεται «διαστρωματωμένο τυχαίο δείγμα» (stratified random sample).
Υπάρχουν και άλλοι τρόποι δειγματοληψίας σε δύο ή περισσότερες φάσεις ή επίπεδα. Για παράδειγμα, σε πρώτη φάση επιλέγονται τυχαία ορισμένοι νομοί μιας χώρας. Από αυτούς επιλέγονται τυχαία κάποια σχολεία και από τα σχολεία, επίσης τυχαία, κάποιες τάξεις. Αν τώρα και στην τελευ¬ταία φάση οι μαθητές επιλεγούν τυχαία από τις τάξεις που επιλέχθηκαν προη¬γουμένως, τότε αυτή η διαδικασία της δειγματοληψίας ονομάζεται «δειγματοληψία κατά επίπεδα». Αν, αντίθετα, στην τελευταία φάση δεν γί¬νει τυχαία επιλογή, αν δηλαδή από τις τάξεις που επιλέχθηκαν τυχαία συμ¬περιληφθούν στην έρευνα όλοι οι μαθητές αυτών των τάξεων, τότε η διαδι¬κασία της δειγματοληψίας ονομάζεται «δειγματοληψία κατά συστά¬δες».
Συμπληρωματικά πρέπει να αναφερθεί ακόμα, ότι δεν αρκεί να καταστρωθεί σωστά το σχέδιο της δειγματοληψίας, σύμφωνα με την αντί¬στοιχη στατιστική θεωρία της δειγματοληψίας, αλλά πρέπει και να τηρηθεί το αρχικό σχέδιο στην πράξη κατά τη διεξαγωγή της δειγματοληψίας. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο και στην πράξη υπάρχουν πάντα αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο. Πολλοί παράγοντες επιδρούν, οι οποίοι αλλοιώνουν το τε¬λικά λαμβανόμενο δείγμα και παράγουν έτσι την «μεροληπτική απόκλι¬ση του δείγματος» (bias), η οποία σε αντίστοιχο μέτρο διαστρεβλώνει τα απο¬τελέσματα της έρευνας. Σ’ αυτούς τους παράγοντες ανήκουν η απροθυ¬μία και η άρνηση ορισμένων ατόμων, που επιλέχθηκαν στο δείγμα, να πά¬ρουν μέρος στην έρευνα και οι δυσκολίες άλλα άτομα με ισοδύναμα γνωρί¬σματα. Διαστρεβλωτικοί παράγοντες ενεργούν και από την πλευρά των συνεντευ¬κτών και συνεργατών της έρευνας, οι οποίοι είναι συχνά απρόθυμοι να ψάξουν να βρουν εκείνους τους ερωτώμενους, που είναι δύσκολο να εξευρε¬θούν, επειδή αυτό απαιτεί μεγαλύτερη δαπάνη χρόνου και καθυστέρηση της πληρωμής τους.
Αυτοί και άλλοι διαστρεβλωτικοί παράγοντες οδηγούν όχι μόνο σε μείωση του προγραμματισμένου αριθμού των ατόμων του δείγματος, αλλά – γεγονός πολύ σοβαρότερο – σε ανεξέλεγκτες διαστρεβλώσεις της σύνθεσης του δείγματος. Ο λόγος είναι, ότι τα άτομα που αρνούνται ή έχουν ενδοια¬σμούς να πάρουν μέρος στην έρευνα, διαφέρουν σε συγκεκριμένα – και πολλές φορές σημαντικά για την έρευνα – προσωπικά γνωρίσματά τους. Σε μία έρευνα, για παράδειγμα, σχετικά με την σεξουαλική συμπεριφορά, εκείνα τα άτομα που έχουν ενδοιασμούς να απαντήσουν στις ερωτήσεις της έρευνας, θα προσπαθήσουν με διάφορα προσχήματα (έλλειψη χρόνου κλπ.) να μη δώσουν συνέντευξη ή να μη συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο. Αν δεν καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια από πλευράς της ερευνητικής ομάδας να εξευρεθούν και να πεισθούν να συμμετάσχουν αυτά τα άτομα – ή άλλα με ισοδύναμα γνωρίσματα – θα υπάρξει στο τελικό δείγμα υπεραντιπροσώ¬πευση των ατόμων που έχουν περισσότερο επιτρεπτικές στάσεις στα θέματα της σεξουαλικής συμπεριφοράς και τα οποία δεν έχουν ενδοιασμούς να συμμετάσχουν στην έρευνα. Η συνέπεια θα είναι φυσικά ότι παρά το αρχικά σωστό σχέδιο της δειγματοληψίας το τελικό δείγμα δεν θα είναι αντιπρο¬σωπευτικό για τον πληθυσμό, ώστε θα εμφανίσει τις στάσεις του πληθυσμού ως περισσότερο επιτρεπτικές από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Επεξεργασία των δεδομένων
Σήμερα η επιστημονική έρευνα χρησιμοποιεί το εξαιρετικό όργανο του ηλε¬κτρονικού υπολογιστή, ώστε η επεξεργασία των δεδομένων αποσκοπεί στην μετατροπή της μορφής των αρχικών δεδομένων σε μορφές, τις οποίες είναι σε θέση να διαβάσουν τα προγράμματα του υπολογιστή, όπως το SPSS (Statistical Package for the Social Sciences). Η διαδικασία αυτή έχει απλο¬ποιηθεί κατά πολύ από τα προγράμματα που διευκολύνουν όλο και περισσό¬τερο τους χρήστες δίνοντάς τους απλές και σαφείς οδηγίες, πώς να δημιουρ¬γήσουν τα αρχεία που χρειάζονται για την ανάλυση των δεδομένων τους. Το θέμα αυτό είναι τεχνικό και, μολονότι η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να ληφθούν υπόψη και ορισμένες λεπτομέρειες, που έχουν ουσιαστικές συνέπειες για την ανάλυση των δεδομένων, δεν παρουσιάζει θεωρητικό εν¬διαφέρον πέραν της πρακτικής σημασίας του, ώστε δεν χρειάζεται να ανα¬πτυχθεί εδώ.
Ανάλυση των δεδομένων
Η ανάλυση των δεδομένων εξαρτάται από τα ερευνητικά ερωτήματα και από τις υποθέσεις που διατυπώθηκαν στην αφετηρία της έρευνας. Αν υπήρ¬ξε, για παράδειγμα, μία σαφής υπόθεση σχετικά με την επίδραση ενός παρά¬γοντα σε κάποια συμπεριφορά ή στάση, τότε η ανάλυση θα εστιαστεί στην απάντηση αυτού του ερευνητικού ερωτήματος. Θα συγκριθούν δηλαδή οι περιπτώσεις, στις οποίες επέδρασε ο συγκεκριμένος παράγοντας με εκείνες, στις οποίες δεν επέδρασε – αφού πρώτα κρατηθούν σταθεροί με στατιστικό τρόπο, όλοι οι άλλοι παράγοντες – και θα διαπιστωθεί, αν η συμπεριφορά ή στάση παρήχθη στις περιπτώσεις στις οποίες επέδρασε ο παράγοντας και όχι στις άλλες. Θα διαπιστωθεί δηλαδή, αν επιβεβαιώθηκε ή όχι η αρχική υπό¬θεση. Ποιες ακριβώς στατιστικές αναλύσεις θα γίνουν, αυτό θα εξαρτηθεί από το μετρικό επίπεδο των μεταβλητών (βλ. ενότητα «Τα γενικά μεθοδολο¬γικά προβλήματα της έρευνας: μέτρηση, αξιοπιστία και εγκυρότητα») και από τη συνθετότητα των άλλων παραγόντων, οι οποίοι πρέπει να κρατηθούν σταθεροί. Περισσότερα για την ανάλυση των δεδομένων περιέχονται προσεχώς στο τελευταίο μέρος: «Ανάλυση των δεδομένων» αυτής της ιστο¬σελίδας.
Ερμηνεία και ένταξη των πορισμάτων σε ένα θεωρητικό πλαίσιο
Από τις διαπιστώσεις που προέκυψαν στην ανάλυση των δεδομένων, συνά¬γονται ήδη οι πρώτες απαντήσεις για τις υποθέσεις και τα ερωτήματα της έρευνας. Αν, για παράδειγμα, η υπόθεση ήταν, ότι μία νέα μέθοδος διδα¬σκαλίας που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε κάποιο μάθημα, παράγει κα¬λύ¬τερα μαθησιακά αποτελέσματα, από την ανάλυση των δεδομένων προέ¬κυψαν οι κατανομές των επιδόσεων των μαθητών που διδάχθηκαν με την παλιά και με τη νέα μέθοδο. Στην παρούσα φάση συνεκτιμώνται όλα τα δε¬δομένα και γίνεται προσπάθεια να διαπιστωθεί, αν συνάγεται μία συνολική και συνεκτική εικόνα, η οποία επιβεβαιώνει ή απορρίπτει την αρχική υπό¬θεση. Πολλές φορές δεν συνάγεται μία εντελώς σαφής εικόνα, αλλά οι δια¬πιστώσεις είναι διφορούμενες: σε μερικά τεστ απέδωσαν καλύτε¬ρα οι μαθη¬τές που διδάχθηκαν με τη νέα μέθοδο, ενώ σε άλλα οι μαθητές που συνέχι¬σαν να διδάσκονται με την παλιά μέθοδο. Συχνά πρέπει να γίνουν επιπλέον διερευνήσεις των δεδομένων και νέες αναλύσεις.
Ενδέχεται επίσης να δια¬φοροποιηθεί με βάση τα πρώτα αποτελέ¬σματα η αρχική διατύπωση της υπό¬θεσης και να επαναληφθούν οι αναλύ¬σεις με αφετηρία την διαφοροποιημένη υπόθεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε μία αλληλεπίδραση ανάμεσα στα παραγόμενα αποτελέσματα και στην αναδιατύπωση των υποθέσεων με την έννοια ότι τα αποτελέσματα οδηγούν στην αναδιατύπωση των υποθέ¬σεων και η αναδιατύπωση οδηγεί με τη σειρά της σε νέες αναλύσεις και σε νέα αποτελέσματα.
Γενικά ισχύει ότι όσο καλύτερα δομήθηκε η έρευνα στην αρχική φάση της διατύπωσης των υποθέσεων και της σύνδεσής τους με ένα θεωρητικό πλαίσιο, τόσο ευκο¬λότερα προχωρά η εργασία και στη φάση της ένταξης των πορισμάτων στο θεωρητικό πλαίσιο που καθοδήγησε την έρευνα. Με άλλα λόγια, όταν υπήρξαν στην αφετηρία της έρευνας σαφείς υποθέσεις και ερωτήματα, τότε είναι σχετικά ευκολότερο να καταλήξει ο ερευνητής και στην παρούσα φάση σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με τις συνέπειες των δεδομένων για την επιβεβαίωση ή απόρριψη των θεωρητικών προσδοκιών. Αν φυσικά δεν υπήρξαν σαφείς υποθέσεις και θεωρητικές προ¬σδοκίες στην αφετηρία, αν η έρευνα ήταν ένα «ψάρεμα στα θολά νερά κι’ ό,τι πιάσουμε», τότε και στη φάση της ερμηνείας των πορισμάτων θα υπάρ¬χει η ίδια αμηχανία, όπως και στην αφετηρία.
Στη θετική περίπτωση ο ερευνητής είναι σε θέση να απαντήσει τα αρχικά ερωτήματα να διατυπώσει σαφώς τις συνέπειες των πορισμάτων για το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που καθοδήγησε την έρευνά του και να συζητήσει τα ευρήματά του σε αντιπαραβολή με τα ευρήματα άλλων ερευ¬νών, με τα οποία συμφωνούν ή όχι τα δικά του πορίσματα. Ιδιαίτερο ενδια¬φέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα μιας έρευνας, όταν αντιφάσκουν προς τις παραδοχές μιας εδραιωμένης θεωρίας, την οποία η πλειοψηφία την αποδέχε¬ται ως ορθή. Σ’ αυτή την περίπτωση ο ερευνητής πρέπει φυσικά να είναι σί¬γου¬ρος για την ορθότητα των πορισμάτων του και τη μεθοδολογία που ακο¬λούθησε – και να έχει και προσωπικό θάρρος – για να μπορεί να αντιμετω¬πίσει την αντεπίθεση των πολλών του αντίστοιχου ακαδημαϊκού κατεστημέ¬νου, οι οποίοι κολυμπούν στο κύριο ρεύμα, το «main stream», και οι οποίοι δεν συμ¬παθούν κατά κανόνα τις καινοτομίες.
Συγγραφή της έκθεσης των πορισμάτων
Η έκθεση πορισμάτων είναι το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή βιβλίου ή δημοσίευσης σε επιστημονικό περιοδικό και της οποίας ο σκοπός είναι να θέσει τα πορίσματα της έρευνας υπόψη της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας. Η έκθεση πορισμάτων πρέπει να είναι πλήρης και αυτό σημαίνει ότι οφείλει να εκθέσει όλη τη διαδικασία της έρευνας, δηλαδή τις προϋποθέσεις, από τις οποίες ξεκίνησε, τις υποθέσεις και τα ερωτήματα που την καθοδήγησαν, την μεθοδολογία που ακολουθήθη¬κε, την πορεία της δειγματοληψίας, συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και φυσικά με επαρκή αναλυτικότητα τα πορίσματα που προέκυψαν.
Στην έκθεση πορισμάτων πρέπει να αναφέρονται και οι πραγματο¬λογικές συνθήκες που επηρέασαν, διευκόλυναν ή δυσχέραναν τη διεξαγωγή της έρευνας. Σ’ αυτές ανήκουν οι ενδεχόμενες δυσκολίες εξεύρεσης χρημα¬τοδότησης, η σχέση προς τον φορέα της έρευνας, η συνεργασία με άλλους ερευνητές ή ιδρύματα, οι δυσκολίες πρόσβασης στο πεδίο της έρευνας και της επικοινωνίας με τα υποκείμενα και τα τυπικά προβλήματα της εσωτερι¬κής δυναμικής της ερευνητικής ομάδας, η οποία έπαιξε συχνότερα ρόλο και επηρέασε τα αποτελέσματα, από όσο φαίνεται προς τα έξω. Δεν είναι λίγες οι αποτυχίες ερευνών αλλά και οι «λαδιές» σε έρευνες που τελικά αποπερα¬τώθηκαν, οι οποίες οφείλονται σε προσωπικούς ανταγωνισμούς, έλλειψη συνερ¬γασίας και συνοχής της ερευνητικής ομάδας λόγω ακατάλληλης στε¬λέχωσής της. Είναι λίγες, αντίθετα και για ευνόητους λόγους, οι έρευνες, στις οποίες αναφέρονται στην έκθεση των πορισμάτων τέτοια προβλήματα και δυσκολίες, που επηρέασαν αρνητικά την έρευνα. Γενικά ισχύει, ότι όσο επιτυχέστερη είναι μία έρευνα και όσο υψηλότερο το status του υπεύθυνου ερευνητή, τόσο περισσότερο έχει το θάρ¬ρος να αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Το κύριο βάρος πρέπει ωστόσο να τίθεται στην παρουσίαση των τελικών συμπερασμάτων που προέκυψαν από την έρευνα και στις συνέπειές τους για το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας. Πρέπει τέλος να γί¬νεται αναφορά, που έγκειται κατά την άποψη του ερευνητή ή των ερευνητών η προσφορά της έρευνας στην εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης στο χώρο, στον οποίο εντάσσεται η έρευνα