Από το Βιβλίο Steven Woolgar
Εργασία Για το Μάθημα Επιστήμη-Τεχνολογία-Κοινωνία, των Συλάκου Ανδριανής-Ευανθίας και Προεστάκη Μαρίας
http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts Μάϊος 1999
ΕIΣΑΓΩΓΗ
Αντικείμενο της εργασίας αυτής αποτελεί η παρουσίαση των προβληματισμών της Κοινωνικής Μελέτης της Επιστήμης σχετικά με:
τον καθορισμό κριτηρίων γνώσης για την κατανόηση της πραγματικής φύσης της επιστήμης. Αναλύονται η φιλοσοφική και η ιστορική άποψη,
τις μεταβλητές (καθοριστικά χαρακτηριστικά της γνώσης) που διέπουν / καθορίζουν την επιστημονική δράση. Εξετάζονται οι απόψεις της κλασσικής κοινωνιολογίας και της κοινωνιολογίας της γνώσης υπό το πρίσμα της εσσενσιαλιστικής -νομιναλιστικής προσέγγισης.
Βασική επιδίωξη της παρούσας εργασίας, αποτελεί η παρουσίαση:
των προσπαθειών της κοινωνικής ανάλυσης της επιστήμης,
των τρεχουσών αντιλήψεων που σχετίζονται με το κοινωνικό περιεχόμενο της επιστήμης.
Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι προσπάθειες διαχωρισμού της επιστήμης από τα άλλα είδη γνώσης με βάση προκαθορισμένα κριτήρια όπως οι αρχές της επαλήθευσης και της παραποίησης (η επιστήμη είναι κάτι ιδιαίτερο και διακριτό από τις άλλες μορφές κουλτούρας και κοινωνικής δραστηριότητας). Επίσης, παρατίθενται οι απόψεις του Popper σύμφωνα με τις οποίες, η επιστημονική γνώση είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού των παρατηρήσεων των φυσικών φαινομένων και ...
προκαθορισμένων κανόνων. Στο δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφονται οι σημαντικές και ουσιώδεις αλλαγές τις οποίες έχει υποστεί η κοινωνική οργάνωση της επιστήμης. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται: α) η εσσενσιαλιστική θέση σύμφωνα με την οποία, η πραγματική φύση της επιστήμης είναι δύσκολο να περιγραφεί, γιατί είναι μία σύνθετη και ‘’μεταλασσόμενη’’ έννοια και β) η νομιναλιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία, η έρευνα για τον καθορισμό της επιστήμης είναι μάταια: oι προσπάθειες να προσδιοριστούν κριτήρια διαχωρισμού αγνοούν το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της επιστήμης, ότι είναι δηλαδή, διαρκώς υποκείμενη σε αναθεώρηση.
Το δεύτερο μέρος της εργασίας, αποτελείται από δύο κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι απόψεις (μοντέλα σκέψης για την κατανόηση της γνώσης) των διάφορων συγγραφέων της σχολής της κλασσικής κοινωνιολογίας της γνώσης (Duckheim, Marx, Manheim). Σύμφωνα με τους τελευταίους, η επιστήμη εξαιρείται από την κοινωνιολογική ανάλυση γιατί δεν θεωρείται ότι υπόκειται στα χρακτηριστικά των μεταβολών των άλλων μορφών της γνώσης. O Duckheim, o Marx και ο Manheim, εξαίρεσαν την επιστήμη από την κοινωνιολογία της γνώσης, στη βάση του ότι η επιστήμη είναι μια ειδική περίπτωση. Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η σύγχρονη κοινωνική θεώρηση της επιστήμης, η οποία διαφέρει σημαντικά από τις προηγούμενες. Η μεγαλύτερη εξειδίκευση και διαφοροποίηση προϋποθέτει αυξημένη κοινωνική οργάνωση και έλεγχο: το μοντέλο του ‘’απομονωμένου επιστήμονα’’ έχει αντικατασταθεί από ένα πολύπλοκο κοινωνικό πλέγμα το οποίο ενέχει μία σειρά από διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις.
Τέλος, ακολουθούν τα συμπεράσματα, η σύνοψη του άρθρου και οι σχολιασμοί επί του κειμένου. Το βάρος της ανάλυσης, θα δοθεί στο Β’Μέρος της παρούσας εργασίας για ευνόητους λόγους.
Α’ ΜΕΡΟΣ
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Η κοινωνική μελέτη της επιστήμης ξεκινά από το γεγονός ότι η επιστήμη, είναι μία μεταβλητή έννοια. Υπάρχουν πολυάριθμες εκδοχές για το τί θεωρείται επιστήμη και τί είναι επιστημονικό. Για παράδειγμα, συναντάμε καυστικές συζητήσεις σχετικά με την επιστημονική θέση (αξίωμα) της δημιουργίας, δηλώσεις του Γραμματέα του κράτους για την παιδεία ότι η έρευνα της κοινωνικής επιστήμης δεν αξίζει πια το όνομα ‘’επιστήμη’’ [1] και ούτω καθεξής. Ξεκινάμε με το διαχωρισμό δύο κυρίων απόψεων-φιλοσοφική και ιστορική- στο ερώτημα του τί θεωρείται επιστήμη.
Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το ερώτημα σχετικά με τη φύση της επιστήμης έχει να κάνει με τα κριτήρια διαχωρισμού: τί είναι αυτό που διαχωρίζει την επιστήμη από τα άλλα είδη γνώσης και μας κάνει να εμπιστευόμαστε ισχυρισμούς, όπως για παράδειγμα γνώσεις για το ηλιακό σύστημα; Σχεδόν προφανώς, η απάντηση βρίσκεται στις απόπειρες των κονωνικών και ανθρώπινων επιστημών να εξηγήσουν έως ποιό βαθμό η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των φυσικών επιστημών. Είτε είναι, είτε δεν είναι η προοπτική της επιστήμης κατάλληλη για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων (ανθρώπινων, συμπεριφοράς), εξαρτάται από το αν τελικά υπάρχει εξαρχής κάτι ξεχωριστό που ονομάζεται ‘’επιστήμη’’.
Σχετικά με το φιλοσοφικό ερώτημα των κριτηρίων διαχωρισμού έχουν κατά καιρούς υπάρξει διάφορες απόψεις, όπως για παράδειγμα ότι η επιστήμη διακρίνεται απλώς και μόνο από τα αποτελέσματα της ή πιο πρόσφατα, ότι η μεθοδολογία της επιστήμης είναι αυτή που την κάνει να διακρίνεται από τα άλλα είδη γνώσης. Αλλά ακόμα και η συμφωνία πάνω στο τελευταίο αποκρύπτει σημαντικές διαφορές σχετικά με το τί ακριβώς συμπεριλαμβάνει η μεθοδολογία της επιστήμης.
Στη δεκαετία του ’50 η αρχή της επαλήθευσης προτάθηκε ως η μεθοδολογία η οποία διαχωρίζει την επιστήμη από τη μη-επιστήμη. Λέγονταν πως εάν μια δήλωση ήταν ικανή να επαληθευτεί, αυτό την έκανε επιστημονική, αποκλείοντας έτσι συμπεράσματα βασισμένα σε πιστεύω, απόψεις και προτιμήσεις και ούτω καθεξής. Δηλώσεις όπως ‘’Ο Θεός υπάρχει’’, ‘’προτιμώ καφέ από τσάϊ’’ κτλ ταξινομήθηκαν ως μη-επιστημονικές. Αλλά αυτή η αρχή βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σειρά από προβλήματα, με πιο αξιοσημείωτο το λογικό πρόβλημα της επαγωγής: παρόλο που δοκιμές της επαλήθευσης μπορούσαν να γίνουν σε κάθε υποψήφια υπόθεση, η αξίωση μιας τέτοιας υπόθεσης ήταν πάντα αβέβαιη, αφού κάθε επόμενη παρατήρηση μπορούσε να αντιπαραταθεί σε αυτή. Με άλλα λόγια, η επαλήθευση μπορεί να προσφέρει λίγες εγγυήσεις αφού, λόγω αρχής, η υπόθεση μπορεί να ανατραπεί από την επόμενη παρατήρηση.
Η λύση του Popper ήταν να προτείνει την αρχή της παραποίησης [3]. Ενώ καμμία υπόθεση δεν μπορούσε να επιτύχει την αξίωση της βεβαιότητας, ο Popper πρότεινε ότι οι δοκιμές της παραποίησης μπορούσαν να διακρίνουν τις σχετικές αξίες των υποθέσεων. Η ουσία της επιστημονικής μεθοδολογίας, είπε ο Popper, είναι να παράγει υποθέσεις οι οποίες ανθίστανται στις απόπειρες παραποίησής τους. Η αποτυχία να επαληθευτεί η αντίθετη περίπτωση (δηλαδή η αποτυχία να παραποιηθεί η αρχική υπόθεση), δίνει (αν και προσωρινή) πίστη στην υπόθεση. Η πάντα παρούσα αβεβαιότητα που προκύπτει από το λογικό πρόβλημα και συνδέεται με την επαλήθευση, επιπλέον αντικαθίσταται από την υπόσχεση μιας όλο και πιο αξιόπιστης (αν και ποτέ τελικά σίγουρης) υπόθεσης η οποία αντιστέκεται όλο και περισσότερο σε προσπάθειες παραποίησής της.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της αρχής της παραποίησης στις κοινωνικές επιστήμες είναι οι δοκιμές των στατιστικών υποθέσεων. Οι ερευνητές σχηματίζουν μια άτοπη υπόθεση (για παράδειγμα δεν υπάρχει κανένας στατιστικός συσχετισμός ανάμεσα στην κοινωνική τάξη και τις μορφωτικές επιδόσεις) την οποία στη συνέχεια επιχειρούν να παραποιήσουν. Η παραποίηση της άτοπης υπόθεσης, τους παρέχει τότε την ισχυρότερη δυνατή ένδειξη (αλλά όχι απόδειξη) ότι υπάρχει πραγματικά ένας στατιστικός συσχετισμός ανάμεσα στις δύο μεταβλητές. Παρόλο που η προτεινόμενη λύση του Popper ήταν μια δραματική και περισσότερο πανηγυρική απόπειρα να λυθεί ένα διαρκές πρόβλημα σχετικά με το καθεστώς της επιστημονικής μεθοδολογίας, φάνηκε καθαρά ότι και η επαλήθευση και η παραποίηση έχουν την αδυναμία της κεντρικής υπόθεσης ότι οι παρατηρήσεις είναι ουδέτερες: λίγη σημασία δίνεται στον τρόπο κατά τον οποίο οι παρατηρήσεις συνδέονται με την υπόθεση. Στο κλασσικό παράδειγμα της υπόθεσης ‘’όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι’’ μπορεί λογικά να είναι πιο ελκυστικό να επιχειρηθεί η παραποίησή της παρά η επαλήθευσή της, αλλά και οι δύο προσεγγίσεις δίνουν ανεπαρκή θεώρηση του θέματος τού τί θεωρείται ‘’κύκνος’’ ή ‘’άσπρος’’. Μπορεί ένας κύκνος βυθισμένος σε αιθάλη να θεωρείται πράγματι άσπρος; Οι κεντρικές απόψεις -των εναρμονισμένων στο κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης- θεωριών, σχετικά με τη θέση των παρατηρήσεων και το εφαρμόσιμο αρχών όπως η επαλήθευση ή η παραποίηση εξετάζονται υπό το πρίσμα του κοινωνικού συσχετισμού. Η λευκότητα του κύκνου προκύπτει ως αποτέλεσμα των αντιλήψεων για τη λευκότητα.
Κάποιες απόψεις -βασισμένες στον κοινωνικό χαρακτήρα της παρατήρησης- εμφανίζονται στην πρόταση του Lakatos που σχετίζονται με τη μεθοδολογία επιστημονικών ερευνητικών προγραμμάτων [4]. Εξετάζοντας την επιστημονική μεθοδολογία στο επίπεδο του ‘’ερευνητικού προγράμματος’’, ο Lakatos τονίζει ότι οι υποθέσεις δεν μπορούν ποτέ να εκτιμηθούν απομονωμένα. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα εμπεριέχει μια ομάδα υποθέσεων και μια σειρά κανόνων μεθοδολογίας οι οποίοι προσδιορίζουν ποιοί τρόποι ανάπτυξης να ακολουθηθούν και ποιοί να αποφευχθούν. Οι υποθέσεις είναι από μόνες τους ταξινομημένες ως, είτε να ανήκουν στο ‘’σκληρό πυρήνα’’ είτε στην ‘’προστατευτική ζώνη’’. Τροποποιήσεις των υποθέσεων στην προστατευτική ζώνη, μπορούν να κάνουν το ερευνητικό πρόγραμμα ή ‘’προοδευτικό‘’ ή ‘’εκφυλιζόμενο’’. Σύμφωνα με τις απόψεις του Lakatos, οι κανόνες από μόνοι τους δεν είναι ικανοί να διαχωρίσουν το υπό εξέταση αντικείμενο σε ‘’πρόοδο’’ και ‘’εκφυλισμό’’.
Η προβληματική υπόθεση σχετικά με την ουδετερότητα των παρατηρήσεων κατά την εφαρμογή της αρχής της επαλήθευσης ή της παραποίησης, αντικαθίσταται τώρα από μια προβληματική υπόθεση σχετικά με το ποιά είναι τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά των κανόνων.
Η σύντομη έρευνα των φιλοσόφων για την επιστήμη αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις διαφορετικές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό των κριτηρίων διαχωρισμού. Η αντίθετη άποψη της φιλοσοφικής έρευνας, ισχυρίζεται ότι η επιστήμη δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μη-επιστήμη με βάση καλά προκαθορισμένους κανόνες. Οι κρίσεις σχετικά με το κατά πόσον οι υποθέσεις έχουν επαληθευτεί (ή παραποιηθεί), σε σχέση με το τί συνθέτει τον ‘’πυρήνα’’ ή την ‘’περιφέρεια’’ σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα και το πότε ένα ερευνητικό πρόγραμμα ματαιώνεται ολοσχερώς, είναι το αποτέλεσμα συνθέτων κοινωνικών διαδικασιών που αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Η επιστημονική γνώση δεν προκύπτει από την εφαρμογή καλά προκαθορισμένων κανόνων σε συγκεκριμένες υποθέσεις.
Όπως θα δούμε αργότερα πιο λεπτομερώς, οι κανόνες ερμηνεύονται ως post hoc εκλογικεύσεις της επιστημονικής πρακτικής, παρά σαν ένα σύνολο διαδικασιών που καθορίζουν την επιστημονική δράση. Αυτή η ερμηνεία υποστηρίζει την άποψη, που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Kuhn [5], ότι κάποιες μορφές της ιστορίας της επιστήμης μπορούν να είναι σημαντικά παραπλανητικές. Υπό το πρίσμα της επανεξέτασης / ανασκόπησης, ιστορικά περιστατικά της επιστήμης ξαναγράφονται, έτσι ώστε να συμμορφώνονται με κάποιους καλά προκαθορισμένους κανόνες. Η αναθεώρηση της λειτουργίας των προκαθορισμένων κανόνων γίνεται κάτω από ένα καθεστώς γνώσεων και κρίσεων σχετικά με την ισχύ ή τον ιστορικό ισχυρισμό τους. Το καθεστώς αυτό, διασφαλίζει την ικανοποίηση της επιστημονικής πρακτικής, ελαχιστοποιεί την αβεβαιότητα κάποιων επιστημόνων και τελικά, δίνει την εντύπωση ότι το παρόν καθεστώς γνώσεων και κρίσεων είναι ένα αναπόφευκτο και λογικό συμπέρασμα της ιστορικής προόδου.
Μια λιγότερο σκεπτικιστική άποψη των κανόνων τους θεωρεί όχι ως εντελώς post hoc εκλογικεύσεις αλλά ως μέρος των μεταβλητών που διέπουν / καθορίζουν την επιστημονική δράση. Η επιστημονική γνώση προκύπτει από στοιχεία παρατήρησης σε συνδυασμό με προκαθορισμένους κανόνες (οι παρατηρήσεις ή οι προδιαγραμμένες διαδικασίες από μόνες τους δεν μπορούν να καθορίσουν την τύχη / αποτέλεσμα μιας υπόθεσης). Για παράδειγμα, το ‘’γεγονός’’ της παραποίησης και μόνο, δεν μπορεί να εγγυηθεί την απόρριψη μιας υπόθεσης. Μ’ αυτήν την έννοια γίνεται φανερή η συνακόλουθη επίδραση επιπρόσθετων ‘’κοινωνικών’’ παραγόντων στη θεώρηση της γνώσης.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ - H ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Είδαμε προηγουμένως πως όλες οι προσπάθειες διαχωρισμού της επιστήμης από τη μη-επιστήμη έχουν καταλήξει σε έναν αριθμό κριτηρίων, τα οποία αποδεικνύονται μη ικανοποιητικά. Έχουμε επίσης δεί ότι μια αιτία του προβλήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο η έρευνα για τα κριτήρια διαχωρισμού σχετίζεται με τις προσπάθειες κατανόησης της επιστήμης υπό το πρίσμα της επανεξέτασης / ανασκόπησης. Άλλη σχετική με το πρόβλημα παράμετρος είναι το γεγονός ότι η αντίληψη της επιστήμης, μεταβάλλεται από καιρό σε καιρό. Με άλλα λόγια, ο ορισμός της επιστήμης, διαφοροποιείται αν ληφθούν υπόψη οργανωτικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Σ’ αυτήν την παράγραφο, γίνεται μια αναφορά στις γενικές οργανωτικές αλλαγές που διέπουν την επιστήμη.
Στην δεκαετία του 1960 υπήρξε μια σειρά μελετών για τη στατιστική ανάπτυξη της επιστήμης. Η ανάπτυξη της επιστήμης ήταν ραγδαία. Ο de Solla Prince ήταν ανάμεσα στους πρώτους που επεσήμαναν ότι οι ρυθμοί της επιστημονικής ανάπτυξης ξεπερνούσαν κατά πολύ τους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού και του συνόλου του παραγόμενου Εθνικού Προϊόντος [9]. Σε αυτή την περίοδο της μελέτης της επιστήμης, απόψεις όπως ‘’κάθε άντρας, γυναίκα και κάθε παιδί που γεννιέται θα γίνει επιστήμονας’’ ήταν χαρακτηριστικές για την εποχή (αυτή η παρατήρηση έχει αποδωθεί σε κάποιον ονόματι Boring). Tο γενικό κλίμα που επικρατούσε, φαίνεται από τον καταπληκτικό ισχυρισμό ότι: ‘’οκτώ τοις εκατό όλων των επιστημών που έζησαν ποτέ είναι ζωντανοί σήμερα’’ (πρέπει να σημειωθεί ότι ως συνέπεια / χαρακτηριστικό της ραγδαίας ανάπτυξης η δήλωση αυτή ήταν αληθινή). Ο Prince σωστά τόνισε ότι η επιστήμη δεν μπορούσε πια να συνεχίσει να αναπτύσσεται με τους ίδιους ρυθμούς, ότι είχαμε φτάσει σε κορεσμό.
Με βάση τα παραπάνω, το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη εφαρμόστηκε στην περίπτωση των στατιστικών μετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο στατιστικολόγος αναδρομικά ερμήνευε τις επιμορφωτικές δραστηριότητες ως συγκρίσιμες με το τί ήταν προσφάτως γνωστό στην επιστήμη. Δείγματα ανάπτυξης λήφθηκαν για να κατανοηθεί η ραγδαία αύξηση της επιστημονικής γνώσης, αλλά φυσικά υπήρξε μεγάλο πρόβλημα στο να εξισωθεί η άνοδος της επιστημονικής γνώσης. Το αποτέλεσμα ήταν να αμφισβητηθεί η ικανότητα και το νόημα μιας περαιτέρω έρευνας σχετικά με την ανάλυση της επιστημονικής δραστηριότητας.
Εξετάζοντας την κοινωνική οργάνωση της επιστήμης από τον 17ο αιώνα, είναι προφανές ότι η ‘’επιστήμη’’ έχει υποστεί σημαντικές και ουσιώδεις αλλαγές. Η κοινωνική οργάνωση της επιστήμης μπορεί να διαχωριστεί σε τρείς μεγάλες περιόδους: ερασιτεχνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική [10].
Στην ερασιτεχνική περίοδο (περίπου ανάμεσα στο 1600 και 1800), η επιστήμη εξελίσσονταν έξω από τους χώρους των πανεπιστημίων και τη βιομηχανία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Οι συμμετέχοντες ήταν επαγγελματίες και οικονομικά ανεξάρτητοι άνδρες, των οποίων ο κύριος κοινωνικός ρόλος δεν είχε να κάνει με το ενδιαφέρον τους για την επιστήμη αυτή καθεαυτή. Αυτοί οι ερασιτέχνες σταδιακά ανέπτυξαν μεθόδους επικοινωνίας μεταξύ τους, η ανταλλαγή γραμμάτων άνοιξε σιγά-σιγά το δρόμο για ή συμπληρώθηκε από, την ανάπτυξη των επιστημονικών περιοδικών. Αυτοί που συμμετείχαν σε αυτά τα κοινωνικά δίκτυα των ερασιτεχνών ενδιαφέρονταν για τη ‘’φυσική φιλοσοφία’’ και η εξειδίκευση ήταν σπάνια.
Η ακαδημαϊκή περίοδος (1800-1940), χαρακτηρίστηκε από την ανάγκη για τεχνική εκπαίδευση νέων μελών της επιστημονικής κοινότητας και αποδοτικότερη διαχείριση της επιστημονικής γνώσης. Ως αποτέλεσμα, η επιστημονική εργασία έτεινε να συγκεντρωθεί γύρω από τη βασική έρευνα μέσα στα πανεπιστήμια. Όλο και πιο πολύ, οι επιστημονικές καριέρες οργανώνονταν σύμφωνα με ειδικές οργανωτικές γραμμές, και μέρος των υποχρεώσεων των επιστημόνων ήταν η εκπαίδευση άλλων, νέων μελών. Η επιστημονική ανάπτυξη, διαμορφώθηκε σχεδόν εξ ‘ολοκλήρου από την εσωτερική τάση της επιστημονικής κοινότητας.
Από το 1940, η επιστήμη γίνεται περισσότερο επαγγελματική παρά ακαδημαϊκή, παρόλο που η μη προγραμματισμένη έρευνα γίνεται ακριβή (ειδικά για επενδύσεις κεφαλαίου, τις οποίες μόνο τα κρατικά κονδύλια μπορούσαν να υποστηρίζουν). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αυξανόμενο ενδιαφέρον και την επιρροή μη-επιστημονικών χρηματοδοτών στην πρόοδο της επιστήμης. Από τότε και μετά, η επιστήμη προσαρμόζεται ανάλογα με την αξία / συνεισφορά της στην οικονομική ευημερία και ασφάλεια. Σύμφωνη με αυτήν την αυξανόμενη έμφαση στην εφαρμοσιμότητα και τη χρησιμότητα της επιστήμης είναι και η προσπάθεια άμεσης σύνδεσής της με τα βιομηχανικά συμφέροντα: οι μεγαλύτερες βιομηχανίες απέκτησαν εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης [A-2.1] (*βλέπε τέλος της παρούσας ‘’ΣΥΝΟΨΗ & ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ’’).
Η μεταπολεμική άγνοια της σχέσης μεταξύ της επιστήμης και της ευρύτερης κοινωνίας προκάλεσε το ενδιαφέρον για τη μελέτη των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων.
ΕΣΣΕΝΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ (*)
(*): Nομιναλισμός=φιλοσοφική θεωρία που δέχεται πως οι έννοιες δεν έχουν πραγματική υπόσταση αλλά ονομαστική
Οι προσπάθειες να απαντηθεί το ερώτημα ‘’τί είναι επιστήμη’’ εστιάζονται σε δύο κύριες προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες η επιστήμη είναι μια έννοια μεταβλητή. Όχι μόνο οι φιλόσοφοι έχουν διαφωνήσει σχετικά με τα χαρακτηριστικά τα οποία διαχωρίζουν την επιστήμη από τη μη-επιστήμη (βλέπε κεφάλαιο-1), αλλά και ο χαρακτήρας της επιστήμης έχει αποδειχθεί ότι είναι ιστορικά μεταβλητός (βλέπε κεφάλαιο-2).
Υπάρχουν δύο σημαντικές, διαφορετικές προσεγγίσεις. Από τη μια πλευρά, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτή τη μεταβλητότητα ως αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας της ίδιας της επιστήμης. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δύσκολο να περιγραφεί η πραγματική φύση της επιστήμης ακριβώς γιατί είναι μία τόσο σύνθετη και μεταλλασσόμενη έννοια. Ας το ονομάσουμε αυτό εσσενσιαλιστική θέση. Με βάση αυτήν την άποψη, η επιστήμη είναι μια συναφής οντότητα, παρόλη τη δυσκολία που υπάρχει στην απόδοση του ορισμού και της περιγραφής της. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η προσέγγιση δεν εγκαταλείπει, ούτε τροποποιεί την άποψη ότι –πράγματι- υπάρχει κάτι ‘’εκεί έξω’’ που καλείται επιστήμη. Απλώς και μόνον αναβάλλει την προσπάθεια εύρεσης μιας οριστικής απάντησης. Σε αντίθεση, η νομιναλιστική προσέγγιση θεωρεί ότι η έρευνα για τον καθορισμό της επιστήμης είναι μάταια. Οι προσπάθειες να προσδιοριστούν κριτήρια διαχωρισμού αγνοούν το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της επιστήμης, ότι είναι διαρκώς υποκείμενη σε αναθεώρηση. Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει αυτό που ονομάζεται ‘’επιστήμη’’ ή ‘’επιστημονική μέθοδος’’ αλλά αυτό το οποίο έχει αποδοθεί ποικιλοτρόπως σε διάφορες πρακτικές και συμπεριφορές. Το τί θεωρείται επιστήμη, ποικίλει ανάλογα με τους συγκεκριμένους σκοπούς στους οποίους αφορά. Ενώ η εσσενσιαλιστική προσέγγιση τείνει προς την άποψη ότι οι ορισμοί της επιστήμης είναι -τουλάχιστο εν μέρει- μια αντανάκλαση των χαρακτηριστικών ενός πραγματικού (μεταφυσικού) αντικειμένου που ονομάζεται ‘’επιστήμη’’, η νομιναλιστική άποψη υπονοεί ότι οι ιδιότητες, οι οποίες προτείνονται ως χαρακτηριστικά της επιστήμης αναδύονται από τις καθοριστικές πράξεις των ιδίων των φορέων αυτής (φιλοσόφων, ιστορικών και κοινωνιολόγων).
Όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, αυτή η διάκριση είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλούστατη μεθοδολογική παρατήρηση σχετικά με τις διάφορες προσεγγίσεις στη μελέτη της επιστήμης. Προτείνει ένα βασικό δίλημμα για όλες τις κοινωνικές επιστήμες, το οποίο υιοθετεί μια σχετική προσέγγιση προς το φαινόμενο που μελετά, έως ποιό βαθμό οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά και οι ορισμοί του υπό εξέταση φαινομένου αντανακλούν τις καθοριστικές πράξεις (δημιουργική εργασία) των ανθρώπων που εμπλέκονται, παρά τον ‘’πραγματικό χαρακτήρα’’ του φαινομένου. Βλέπουμε επίσης ότι παρόλο που η πρόσφατη κοινωνική μελέτη της επιστήμης, δείχνει να συμφωνεί με τη νομιναλιστική θέση, παραμένουν αβέβαιες οι συνέπειες της άποψης αυτής για τη δική μας έρευνα. Συχνά συμφωνείται ότι δεν είναι χρήσιμο να προσπαθήσεις καν να απαντήσεις στο ερώτημα τί συμπεριλαμβάνει η επιστήμη, αντίθετα η σπουδαιότητα της ιδέας της ‘’επιστήμης’’ βρίσκεται στη χρήση της ως σημείο αναφοράς για τον χαρακτηρισμό της εργασίας και της στάσης των άλλων. Η τελευταία θεώρηση, ανοίγει το δρόμο για τη μελέτη του πώς ο όρος ‘’επιστήμη’’ αποδίδεται (ή δεν αποδίδεται) σε ποικίλες πρακτικές και ισχυρισμούς. Δυστυχώς όμως, αυτές οι απόψεις συμβιβάζονται με το γεγονός ότι η κοινωνική μελέτη της επιστήμης ερμηνεύει την ‘’επιστήμη’’ ως ένα αντικείμενο για τους δικούς της και μόνο ‘’σκοπούς’’. Η κοινωνική μελέτη της επιστήμης συμπεριλαμβάνει τη νομιναλιστική θέση, αλλά τείνει να ακολουθεί μια δική της πρακτική. Είναι επομένως σημαντικό να εξετασθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια η άποψη αυτή. Στις επόμενες παραγράφους, σκιαγραφείται η επίδραση της εσσενσιαλιστικής θέσης σε δύο περιοχές της μάθησης – την κλασσική κοινωνιολογία της επιστήμης και την κοινωνιολογία της επιστήμης- οι οποίες παρέχουν τις βάσεις για τη σύγχρονη κοινωνική μελέτη της επιστήμης.
ΜΕΡΟΣ-Β
Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, συχνά εξετάζεται υπό το πρίσμα της κοινωνικής του σχετικότητας.
Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον στη γνώση, έχει ακολουθήσει κατά καιρούς ένα παρόμοιο τρόπο σχετικιστικής ανάλυσης. Λέγεται ότι ο Pascal σχολίασε κάποτε, το εξής: ‘’αυτό που φαίνεται ως αλήθεια από τη μία πλευρά των Πυρηναίων είναι λάθος από την άλλη’’.
Οι διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τί μπορεί -ενίοτε- να θεωρείται ως γνώση, μας επιτρέπει να θέτουμε κοινωνιολογικές ερωτήσεις σχετικά με την πηγή, την έκταση και τον τρόπο ύπαρξης των παρατηρούμενων διαφορών. Σύμφωνα με τους συγγραφείς Berger και Luckman, οι κοινωνιολογικές ερωτήσεις διαφέρουν ριζικά από τις ερωτήσεις που έχουν τεθεί κατά καιρούς από τους διάφορους φιλοσόφους [11]. Ενώ οι τελευταίοι ασχολούνται με τον καθορισμό κριτηρίων γνώσης –προσπαθώντας να προσδιορίσουν τί ακριβώς θεωρείται γνώση- οι κοινωνιολογικές ερωτήσεις τείνουν να ενδιαφέρονται λιγότερο για την ιδιότητα της γνώσης αυτής καθεαυτής.
Κοινωνικό Περιεχόμενο -------------------- Ανθρώπινη Σκέψη / Γνώση
Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον στη γνώση (σε αντίθεση με τις οικονομικές, κτλ θεωρήσεις), προκύπτει ως συνέπεια της ανάγκης κατανόησης -υπό το πρίσμα του κοινωνικού περιεχομένου ή κοινωνικών χαρακτηριστικών- (βλέπε διαφορές στο ταξικό υπόβαθρο, τα θρησκευτικά πιστεύω, το κοινωνικό ‘’γίγνεσθαι’’, την κουλτούρα, τη φυλή κτλ) των παρατηρούμενων διαφορών.
Η κοινωνιολογία της γνώσης θεωρεί πως τα είδη της ανθρώπινης σκέψης και γνώσης είναι μεταβλητά, όπως οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές και καλλιτεχνικές ιδέες. Εξαίρεση από τα παραπάνω αποτελεί η επιστήμη. Οι κλασσικοί συγγραφείς της κοινωνιολογίας της γνώσης δεν ασχολήθηκαν σχεδόν καθόλου με την ανάλυση της επιστημονικής γνώσης. Σύμφωνα με τους τελευταίους, η επιστήμη εξαιρείται από την κοινωνιολογική ανάλυση γιατί δεν θεωρείται ότι υπόκειται στα χαρακτηριστικά των μεταβολών των άλλων μορφών της γνώσης. Η επιστήμη υποτίθεται ότι είναι εκείνη η μορφή γνώσης, η οποία, λόγω της ‘’τελειότητας’’ της, παραμένει ανεπηρέαστη από τις αλλαγές στο κοινωνιολογικό περιεχόμενο, κουλτούρα κτλ.
Οι πρόσφατες κοινωνιολογικές μελέτες της επιστήμης προκαλούν ακριβώς αυτή την υπόθεση. Το επιχείρημα που προβάλλουν είναι ότι η διεθνοποίηση των επιστημονικών αληθειών είναι ένας μύθος, ότι η εμφάνιση της διεθνοποίησης είναι το αποτέλεσμα μίας πολύπλοκης κοινωνικής διεργασίας όπου οι μεταβολές στη μορφή και τη νομιμότητα των ισχυρισμών της επιστημονικής γνώσης, σταδιακά εξαλείφονται. Τελικά, η απουσία των επιδράσεων των κοινωνικών αλλαγών στην επιστημονική γνώση, αποτελεί επίτευγμα της επιστήμης.
Η βασική υπόθεση του μοντέλου του Μarx για την κοινωνιολογία της γνώσης, είναι ότι η κοινωνική φύση του ανθρώπου καθορίζει τη σκέψη και τη συνείδηση του [12]. Ο Μarx ερμήνευε τον παράγοντα ‘’κοινωνικό περιεχόμενο’’ με τον όρο ‘’κοινωνική φύση’’= κοινωνική θέση / ισχύς (σχέση ανθρώπου με τα μέσα / συντελεστές παραγωγής).
Σύμφωνα με τον Marx, η ύπαρξη επαναστατικών ιδεών, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης. Η ψευδής συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προϊόν συγκεκριμένων περιστάσεων, όπου μία κοινωνική τάξη υιοθετεί τις σκέψεις / ιδέες που υποστηρίζει μία άλλη. Η εργατική τάξη αποκτά ψευδή συνείδηση όταν υιοθετεί την ιδεολογία των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Παρόλο που ο Marx στη συνέχεια τροποποίησε την αρχική του θέση για τον κοινωνικό καθορισμό των ιδεών (ως αντίδραση στον ιδεαλισμό προηγούμενων συγγραφέων), δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της κοινωνιολογίας της γνώσης. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στις συνθήκες της κοινωνικής αλλαγής. Ειδικότερα, προσπάθησε να διακρίνει τις πηγές της ψευδούς γνώσης, μέσω των οποίων διαιωνίζονταν οι προσπάθειες απόκρυψης του επαναστατικού δυναμικού από την εργατική τάξη.
O Manheim προσπάθησε να μετασχηματίσει την προσέγγιση του Marx σε ένα πιο γενικό μοντέλο για την κοινωνιολογική ανάλυση της γνώσης [13]. Πιο συγκεκριμένα, προσπάθησε να επεκτείνει τους όρους ‘’κοινωνικό περιεχόμενο’’ και ‘’ανθρώπινη σκέψη’’, ώστε να συμπεριλάβει στην ανάλυσή του ένα μεγαλύτερο αριθμό μεταβλητών. To κυρίαρχο ενδιαφέρον του Marx, να συσχετίσει τα υλικά ενδιαφέροντα με την πνευματική συμπεριφορά των τάξεων, δείχνει τον τρόπο συσχέτισης ανάμεσα στα πνευματικά κίνητρα και τον τρόπο σκέψης των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Στη μελέτη του Manheim η κοινωνική θέση, η ψυχολογία της ένταξης σε ομάδες και ο κοινωνικός ρόλος είναι όλα καθοριστικά χαρακτηριστικά της γνώσης.
Επιπλέον, η θεώρηση του Marx της ιδεολογίας ως πηγής διαστροφής (βασιζόμενος στην υπόθεση ότι μόνο οι προλεταριακές τάξεις μπορούν να επιτύχουν την αληθινή γνώση) δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο σκέψης σύμφωνα με το οποίο, όλες οι ιδέες είναι ιδεολογία: η αλήθεια μπορεί να υπάρχει μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης άποψης για τον κόσμο, αυτών που τη συμμερίζονται.
Η κοινωνιολογία της γνώσης του Mannheim ήταν πολύ περισσότερο ριζοσπαστική (επιστημολογικά, εάν όχι πολιτικά) από ότι αυτή του Marx. Πιο συγκεκριμένα, δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο κοινωνιολογικής ανάλυσης γνωσιακών συστημάτων που θεωρούνται αξιόπιστοι παραγωγοί της αλήθειας. Αλλά παρόλα τα επιχειρήματα κατά της μερικής θεώρησης της κοινωνιολογίας της γνώσης, ο Mannheim δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ένα ενιαίο μοντέλο-πλαίσιο σκέψης για την κατανόηση της επιστήμης και των μαθηματικών.
Ο Durkheim, o τελευταίος της σχολής της κοινωνιολογίας της γνώσης, παρουσίασε ένα ανθρωπολογικό πλαίσιο για τη μελέτη της επιστήμης, επέκτεινε την ανάλυσή του παρουσιάζοντας τις ‘’ανθρωπολογικές’’ πτυχές της ανθρώπινης σκέψης όπως οι αξίες , τα ήθη, οι θρησκευτικές ιδέες κτλ. Όπως η ιδέα της κοινωνίας, τα είδη της γνώσης είναι επίσης, τμήμα της συλλογικής συνείδησης. Δεν μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα από την κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου. Έτσι, τα είδη της γνώσης και τα πιστεύω που υιοθετούνται από τον άνθρωπο, εξαρτώνται από τη μορφή της κοινωνίας που τα παράγει και τα υποστηρίζει. Για παράδειγμα, η θρησκεία είναι ένα ‘’σύστημα πιστεύω’’, στα πλαίσια του οποίου, οι άνθρωποι οργανώνουν τις ζωές τους και διαχωρίζουν τον κόσμο τους σε κατηγορίες (βλέπε το διαχωρισμό μεταξύ ‘’άγιων’’ και ‘’αμαρτωλών’’). Ταυτόχρονα, η θρησκεία είναι ένα ΄΄κοινωνικό γεγονός’’ το οποίο λειτουργεί ως πηγή περιορισμών πάνω στην κοινωνική δραστηριότητα και συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τον Durkheim, υπάρχει ένας ισομορφισμός (ή καλύτερα παραλληλισμός) ανάμεσα στον κοινωνικό και το φυσικό κόσμο. Η κατανόησή μας της γνώσης του φυσικού κόσμου είναι μία αντανάκλαση της δομής του κοινωνικού κόσμου (οργάνωση των κοινωνικών θεσμών).
Το υπερβολικό ενδιαφέρον του Durkheim για την εξέλιξη των κοινωνιών τον οδήγησε τελικά να θεωρήσει την επιστήμη ως γνώση διαφορετικού κύρους από όλα τα υπόλοιπα είδη. Η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία, όχι απλά ως αποτέλεσμα βασικών αλλαγών στις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης, αλλά ως συνέπεια μιας επαναστατικής προόδου, η οποία επέδρασε αρνητικά στους δεσμούς ανάμεσα στην κοινωνική οργάνωση και την πνευματική δραστηριότητα. Για τον Durkheim, η επιστήμη είναι μια σημαντική μορφή γνώσης, η οποία σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, διαφεύγει από το κοινωνικό της περιεχόμενο.
Βλέπουμε ότι ο Durkheim, όπως ο Marx και ο Mannheim, εξαίρεσαν την επιστήμη από την κοινωνιολογία της γνώσης στη βάση του ότι η επιστήμη είναι μία ειδική περίπτωση [15].
Το συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι όντως υπάρχει κάτι συγκεκριμένο στην επιστήμη το οποίο, τη διαχωρίζει από τα άλλα είδη της γνώσης. Οι συγγραφείς υποθέτουν τον ειδικό χαρακτήρα της επιστήμης χωρίς να καθορίζουν τί μπορεί να είναι αυτό. Στην έκταση που οι συγκεκριμένοι συγγραφείς συνεχίζουν να ασκούν σημαντική επιρροή στις μέρες μας, αυτή η παραδοσιακή θέση αποτελεί πρόκληση για την νέα κοινωνική μελέτη της επιστήμης.
H KOINΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Ταυτόχρονα, η νέα κοινωνική μελέτη της επιστήμης, έρχεται αντιμέτωπη με τη σχολή της κοινωνιολογίας της επιστήμης, η οποία έχει επίσης υιοθετήσει μία εσσενσιαλιστική θέση απέναντι στο χαρακτήρα της επιστήμης.
Η πρόσφατη ιστορική θεώρηση της επιστήμης ως κοινωνικού θεσμού διαφέρει αρκετά από τις μέχρι τώρα θεωρήσεις. Σύμφωνα με αυτή, η επιστήμη έγινε ‘’πιο κοινωνική’’: η μεγαλύτερη εξειδίκευση και διαφοροποίηση προϋποθέτει αυξημένη κοινωνική οργάνωση και έλεγχο. Το μεγαλύτερο μέρος των εφαρμογών της επιστήμης είναι εντάσεως κεφαλαίου – οι τεράστιες επενδύσεις σε εξοπλισμό και οι εξειδικευμένες τεχνικές έχουν ενθαρρύνει την ομαδική εργασία. Το μοντέλο του ‘’απομονωμένου επιστήμονα’’, έχει αντικατασταθεί από ένα πολύπλοκο κοινωνικό πλέγμα, που ενέχει μία σειρά από διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και πιέσεις. Ο επιστήμονας σήμερα ανήκει πλέον σε μία καλά ορισμένη κοινωνική ομάδα. Οι σχέσεις των επιστημόνων μεταξύ τους, καθορίζονται στη βάση της θεώρησης του τί μετράει ως ‘’επιστημονικό’’. Έτσι για παράδειγμα, όταν η εκπαίδευση θεωρείται ως η πρώτη και κύρια / σημαντική βαθμίδα της επιστήμης, συναντάμε μία σειρά από κοινωνικούς ρόλους και σχέσεις κύρους που συνδέονται με το ‘’διδάσκειν’’ και το ‘’διδάσκεσθαι’’.
Το φαινόμενο της ‘’κοινωνικά απομονωμένης’’ επιστήμης, αρχίζει να εξαλείφεται όσο η επιστήμη προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο στη ζήτηση της βιομηχανίας και του κράτους. Έτσι, φαίνεται πως σήμερα υπάρχει μία πιο [16] άμεση κοινωνική επιρροή: ο ατομικός επιστήμονας αποτελεί μέρος ενός θεσμικού κοινωνικού συστήματος .
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε, παρόλα αυτά, ότι αυτή η ερμηνεία των αλλαγών της επιστήμης εμπεριέχει μία περιορισμένη και συγκεκριμένη κοινωνική έννοια. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του όρου ‘’κοινωνικός’’ τείνει να δίνει έμφαση στις επιρροές οι οποίες βρίσκονται στο εξωτερικό περιβάλλον της πνευματικής δραστηριότητας του επιστήμονα. Αυτό είναι συνεπές με τη θέση των εσσενσιαλιστών: ο πραγματικός χαρακτήρας της επιστήμης -συγκεκριμένα, οι εσωτερικές λεπτομέρειες του περιεχομένου της επιστημονικής γνώσης- αντιμετωπίζονται ως κάτι ανεξάρτητο και χωριστό. Ως αντεπιχείρημα αυτού, μπορεί να ειπωθεί ότι οι ενέργειες που σχετίζονται με τη συλλογή στοιχείων, την ερμηνεία, την απόδειξη κτλ, είναι πάντα ‘’κοινωνικές’’ με την περισσότερο φαινομενολογική έννοια του όρου.
Δυστυχώς, αυτή η φαινομενολογική προοπτική αμελήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, προς χάρη της προσοχής στη θεσμική / δομική έννοια με βάση την οποία, η επιστημονική δράση είναι κοινωνική. Έτσι, στα χέρια της κοινωνιολογίας της επιστήμης, ειδικά όπως αυτή αναπτύχθηκε από τους οπαδούς του Robert Merton, το κεντρικό ενδιαφέρον ήταν ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε η επιστήμη ως ένας ταχύτατα αναπτυσσόμενος θεσμός [17]. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στη φύση των σχέσεων ανάμεσα στους παραγωγούς της γνώσης: τους κοινωνικούς τους ρόλους, τη φύση του συστήματος ανταμοιβών, τον ανταγωνισμό και ειδικά, στο σύστημα των κανόνων που οδήγησαν τις πράξεις των επιστημόνων. Όπως διαπιστώνεται σήμερα, μεγάλο βάρος δόθηκε στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των επιστημόνων, σε σχέση με την ανάλυση των τρόπων με τους οποίους αναπτύχθηκαν και εδραιώθηκαν τα διαφορετικά είδη της επιστημονικής γνώσης [18].
Έτσι, η κοινωνιολογία της επιστήμης υιοθέτησε μία εσσενσιαλιστική γραμμή, με το να υποθέτει ότι ο πραγματικός χαρακτήρας της επιστήμης είναι πέρα από τα όρια της διερεύνησης της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Είδαμε, ότι οι τρέχουσες αντιλήψεις της επιστήμης και οι προσπάθειες της κοινωνικής της ανάλυσης, έρχονται αντιμέτωπες με μια πληθώρα ιστορικών, φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών απόψεων. Οι βασικές υποθέσεις των θεωρήσεων αυτών, παρέχουν ένα έναυσμα και μία σειρά περιορισμών πάνω στην κατανόηση της επιστήμης. Εν περιλήψει, οι κύριοι περιορισμοί είναι:
η κυρίαρχη ιδέα, ότι η επιστήμη είναι κάτι ιδιαίτερο και διακριτό από τις άλλες μορφές κουλτούρας και κοινωνικής δραστηριότητας, παρά τις σημαντικές διαφωνίες των φιλοσόφων ως προς τη διευκρίνιση των κριτηρίων διαχωρισμού. Πολλοί αναλυτές συνεχίζουν να ενστερνίζονται την άποψη για τα όρια τα οποία διαχωρίζουν την επιστήμη από την μη επιστήμη.
η εμμονή σε ότι ορίζεται ως ‘’εκλαμβανόμενη’’ αντίληψη της επιστήμης. Αυτή η αντίληψη, εμπεριέχει την υπόθεση ότι τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου είναι πραγματικά, αντικειμενικά και ανεξάρτητα. Οι κοινωνικές ρίζες της επιστημονικής γνώσης δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενό της. Η επιστημονική γνώση, στα πλαίσια αυτής της άποψης, δεν υπόκειται σε κοινωνιολογική ανάλυση: η επιστημονική γνώση καθορίζεται από την πραγματική κατάσταση του φυσικού κόσμου.
η συνεχιζόμενη αντίληψη για τη γνώση, ως μία ατομικιστική πνευματική δραστηριότητα (επιτεύγματα των ‘’σπουδαίων ανδρών’’). Είναι αξιοσημείωτο, για παράδειγμα, ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν –σχεδόν- αποτύχει στο σύνολό τους να ασχοληθούν με τα σχετικιστικά θέματα της πρόσφατης κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης. Αντίθετα, όλες οι ειδήσεις σχετικά με την πρόοδο της επιστήμης συνεχίζουν να δίδουν έμφαση στο ‘’ηρωικό ‘’ κατόρθωμα του ενός ατόμου.
Πέρα και πάνω από την ερώτηση του κατά πόσο η επιστήμη διαφέρει από τη μη-επιστήμη, όλες οι θεωρήσεις μοιράζονται την άποψη της επιστήμης ως μίας συγκεκριμένης, αναγνωρίσιμης δραστηριότητας.
Παρόλα αυτά, η νομιναλιστική αντίδραση στο πρόβλημα του διαχωρισμού απαιτεί να ψάξουμε λίγο βαθύτερα. Πιο συγκεκριμένα, προτείνει να θεωρήσουμε με πιο κριτικό ‘’μάτι’’ την ιδέα ‘’της διερεύνησης ενός αντικειμένου’’ από ότι η παραδοσιακή κοινωνιολογία της γνώσης. Μερικές προσεγγίσεις στη μελέτη της επιστήμης -όπως η ‘’νέα’’ κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης- φαίνεται να το έχουν επιτύχει σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Αλλά χρειάζονται επειγόντως να δημιουργήσουν μία νέα αντίληψη πραγμάτων, αφού απελευθερωθούν από τους περιορισμούς του παρελθόντος.
ΣΥΝΟΨΗ & ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Είδαμε πως υπάρχουν πολυάριθμες εκδοχές για το τί θεωρείται επιστήμη και τί είναι επιστημονικό.
Ακολουθεί μία σύντομη αναφορά στις απόψεις που παρουσιάστηκαν για να προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας:
το ερώτημα σχετικά με τη φύση της επιστήμης έχει να κάνει με τα κριτήρια διαχωρισμού (καθορισμός κριτηρίων γνώσης) : τί είναι αυτό που διαχωρίζει την επιστήμη από τα άλλα είδη γνώσης; (φιλοσοφική άποψη),
ο ορισμός της επιστήμης διαφοροποιείται αν ληφθούν υπόψη οργανωτικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Ο χαρακτήρας της επιστήμης έχει αποδειχθεί ότι είναι ιστορικά μεταβλητός (ιστορική άποψη),
είναι δύσκολο να περιγραφεί η πραγματική φύση της επιστήμης ακριβώς, γιατί είναι μία σύνθετη και μεταλλασσόμενη έννοια. Η μεταβλητότητα της επιστήμης οφείλεται στην πολυπλοκότητά της (εσσενσιαλιστική προσέγγιση),
οι ιδιότητες οι οποίες προτείνονται ως χαρακτηριστικά της επιστήμης, αναδύονται από τις καθοριστκές πράξεις των ιδίων των φορέων αυτής παρά τον ‘’πραγματικό χαρακτήρα’’ του φαινομένου (νομιναλιστική προσέγγιση),
το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον στη γνώση προκύπτει ως συνέπεια της ανάγκης κατανόησης των καθοριστικών χαρακτηριστικών της γνώσης (δημιουργία ενός ενιαίου μοντέλου-πλαισίου σκέψης για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς), υπό το πρίσμα του κοινωνικού περιεχομένου ή των κοινωνικών χαρακτηριστικών, (κλασσική κοινωνιολογία και κοινωνιολογία της γνώσης).
Πριν να προχωρήσουμε σε παραπέρα ανάλυση, βρίσκουμε σκόπιμο να παραθέσουμε μερικές απόψεις ακόμα.
Α. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης -η επιστήμη υπό το πρίσμα του κοινωνικού συσχετισμού
1. Ο Einstein είχε κάποτε πεί ότι το ‘’πιο ακατανόητο πράγμα είναι ότι ο κόσμος είναι κατανοητός!’’, εκφράζοντας το θαυμασμό του για την ακρίβεια με την οποία ερμηνεύονται τα φυσικά φαινόμενα απ’ τα Μαθηματικά και τη Φυσική θεωρία.
Στην πραγματικότητα τα Θεωρητικά Μαθηματικά, αν και δημιουργούνται και εξελίσσονται ανεξάρτητα από τη φυσική ερμηνεία, καταφέρνουν να εξηγούν, να προβλέπουν και να περιγράφουν τη Φύση κατά τον καλύτερο τρόπο (απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης του φυσικού κόσμου που μας δίνουν οι αισθήσεις -όραση, αφή- μέσω μιας ιδεατής μαθηματικής περιγραφής). Θα παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα όπου η χρήση θεωρημάτων θεωρητικών Μαθηματικών εξηγεί ή περιγράφει συγκεκριμένες φυσικές καταστάσεις. Ο κατάλογος παρόμοιων παραδειγμάτων είναι ανεξάντλητος και θα μπορούσε να συμπεριλάβει πολλές ακόμα περιπτώσεις (π.χ. εξέλιξη του DNA, οι στροβιλώδεις ροές, η φυλλοταξία των φυτών, επίπεδα ενέργειας ατόμων και ακολουθίες, η μουσική και αναδρομικές συναρτήσεις κτλ). Ένας από τους κλάδους των Θεωρητικών Μαθηματικών, η Θεωρία Ομάδων και Μετασχηματισμών, χρησιμεύει για την ερμηνεία ενός ευρέος φάσματος μεταβολών που μπορούν να συμβούν σε ένα σώμα όταν αυτό παραμορφώνεται, υφίσταται μια φυσική μεταβολή κτλ.
2. Ο Dirac (1939) παρατήρησε κάποτε τα εξής:
‘’Ο μαθηματικός κατασκευάζει ο ίδιος τους κανόνες του παιχνιδιού που παίζει. Ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου, είναι φανερό ότι οι κανόνες που ο μαθηματικός θεωρεί ενδιαφέροντες είναι αυτοί που έχει επιλέξει η ίδια η Φύση’’.
Ας σταθούμε στις φράσεις-κλειδιά: ‘’οι κανόνες που ο μαθηματικός θεωρεί ενδιαφέροντες’’ (Dirac), ‘’η επιστήμη εξελίσσεται ανεξάρτητα από τη φυσική ερμηνεία’’ (Einstein).
Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν μια ‘’επιλεκτική’’ στάση στη μελέτη της επιστήμης και την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Αυτή η ‘’επιλεκτική’’ στάση βρίσκεται σε άμεση αντιστοιχία με το περιεχόμενο του πολιτισμού και τις εν γένει ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις. Η ανάπτυξη των διάφορων κλάδων της γνώσης εξαρτάται κάθε φορά από τα ‘’κοινωνικά χαρακτηριστικά’’ (αποτέλεσμα σύνθετων κοινωνικών διαδικασιών που αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον).
Είναι γνωστό ότι στην Αρχαία Ελλάδα γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν οι επιστήμες, πολλές δε από αυτές αναπτύχθηκαν με τη σημερινή τους έννοια απαλλαγμένες από προλήψεις, θρησκευτικές δεσμεύσεις κτλ. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στη σκέψη και για το λόγο αυτό η ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων της γνώσης ήταν ευρύτερη. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι μελετώντας τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, χωρίς δεσμεύσεις κατόρθωσαν να φθάσουν σε ακριβέστατα συμπεράσματα και να μαντέψουν τις μεγαλύτερες επιστημονικές αλήθειες, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν πολλούς αιώνες αργότερα.
Σε μια κοινωνία της ολοκληρωτικής αξιοποίησης όπως η σημερινή (βλέπε [Α-2.1]), οι πνευματικές δυνάμεις κρίνονται και αναπτύσσονται ανάλογα με το βαθμό της οικονομικής-κοινωνικής τους χρησιμότητας (κάτω από αυτές τις ‘’κοινωνικές’’ συνθήκες, η ανάπτυξη της οικονομίας αποτελεί στόχο προτεραιότητας).
Β. Το ‘’ανθρωπολογικό’’ πλαίσιο για τη μελέτη της επιστήμης
Το δεύτερο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι το ανθρωπολογικό πλαίσιο για τη μελέτη της επιστήμης (Durkheim).
Σύμφωνα με τον Durkheim, οι ‘’ανθρωπολογικές’’ πτυχές της ανθρώπινης σκέψης (αξίες, ήθη, θρησκευτικές ιδέες κτλ) είναι:
α) τμήμα της συλλογικής συνείδησης (κοινωνικά γεγονότα) και
β) λειτουργούν ως πηγή περιορισμών πάνω στην κοινωνική δραστηριότητα και συμπεριφορά (και άρα στην παραγωγή της γνώσης).
Παρόλο που ο Durkheim αναθεώρησε τις αρχικές του απόψεις σχετικά με την επιστήμη (ειδική περίπτωση γνώσης), απόψεις όπως ‘’η ηθική πρέπει να αποτελεί τον εσωτερικότερο πυρήνα της επιστήμης’’ ή ‘’η επιστήμη για τον άνθρωπο’’ που ακούγονται συχνά στις μέρες μας, υποδηλώνουν σαφώς τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και επιστήμης -μια σχέση αλληλεπίδρασης- η οποία πρέπει να διέπεται από κανόνες ηθικής (ανθρωπολογικό πλαίσιο): προαγωγή της επιστήμης σημαίνει προαγωγή του ανθρώπου (επικουρία στην αντιμετώπιση των αναγκών του).
Με βάση τα παραπάνω, βλέπουμε πώς οι ‘’ανθρωπολογικές’’ πτυχές της ανθρώπινης σκέψης επηρεάζουν τα διάφορα συστήματα παραγωγής γνώσης και δρούν καταλυτικά στην παραγωγή, τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της (μέρος των μεταβλητών που διέπουν / καθορίζουν την επιστημονική δράση).
Tελικά, οι σχέσεις που καθορίζουν το πλέγμα ‘’κοινωνία-γνώση-επιστήμη’’ είναι σχέσεις αλληλεπίδρασης: η επιστήμη είναι δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προαγωγή της γνώσης και η γνώση με τη σειρά της αποτελεί την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής ανανέωσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Υπάρχει ένας ισομορφισμός (ή καλύτερα παραλληλισμός) ανάμεσα στον κοινωνικό και το φυσικό κόσμο. Η κατανόησή μας της γνώσης του φυσικού κόσμου είναι μία αντανάκλαση της δομής του κοινωνικού κόσμου (βλέπε Durkheim και επίσης Lakatos-Α Μέρος, πρώτο κεφάλαιο: ο κοινωνικός χαρακτήρας της παρατήρησης).
Πίσω στη σελίδα του μαθήματος