Ανακτήθηκε από Educational TV Blog
Περιβάλλοντα κοινωνικής δικτύωσης – Κοινωνικά Δίκτυα
Σήμερα η ανθρώπινη επαφή, η επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο, η ανάγκη για συμμετοχικότητα, η αίσθηση της κοινωνικής αναγνώρισης έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την ανάπτυξη του Διαδικτύου. Το Διαδίκτυο έχει εξελιχθεί από απλό μέσο δημοσίευσης πληροφοριών σε μέσο κοινωνικής διαδραστικότητας και συμμετοχής. Η κοινωνική δικτύωση είναι μια νέα τάση στο Διαδίκτυο. Η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων (social networks) στηρίζεται στις θεωρίες των κοινοτήτων πρακτικής (ΚΠ). Στα περιβάλλοντα για υποστήριξη κοινωνικών δικτύων όπως τα Friendster, CyWorld, MySpace, Facebook, Hi5, Ning, οι χρήστες παρουσιάζουν τους εαυτούς τους, τα ενδιαφέροντά τους, τους φίλους τους, εκφράζονται ελεύθερα, δημιουργούν και διατηρούν διαδικτυακές επαφές με αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Στους ιστοχώρους της κοινωνικής δικτύωσης μοιράζονται ακόμα φωτογραφίες και βίντεο, δημοσιεύουν και ανταλλάσουν τη μουσική τους, δέχονται σχόλια από φίλους και επισκέπτες, ανταλλάσσουν σκέψεις και πληροφορίες σχετικά με τα ενδιαφέροντά τους, συνδέονται ...
με τις ιστοσελίδες άλλων χρηστών και παίζουν μαζί παιχνίδια. Οι χρήστες μπορεί να γράφονται σε πολλά κοινωνικά δίκτυα αλλά τελικά χρησιμοποιούν εκείνα τα οποία προσφέρουν ελκυστικότητα, λειτουργικότητα και πλήθος εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης (social objects).
Οι Lave και Wenger το 1998 στο έργο τους Κοινότητες Πρακτικής (ΚΠ, Communities of Practice) ορίζουν την κοινότητα πρακτικής ως μία οργανική κοινότητα ατόμων, που την ενώνουν κοινοί στόχοι, κοινά ενδιαφέροντα και πρακτικές. Με τη συμμετοχή σε μία κοινότητα πρακτικής, επιτυγχάνεται η επικοινωνία, η κοινωνικοποίηση, η διαμόρφωση της ταυτότητας καθώς και η μάθηση. Τονίζουν ακόμα ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να ενταχθούν σε μια τέτοια κοινότητα για λόγους κοινωνικής αποδοχής, αυτοεκτίμησης, διεύρυνσης των ενδιαφερόντων τους, αλλά ο κύριος στόχος είναι η συμμετοχή για μάθηση και γνώση.
Οι Διαδικτυακές Κοινότητες Πρακτικής (ΔΚΠ) δημιουργούνται από χρήστες που μοιράζονται ένα κοινό ενδιαφέρον και χρησιμοποιούν το διαδίκτυο αντί για τη δια ζώσης επικοινωνία, η οποία για ποικίλους λόγους είναι δύσκολη ή αδύνατη. Ο Rheingold (1993) χρησιμοποίησε τον όρο “εικονικές κοινότητες” για να αναφερθεί στις διαδικτυακές κοινότητες δηλαδή σε ομάδες ανθρώπων που συμμετέχουν σε δημόσιες συζητήσεις για εύλογο χρονικό διάστημα και που αναπτύσσουν σταδιακά συναισθηματικούς δεσμούς, διαμορφώνοντας έτσι δίκτυα “ανθρώπινων σχέσεων”. Κατά τον Dillembourg (1999) όταν μια ομάδα αλληλεπιδρά με τη χρήση ενός μέσου, σταδιακά συνιστά κοινότητα. Εφόσον η ομάδα χρησιμοποιεί ηλεκτρονική επικοινωνία, η αίσθηση της κοινότητας δεν ξεπηδά αυτόματα. Χρειάζεται χρόνος, απαιτείται αλληλεπίδραση κι ακόμα διαμοιρασμός στόχων. Δεδομένου ότι η ύπαρξη των διαδικτυακών κοινοτήτων στις μέρες μας επεκτείνεται, αυξάνεται η αναγκαιότητα της διερεύνησης των μεθόδων με τις οποίες αυτές είναι δυνατόν να υποστηρίξουν τη μάθηση. Ένα μέρος της εξέλιξης των ΚΠ αποτελούν τα κοινωνικά δίκτυα και οι κοινότητες μάθησης.
Κοινότητες Μάθησης
Κοινότητα μάθησης μπορεί να θεωρηθεί μια μικρή και ευέλικτη ομάδα, η οποία παρέχει πλούσια αλληλεπίδραση, ανταλλαγή και διαπραγμάτευση ιδεών, συγκρούσεις και ζυμώσεις μεταξύ των μελών της, τα οποία ενδιαφέρονται και ενθαρρύνουν ο ένας την επίδοση του άλλου. Οι αλληλεπιδράσεις των μελών μιας κοινότητας μάθησης είναι διαδικασίες διαρκώς εξελισσόμενες και μη στατικές, ούτως ώστε να προσδίδουν στην ομάδα μια δυναμική διάσταση. Η συνεργατική μάθηση (collaborative learning) δεν είναι μόνο μια παιδαγωγική μέθοδος ή μια ψυχολογική διαδικασία αλλά μια σύνθεση των δυο (Dillenbourg, 1999, Lambropoulos et al, 2008) και επιτυγχάνεται όταν τα μέλη της κοινότητας εργάζονται και σκέφτονται μαζί πάνω στο ίδιο έργο με μια διαδικασία επίλυσης προβλημάτων που βασίζεται στο διάλογο και προάγει σημαντικά τη μαθησιακή διαδικασία λόγω της εμφάνισης εκτάκτων και ειδικών μηχανισμών που δεν εμφανίζονται στην εξατομικευμένη μάθηση. Λειτουργώντας μέσα σε ομάδες, τα μέλη μπορούν να ξεπεράσουν τα ατομικά τους όρια και να αναπτύξουν συλλογικές μορφές σκέψης και δράσης.
Το Περιβάλλον Κοινωνικής Δικτύωσης Facebook
Το Facebook (facebook, στο λογότυπό του αναφέρεται με μικρό f) είναι ένα περιβάλλον κοινωνικής δικτύωσης που ξεκίνησε στις 4/2/2004 από τον Mark Zuckerberg, φοιτητή του πανεπιστημίου του Harvard. Κατά τον ιδρυτή του, στόχος του είναι να δώσει τη δύναμη στους χρήστες του να μοιραστούν κοινές εμπειρίες και έναν κόσμο ανοιχτό και συνδεδεμένο. Σήμερα έχει πάνω από 500 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες παγκοσμίως που το χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν πληροφορίες με τα πρόσωπα που τους ενδιαφέρουν περισσότερο σε δίκτυα που σχετίζονται μέσω πανεπιστημίων, θέσεων απασχόλησης ή γεωγραφικών περιοχών. Ο τυπικός χρήστης αφιερώνει ένα μέσο χρόνο 20 λεπτών την ημέρα και τα 2/3 των χρηστών του, επισκέπτονται την πλατφόρμα τουλάχιστον μια φορά ημερήσια (Ellison et. al., 2007). Οι χρήστες μπορούν να επικοινωνούν με τις επαφές τους μέσω μηνυμάτων ή διαφόρων κοινωνικών εφαρμογών (συμμετοχή σε ομάδες με κάποιο κοινό στόχο, forum συζητήσεων, τοπικές και διεθνείς ομάδες διαμαρτυρίας), πληθώρας εφαρμογών ψυχαγωγίας, να ανεβάζουν φωτογραφίες -πάνω από 14 εκατομμύρια καθημερινά- βίντεο, παρουσιάσεις.
Η παρουσίαση και προώθηση του προσωπικού προφίλ, καθώς και η επιθυμία συμμετοχής σε μια κοινότητα είναι τα βασικά κίνητρα για την επίσκεψη αυτών των ιστοχώρων, οι οποίοι είναι πολύ δημοφιλείς στους εφήβους. Στα περιβάλλοντα για υποστήριξη κοινωνικών δικτύων, απαιτείται η προσοχή των μαθητών από την αυτοέκθεση και τη δημοσιοποίηση της ιδιωτικότητάς τους.
Παιδαγωγική αξιοποίηση κοινωνικών δικτύων
Κάνοντας εγγραφή σε ένα περιβάλλον που υποστηρίζει τα κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook ή το Ning , απαιτείται η κατασκευή του προφίλ του χρήστη με στόχο την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών του δικτύου σε forum συζητήσεων, στις εφαρμογές, που περιέχει και τη δημιουργία ή συν-δημιουργία βάσεων δεδομένων με εργαλεία όπως τα ιστολόγια (blogs) ή τα wikis ως χώρους οικοδόμησης γνώσης. Μέσα από το προφίλ των μελών του δικτύου, τις κοινωνικές εφαρμογές του περιβάλλοντος και την αλληλεπίδραση μέσα από τις συζητήσεις αναπτύσσεται σταδιακά η οικειότητα μεταξύ των μελών και η δυναμική της ομάδας. Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να αναπτυχθεί η συνεργατική μάθηση και η συν-δημιουργία.
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές (Cropley, 2006; Florida, 2002; Murakami, 2000), ζούμε στην εποχή της δημιουργικότητας (creative era), η οποία αναγνωρίζεται σαν βασικός παράγοντας όχι μόνο για την οικονομική ανάπτυξη αλλά και για την ίδια την επιβίωση κρατών και οργανισμών. Πολλοί ερευνητές (Simonton, 2000, Kampylis et al., 2006, Lambropoulos et.al., 2008) πιστεύουν ότι η επιστημονική έρευνα για τη δημιουργικότητα πρέπει να δώσει πρακτικές εφαρμογές και προγράμματα για όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης ώστε να καλύψει την απαίτηση των καιρών για μια δημιουργική εκπαίδευση. Η μάθηση και η δημιουργικότητα βασίζονται σε γνωσιακές διαδικασίες αλλά ταυτόχρονα είναι από τη φύση τους κοινωνικά φαινόμενα (Candy & Edmonds, 1999). Η μελέτη της συνεργατικής δημιουργικότητας (συν-δημιουργικότητας, co-creativity) μέσα από ολιστικά και ενοποιητικά μοντέλα γίνεται επιτακτική στην εκπαίδευση, όπου ομάδες ανθρώπων με διαφορετικές ειδικότητες είναι αναγκαίο να συνεργαστούν για τη παραγωγή ενός “προϊόντος” που δεν μπορεί να παραχθεί από ένα μόνο άτομο.
Μελέτη περίπτωσης Facebook: το κοινωνικό δίκτυο Hellenes Educators
Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί αποτελούν μια ΚΠ. Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί κλήθηκαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να συμμετέχουν στο κοινωνικό δίκτυο Hellenes Educators . Πρωταρχική σημασία δόθηκε στην ανάπτυξη ενθουσιασμού, χαράς, ενσυναίσθησης και εμπιστοσύνης μέσω του προφίλ τους. Ο Schuster (1995) επισημαίνει ότι “η χαρά” συνδέεται με τις ενδορφίνες και εγκεφαλίνες ορμόνες, σημαντικά στοιχεία στη μάθηση. Ο Goleman στην “Κοινωνική νοημοσύνη” επισημαίνει ότι “ο εγκέφαλός μας είναι κοινωνικός, εμείς οι άνθρωποι έχουμε σχεδιαστεί για κοινωνικότητα, βρισκόμαστε διαρκώς απασχολημένοι σε έναν ‘νευρωνικό χορό’ που συνδέει τον δικό μας εγκέφαλο με τον εγκέφαλο των άλλων γύρω μας, είμαστε ικανοί για ενσυναίσθηση, συνεργασία και αλτρουισμό, αρκεί να αναπτύξουμε την κοινωνική μας νοημοσύνη και να καλλιεργήσουμε αυτές τις ιδιότητες”. Η ενσυναίσθηση και η εμπιστοσύνη μεταξύ των εκπαιδευτικών και μεταξύ εκπαιδευτικών-διαχειριστών αναπτύσσεται με την υποδειγματική κατασκευή του προφίλ των διαχειριστών (Lambropoulos, 2008). Οι Huber (1990), Olson and Lucas (1992), επιμένουν στη διατήρηση της δομής των συνηθισμένων εργασιακών περιβαλλόντων (Crook, 1994:191) δεδομένου ότι αποτελούν πλούσια αλλά άτυπα πρότυπα καθημερινής επικοινωνίας. Η “μεταφορά” (spatial metaphor) της ΚΠ σε συνηθισμένο εργασιακό περιβάλλον έγινε με την ύπαρξη ρόλων σχετικών με τη ναυσιπλοΐα: Καπετάνιοι, Λοστρόμοι, Καντινιέρης, Ναυαγοσώστρια ώστε να “σπάσει ο πάγος” μεταξύ αγνώστων. Η χαρά της ανακάλυψης ήταν δεδομένη καθώς οι περισσότεροι πήραν μέρος στο Facebook για πρώτη φορά με τη συμμετοχή τους στο γκρουπ Hellenes Educators. Το περιβάλλον του Facebook έδωσε τη δυνατότητα για να αναπτυχθεί η οικειότητα μεταξύ των μελών του δικτύου μέσα από το προφίλ τους και τις κοινωνικές εφαρμογές του και η αλληλεπίδραση μέσα από τις συζητήσεις.
Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να αναπτυχθεί η συνεργατική μάθηση και η συν-δημιουργία. Ο κοινός στόχος ήταν η συνεργασία εκπαιδευτικών που είναι ευαισθητοποιημένοι στις νέες τεχνολογίες και η ανταλλαγή απόψεων για την αξιοποίηση των πολυμέσων στη διδακτική πράξη. Ο κοινός χώρος οικοδόμησης γνώσης ήταν το Wiki “Πολυμέσα στην Εκπαίδευση”. Στη διάρκεια της έρευνας οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί κατέγραψαν και συζήτησαν εμπειρίες και απόψεις σχετικά με την αξιοποίηση των πολυμέσων στην τάξη τους. Οι διαχειριστές σχεδίασαν μια αρχική δομή, η οποία στην πορεία ενισχύθηκε μαζί με την ανάπτυξη του περιεχομένου.
Από το άρθρο «Κοινωνική Δικτύωση Εκπαιδευτικών για Συνεργασία και Συνδημιουργία στο Facebook: μια Μελέτη Περίπτωσης» των εκπαιδευτικών: Σοφίας Παπαδημητρίου, Νίκης Λαμπροπούλου, Μαριάννας Βιβίτσου, Δημήτρη Σπυρόπουλου στα Πρακτικά 5oυ Πανελλήνιου Συνεδρίου Επιστημονικής Ένωσης Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας για τη διάδοση των Τ. Π. Ε. στην εκπαίδευση «Τ.Π.Ε. & Εκπαίδευση», 4 & 5 Οκτωβρίου 2008.