Διαχείριση πληροφοριών από το ιντερνέτ
Από το βιβλίο του Ευστράτιου Παπάνη ΄Μεθοδολογία Έρευνας και Διαδίκτυο', Εκδόσεις Σιδέρη, 2010
Τις περισσότερες φορές οι πληροφορίες προέρχονται από το διαδίκτυο είναι ανώνυμες και ανεξέλεγκτες. Κατά πολλούς αυτό συνιστά την πρωτοτυπία και τη δυναμική του ιντερνέτ. Απόπειρες φίμωσής του αλλοιώνουν τη φύση του και περιορίζουν τη χρηστικό- τητά του. Οι ερευνητές όμως, πριν βασιστούν σε δεδομένα που αντλούν από ιστοσελίδες, θα πρέπει να φιλτράρουν τις πληροφορίες θέτοντας ορισμένα επιστημονικά κριτήρια και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών τους...
Ίσως το βασικότερο κριτήριο επιλογής είναι η επωνυμία των συγγραφέων και των συντακτών των υπό εξέταση ιστοσελίδων. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό ο ερευνητής πρέπει να εστιάσει στην ύπαρξη βιβλιογραφίας, στους υπερσυνδέσμους που οδηγούν σε άλλες αξιόπιστες σελίδες και στον τρόπο, με τον οποίο προσπέλασε την ιστοσελίδα (εάν ο σύνδεσμος προερχόταν από κάποιο έγκυρο site).
Εάν τίποτα από τα παραπάνω δεν υπάρχει τότε θα πρέπει να αναζητηθούν βιογραφικά στοιχεία του ιδιοκτήτη της ιστοσελίδας, πραγματικές διευθύνσεις, τηλέφωνα και ηλεκτρονικές διευθύνσεις που λειτουργούν.
Μερικές φορές η αξιοπιστία ενός διαδικτυακού κειμένου κρίνεται από το κατά πόσο πληροί ποιοτικά χαρακτηριστικά του οργανισμού, φορέα που το φιλοξενεί. Κείμενα τα οποία βρίσκονται σε ιστοσελίδες διεθνών, ευρωπαϊκών και κρατικών ιστοσελίδων σε site πανεπιστημίων, ηλεκτρονικών επιστημονικών περιοδικών κ.λπ. σε γενικές γραμμές θεωρούνται έγκυρα, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται ο συγγραφέας, εφόσον συνάδουν με τη φιλοσοφία του οργανισμού. Ο ερευνητής μπορεί να βεβαιωθεί ότι το κείμενο έχει αυτά τα χαρακτηριστικά συγκρίνοντας την ηλεκτρονική διεύθυνση του κειμένου με του οργανισμού και διακριβώνοντας ότι η θεματολογία του κειμένου σχετίζεται με το γνωστικό αντικείμενο του συγγραφέα. Η ακεραιότητα μπορεί να διαπιστωθεί με την αναζήτηση του dns (γα παράδειγμα στο who is). Λιγότερο αξιόπιστα (αλλά όχι αναγκαστικά μη αξιόλογα) είναι κείμενα που βρίσκονται σε προσωπικές ιστοσελίδες ή ιστολόγια.
Παρόλα αυτά ενδεχομένως κάποια κείμενα που φιλοξενούνται σε διεθνείς φορείς, που είναι έντονα πολιτικοποιημένοι ή απηχούν συγκεκριμένες κοινωνικές απόψεις, μπορεί να μην συνεισφέρουν στην ανεπηρέαστη και ουδέτερη επιστημονική έρευνα, επειδή είναι έντονα πολωμένα προς μια κατεύθυνση. Ο ερευνητής ίσως θελήσει να μελετήσει το οικολογικό κίνημα, τα δικαιώματα των γυναικών, τις πολιτικές για τους μετανάστες, την τρομοκρατία κ.λπ. μπορεί να βρεθεί σε έντονα προκατειλημμένες παρουσιάσεις που φιλοξενούνται σε επίσημους διαδικτυακούς τόπους.
Η αμεσότητα και η τεράστια εξάπλωση του διαδικτύου το έχει μετατρέψει σ’ ένα κόσμο προπαγάνδας, διαφημιστικών εκστρατειών και παραπλάνησης. Για παράδειγμα οι επιχειρήσεις μπορεί να παρουσιάζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους με τον πλέον θετικό τρόπο ή να συμμετέχουν σε δημοσκοπήσεις και μετρήσεις, των οποίων τα αποτελέσματα είναι αμφισβητήσιμα. Έτσι μια φαρμακευτική εταιρεία μπορεί να υπερτονίζει τους κινδύνους της κατάθλιψης στο γενικό πληθυσμό, για να προωθήσει αντικαταθλιπτικά φάρμακα, μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ενδεχομένως να αποκρύπτει έρευνες που επισημαίνουν τους κινδύνους της ακτινοβολίας. Πολλές φορές εξτρεμιστικές τάσεις υποκρύπτονται επιμελώς σε ιστοσελίδες με εκπαιδευτικό περιεχόμενο και παιδοφιλικές αποκλίσεις σε ιστοσελίδες με παιδικά βίντεο και κινούμενα σχέδια.
Όταν κάποιος αντλεί πληροφορίες από το διαδίκτυο θα πρέπει να έχει κατά νου ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί εύκολα να δημοσιεύει σ’ αυτό παραπάνω από μία προσωπικές του απόψεις. Όμως, εφόσον ο συγγραφέας φαίνεται να είναι γνώστης των πηγών στις οποίες παραπέμπει, παρουσιάζει όλες τις πιθανές αντιλήψεις για ένα θέμα και κάνει αναφορές σε γνωστές σχολές σκέψης ή τεχνικές και στην αρχή του άρθρου θέτει τα κριτήρια προσέγγισης ενός θέματος, τότε μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Εάν το κείμενο είναι ερευνητικό πρέπει απαραιτήτως να γίνεται αναφορά στη μεθοδολογία, στη δειγματοληψία και στις τεχνικές επεξεργασίας των δεδομένων.
Το πρόβλημα με τα κείμενα στο διαδίκτυο είναι ότι σπάνια αναφέρουν χρονολογίες και παρά πολλές φορές δεν αναθεωρούνται, αλλά παραμένουν στατικά παρέχοντας αναχρονιστικά δεδομένα. Τα πνευματικά δικαιώματα είναι δύσκολο να διασφαλιστούν στο διαδίκτυο και η κείμενη νομοθεσία δεν είναι επαρκής. Τέλος, ο ερευνητής πρέπει να έχει υπόψη ότι τα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης, η βαθμολογία προσβασιμότητας των ιστότοπων και η σχετικότητά τους κρίνεται από πολλούς ή σύνθετους αλγόριθμους, επηρεάζεται από διαφημιστικές επιδιώξεις, περιορίζεται από νομοθεσίες και κρατικές επιλογές. Ένα τεράστιο κομμάτι του διαδικτύου παραμένει ανεξερεύνητο και μη προσπελάσιμο από τον ερευνητή (Kirk, E. 1996).
Διαδικτυακά Ερωτηματολόγια
Η χρήση των ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων, ειδικά στις περιπτώσεις που ο ερωτώμενος δεν έχει καμία ευκαιρία αλληλεπίδρασης με τον ερευνητή μπορεί να οδηγήσει σε άλλη πηγή σφάλματος, που οφείλεται στη μη κατανόηση ή διαστρέβλωση των οδηγιών. Πραγματικά, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό ότι το διαδίκτυο θα αποτελούσε πανάκεια για τη συγκέντρωση μεγάλου και αντιπροσωπευτικού δείγματος με μικρό κόστος, ακρίβεια και λιγότερο χρονοβόρες διαδικασίες, πολλές έρευνες επισημαίνουν ότι ο μεγάλος αριθμός αναπάντητων ερωτηματολογίων διακυβεύει την εγκυρότητα και αξιοπιστία τους. Μέχρι σήμερα τα ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια στέλνονταν ως επισυνάψεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή ως σύνδεσμοι, που οδηγούσαν στον ιστότοπο που είχε σκεδάσει ο ερευνητής για την περίπτωση αυτή. Για να αντισταθμίσουν τους παραπάνω κινδύνους αρκετοί προτείνουν τη χρήση μιας μεικτής μεθόδου, κατά την οποία τα δεδομένα αντλούνται παράλληλα, τόσο με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων, όσο και με την επιστράτευση παραδοσιακών μεθόδων (π.χ. τηλεφωνικά, με ταχυδρομική αποστολή κ.λπ.). Φυσικά, υπάρχουν ενστάσεις, ειδικά όσον αφορά το συνδυασμό μεθόδων, που θα επιλεγεί και κυρίως αντινομίες που εγείρονται για τη διασφάλιση της προϋπόθεσης, ότι όλα τα δεδομένα πρέπει να προέρχονται από τον ίδιο πληθυσμό, ανεξάρτητα από τον τρόπο συλλογής τους. Ακόμα και η σειρά χορήγησης μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα: τα ερωτηματολόγια που δίνονται πρώτα (είτε ηλεκτρονικά είτε συμβατικά, συνήθως έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιλεγούν). Τέλος ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος κάποιος εκ των ερωτώμενων να απαντήσει και ηλεκτρονικά και ταχυδρομικά. Ο ερευνητής δεν πρέπει να αντιμετωπίσει τις απαντήσεις, που θα συλλέξει, ως ενιαίες, αλλά αντίθετα οφείλει να τις διαχειριστεί, σαν να προέρχονται από ανεξάρτητα δείγματα και έπειτα να προχωρήσει στην ενοποίηση Και προσέγγιση της αλήθειας. Οι δύο μέθοδοι δεν συγκρούονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται.
Γενικότερα η χρήση ερωτηματολογίων αυτή κα’ αυτή δεν είναι η εγκυρότερη μέθοδος, εφόσον συνήθως αποτυπώνει γεγονότα που συντελέστηκαν στο παρελθόν – άρα παρεμβαίνει πάντα η μνημονική ικανότητα – στάσεις που δεν διαθέτουν κεντρικότητα, άρα δεν μπορούν να επαληθευτούν εμπειρικά και λάθη απόδοσης (υπερεκτίμηση – υποτίμηση γεγονότων). (Schwarz 1999, Bernard et.al. 1981, 1983, Comscore 2001).
Οι Sudweek & Smoff, 1987, θεωρούν ότι μόνο η χρήση πολλών μεθόδων παράλληλα (πείραμα, ερωτηματολόγιο, παρατήρηση, συνέντευξη) μπορεί να άρει τις ανεπάρκειες των οργάνων μέτρησης, γεγονός, όμως που αυξάνει το κόστος σε πόρους και χρόνο. Όπως προαναφέρθηκε, η ηλεκτρονική αλληλογραφία και η παραπομπή σε ειδικά σχεδιασμένους ιστότοπους, μπορούν να αποτελέσουν ένα εξίσου καλό τρόπο με τον παραδοσιακό για την καταγραφή στάσεων, απόψεων, γεγονότων. Επειδή το mail είναι σύγχρονη μορφή επικοινωνίας και λίγο διαφέρει το επισυναπτόμενο ερωτηματολόγιο από ένα τυπωμένο, η διαχείριση των δεδομένων, που προκύπτουν πρέπει να γίνει πρώτα δια χειρός, γεγονός που δεν ισχύει στην περίπτωση της ιστοσελίδας, όπου τα δεδομένα περνιούνται αυτόματα στον στατιστικό επεξεργαστή (αυτό είναι εφικτό με τη χρήση τεχνολογιών HTML ή SQL κ.λπ.). Ο συμμετέχων όμως μπορεί να εκφράσει τυχόν απορίες και να ζητήσει διασαφήσεις μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και ο ίδιος.
Τα ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια πρέπει να είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο σχεδιασμένα, ώστε να υποστηρίζουν όλους τους φυλλομετρητές, να αποκλείουν πολλαπλές καταθέσεις απαντήσεων από τον ίδιο ερωτώμενο, να δίνουν τη δυνατότητα αποθήκευσης τν απαντήσεων του ερωτώμενου (ειδικά εάν οι ερωτήσεις είναι πάνω από 30), να διασφαλίζουν τη συνέχεια, οπότε επιθυμεί ο χρήστης, να καταγράφουν ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα και να ενθαρρύνουν την ανατροφοδότηση. Η τεχνολογία της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας επιτρέπει στον ερευνητή να διαπιστώσει εάν το επισυναπτόμενο ερωτηματολόγιο ανοίχτηκε, διαβάστηκε (όχι κατανοήθηκε), απορρίφθηκε, πόσος χρόνος αφιερώθηκε σε αυτό κ.λπ. Όμως ο ερευνητής δεν μπορεί να έχει κανένα στοιχείο για το πώς το ερωτηματολόγιο παρουσιάστηκε στον συμμετέχοντα ή αν ο ίδιος μπόρεσε να χειριστεί τον επεξεργαστή κειμένου, ώστε να σημειώσει σωστά τις απαντήσεις του. Η τεχνολογία σήμερα προσφέρει στον ερευνητή τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κουμπιά, συρόμενα μενού, πίνακες επιλογής, χρώματα μέσω αυτοματοποιημένων διαδικασιών. Η παράλληλη χρήση ανοιχτών ερωτήσεων πολλές φορές (ειδικά εάν αυτές αποκτούν απλές απαντήσεις) παρέχει πλούτο πληροφοριών και ενδυναμώνει το ερωτηματολόγιο.
Σε αντίθεση με την αποστολή μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τα ερωτηματολόγια που συμπληρώνονται on line ελέγχουν τη σειρά παρουσίασης των ερωτήσεων (και διαθέτουν λογική ταξινόμηση), παρέχουν στο τέλος αυτόματη ανατροφοδότηση, αποθαρρύνουν την τροποποίηση των ερωτήσεων από τον συμμετέχοντα, ελέγχουν και δεν διασφαλίζουν την απάντηση όλων των υποχρεωτικών ερωτήσεων (αλλιώς ο χρήστης δεν μπορεί να προχωρήσει στην επόμενη σελίδα), αξιοποιούν σύνθετες τεχνολογίες (π.χ. flash), δεν απαιτούν εξοικείωση του χρήστη με κάποιο λογισμικό και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα άμεσα στον ερευνητή και τον ερωτώμενο.
Η ευελιξία που παρέχει το διαδίκτυο στη χορήγηση ερωτηματολόγιων ενθουσίασε τους ερευνητές, μερικοί από τους οποίους, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν τη συμμετοχή, έστελναν σωρεία email, γεγονός βέβαια που θεωρείται ανεπιθύμητη αλληλογραφία και παραβίαση της ιδιωτικότητας. Άλλοι πάλι εστράφησαν στις εικονικές κοινότητες και τα ομαδικά διαδικτυακά παιχνίδια για να συλλέξουν ταυτόχρονα από πολλούς χρήστες δεδομένα, τα οποία, εξαιτίας της ιδιομορφίας των κοινοτήτων αυτών και της ανωνυμίας ήταν ανεξάρτητα από δημογραφικά χαρακτηριστικά, αγνοώντας έτσι ότι πολλά τέτοια διαδικτυακά κοινωνικά μορφώματα παρείχαν συναισθηματικά κάλυψη και αλληλεπίδραση στους χρήστες και η διοχέτευση ερωτηματολογίων αντιμετωπίζονταν ως εισβολή και εναντίωση στην ίδια –κουλτούρα των ομάδων.
Οι Cho & Larose (1999) προτείνουν στους ερευνητές να στέλνουν στους υποψήφιους συμμετέχοντες ξεχωριστή πρόσκληση, να διασφαλίζουν εγγράφως τη συναίνεσή τους, να παρέχουν ανταλλάγματα για τη συμμετοχή (ηλεκτρονικές αμοιβές), να διαφυλάττουν το απόρρητο των ηλεκτρονικών διευθύνσεων των παραληπτών, να αντιμετωπίζουν τα ψευδώνυμα τους, όπως τα πραγματικά ονόματα, να μη χρησιμοποιούν cookies, να παρέχουν τα πλήρη στοιχεία του ερευνητή ή του ερευνητικού κέντρου, να χρησιμοποιούν έγκυρα domain names και ηλεκτρονικές διευθύνσεις, να μην παρέχουν τις συλλεγείσες πληροφορίες σε τρίτους, να εξασφαλίζουν τη συναίνεση των διαμεσολαβητών (προκειμένου για κοινότητες), και να γνωστοποιούν στους συμμετέχοντες τα ευρήματα της έρευνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου