19 Νοε 2010

Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων Βιωματικής Εκπαίδευσης (Outdoor Experiential Training Programs-ΟΕΤ) στην Ελλάδα

Ευρήματα Διπλωματικής Έρευνας Μεταπτυχιακής Φοιτήτριας, Παρασκευής – Σαπφούς Ιωσηφίδου, University of Leicester. (Περιληπτική Μετάφραση)

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ναυτεμπορική (Executive) στις 27/09/2010

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα προγράμματα Βιωματικής εκπαίδευσης αποτελούν μια από τις σημαντικότερες τάσεις στο χώρο της Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (Human Resources Development). Τι είναι όμως Βιωματική εκπαίδευση; Βιωματική εκπαίδευση είναι η εκμάθηση μέσω πρακτικής εφαρμογής (learning by doing). Αυτή ακριβώς η έννοια αντικατοπτρίζεται πλήρως στην παρακάτω αρχαία Κινέζικη παροιμία: «Ό,τι ακούω, το ξεχνώ; Ό,τι βλέπω, το θυμάμαι; Ό,τι κάνω, το καταλαβαίνω». Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πρωτοεμφανίστηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα για επαγγελματίες που βασίζονταν στην Βιωματική εκπαίδευση με τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

• Μη τυποποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα, με πλήθος βιωματικών και μη δραστηριοτήτων (π.χ.: επίλυση προβλημάτων σε ομάδες ή rafting σε ποταμό).
• Διεξάγονται κυρίως σε εξωτερικό χώρο και όχι αυστηρά σε κάποια αίθουσα εκπαίδευσης.
• Χρησιμοποιούνται για εταιρικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς...

• Εξαρτώνται άμεσα από την εξειδίκευση του εκάστοτε εκπαιδευτή (facilitator).
• Ο κύριος στόχος τους είναι η ανάπτυξη της Ομαδικής Εργασίας (Teamwork) και των Ηγετικών Ικανοτήτων (Leadership Skills) των συμμετεχόντων.
• Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις κάθε προγράμματος διαφέρουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων (diversity configurations).

Έτσι, αυτού του είδους τα εκπαιδευτικά προγράμματα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή τα τελευταία χρόνια και οι έρευνες δείχνουν ότι η ανάπτυξη τους θα συνεχιστεί. Όσοι περισσότεροι οργανισμοί στέλνουν εργαζομένους-συμμετέχοντες σε τέτοια προγράμματα, τόσο αναπτύσσεται η ανάγκη να γίνονται αυτά τα προγράμματα πιο αποτελεσματικά και να έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα που συνδέονται άμεσα με τους προκαθορισμένους στόχους τους.

Οι υποστηρικτές αυτών των προγραμμάτων πιστεύουν ότι υπάρχει μεγάλο κέρδος, “Return on Investment (ROI)”. Όμως, κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα καθαρά από λογικές υποθέσεις. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ελάχιστες έως καμία πρακτική μέτρησης του πόσο αποτελεσματικά είναι τα προγράμματα Βιωματικής εκπαίδευσης. Επιπλέον, υπάρχουν ελάχιστα εμπειρικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτά τα προγράμματα επιφέρουν θετικές αλλαγές στη συμπεριφορά στο χώρο εργασίας ή εμφανή εταιρική ανάπτυξη. Μόνο ανέκδοτα στοιχεία υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητά τoυς.

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το μοναδικό εκπαιδευτικό περιβάλλον των προγραμμάτων Βιωματικής εκπαίδευσης επιφέρει σημαντικά εταιρικά αποτελέσματα σε οργανισμούς που επενδύουν σε αυτά. Παρόλα αυτά, η αποτελεσματικότητα τους δεν έχει ποτέ μελετηθεί στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πάροχοι αξιολογούν τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα μόνο ως προς τις Αντιδράσεις (Reactions) των συμμετεχόντων, το πρώτο επίπεδο εκπαιδευτικών συμπερασμάτων (first level of training outcomes). Καμία έρευνα δεν έχει διεξαχθεί με σκοπό να μετρήσει τις επιπτώσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος στους συμμετέχοντες, εκτός σε ό,τι αφορά τις Αντιδράσεις. Και εδώ ακριβώς κρύβεται το κίνητρο και το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη έρευνα. Ο κύριος σκοπός της ήταν όχι μόνο να εξεταστούν οι επιπτώσεις των προγραμμάτων Βιωματικής εκπαίδευσης στους συμμετέχοντες - σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο - και να αναπτυχθεί, αν είναι εφικτό, μια επιστημονική μέθοδος μέτρησης της αποτελεσματικότητάς τους, αλλά και να παγιωθεί η διάρκεια αυτών των επιπτώσεων. Αναλυτικότερα, οι προκαθορισμένοι στόχοι ήταν οι εξής:

• Να εδραιωθούν οι πεποιθήσεις των μελλοντικών ενδιαφερομένων σχετικά με την αξία των προγραμμάτων Βιωματικής εκπαίδευσης.
• Να ερευνηθεί η σχέση μεταξύ της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται σε αυτού του είδους τα εκπαιδευτικά προγράμματα (ΟΕΤ methodology) και της Μετάδοσης Γνώσης (Transfer of Learning).
• Να προσδιοριστούν ποια προσωπικά χαρακτηριστικά (personal characteristics) των συμμετεχόντων τους καθιστούν ικανούς να ωφεληθούν από αυτού του είδους τα εκπαιδευτικά προγράμματα.
• Να εξακριβωθεί αν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει επιφέρει αλλαγές στους συμμετέχοντες σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο και αν ναι, σε ποιους τομείς.
• Να εξακριβωθεί αν οι επιπτώσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες.

Έτσι, με βάση μιας σειράς από στατιστικές αναλύσεις σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, το ανθρώπινο δυναμικό της οποίας έχει λάβει μέρος σε τέτοιου είδους εκπαιδευτικά προγράμματα στην Ελλάδα, αποδείχθηκε όντως ότι τα προγράμματα Βιωματικής εκπαίδευσης συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο αποτελεσματικές μεθόδους εκπαίδευσης. Επίσης, προσφέρουν ένα είδος «συγκριτικού πλεονεκτήματος» στους συμμετέχοντες μέσω των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων (π.χ.: στη συμπεριφορά, στην απόκτηση γνώσης και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων) καθώς και την ειδική συνεισφορά τους στην Ομαδική Εργασία (Team Work) και στη Μετάδοση της Γνώσης (Transfer of Learning) στο εργασιακό περιβάλλον.

Tα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας είναι τα παρακάτω:
1. Τα προγράμματα Βιωματικής Εκπαίδευσης θεωρούνται μια από τις πιο αποτελεσματικές εκπαιδευτικές μεθόδους, εφαρμόσιμες σε όλους, ανεξαρτήτου ηλικίας, επαγγελματικής κατάστασης, φύλου, επαγγελματικής εμπειρίας ή οποιοδήποτε αλλού παρόμοιου χαρακτηριστικού.
2. Συνεισφέρουν σημαντικά στην επιτυχημένη Μετάδοση Γνώσης (Transfer of Learning) και Δεξιοτήτων (Skills) πίσω στο εργασιακό περιβάλλον.
3. Τα θετικά αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρουν είναι κυρίως βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ειδικά όσον αφορά στην Προσωπική Ανάπτυξη (Personal Development) και τις Δεξιότητες Επικοινωνίας (Communication Skills). Αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με την λογική υπόθεση, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, ότι αυτού του είδους τα εκπαιδευτικά προγράμματα θα έχουν κυρίως βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα.

Όμως, όπως σε όλα τα θέματα υπάρχουν δύο όψεις, έτσι και εδώ, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι υπάρχουν όρια στις αλλαγές που μπορούν να επιφέρουν τα προγράμματα Βιωματικής εκπαίδευσης, λόγω των προσωπικών χαρακτηριστικών κάθε συμμετέχοντα. Η απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό δόθηκε πολύ νωρίς από τον Kurt Hahn, ιδρυτή του «Outward Bound», του πρώτου σχολείου Βιωματικής εκπαίδευσης: «Όλοι είμαστε καλύτεροι από ό,τι γνωρίζουμε. Αν μπορούσαμε να το ανακαλύψουμε αυτό, ποτέ ξανά δεν θα ψάχναμε για λιγότερο». Τα λόγια αυτά πρέπει όλοι να τα έχουμε στο νου μας παντού και πάντα.

Έτσι, έχει έρθει η στιγμή για όλους τους οργανισμούς να επενδύσουν σοβαρά σε τέτοιου είδους εκπαιδευτικά προγράμματα με την ουσιαστική, φυσικά, συμβολή όλου του ανθρώπινου δυναμικού τους, το οποίο αποτελεί το πλέον αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας.


Η Παρασκευή-Σαπφώ Ιωσηφίδου είναι απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση και Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού από το πανεπιστήμιο του Leicester με την υποστήριξη της iCon. Παράλληλα με τις ακαδημαϊκές της σπουδές, έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση σε υποκατάστημα της ATE Bank και έχει εργαστεί στη Citibank στο τμήμα του Direct Sales. Τα τελευταία 3 περίπου χρόνια εργάζεται στην Thomson Reuters στο τμήμα του Risk Management Sales.

Πηγή Ανάκτησης:
Icon