Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δια βίου εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δια βίου εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3 Φεβ 2014

Πρόγραμμα Δια βίου Εκπαίδευσης: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ-ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


Τ
ο Πρόγραμμα Δια Βίου Εκπαίδευσης με τίτλο «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ-ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ» απονέμει: Πιστοποιητικό Επιμόρφωσης στις τεχνικές διαχείρισης προβλημάτων συμπεριφοράς και συναισθηματικών δυσκολιών μαθητών στα σχολεία- Μια κοινωνιο-ψυχολογική και εκπαιδευτική προσέγγιση.

Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε παρακάτω




Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...

20 Νοε 2012

Δια Βίου Εκπαίδευση: Μια Πραγματικότητα Για Όλους


Των Ι. Πανάρετου και Αθ. Κορώνη

ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1. Περίληψη
2. Εισαγωγή
3. Τάσεις και Μεταβολές της Κοινωνίας και Οικονοµίας σε
    Κράτη-Μέλη του ΟΟΣΑ
4. Σκοποί, Εµπόδια και Στρατηγική για την Υλοποίηση της
    ∆ια Βίου Εκπαίδευσης για Όλους
5. Οι Βάσεις για την ∆ια Βίου Εκπαίδευση
6. Από το Σχολείο στην Εργασία: Η Αξία της Εκπαίδευσης
    και η ∆ια Βίου Μάθηση
7. Εκπαιδευτική Αυτονοµία και Κυβερνητική Συµµετοχή
8. Στόχοι και Κριτήρια της ∆ια Βίου Εκπαίδευσης
9. Εκπαιδευτικοί Πόροι και Σωστή Εκµετάλλευση Αυτών
10. Τρόποι Χρηµατοδότησης της ∆ια Βίου Εκπαίδευσης
11. Γενικά Συµπεράσµατα
12. Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο της μελέτης, πατήστε εδώ


Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...

7 Μαΐ 2012

Ιστοσελίδα για τη Δια Βίου Μάθηση και την Επαγγελματική Κατάρτιση με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης

Η
ιστοσελίδα http://www.step.gov.gr για τη Δια Βίου Μάθηση και την Επαγγελματική Κατάρτιση με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης, είναι ένας ενημερωτικός κόμβος που προσφέρει πλήρη και έγκαιρη ενημέρωση για προγράμματα που αφορούν την δια βίου μάθηση και την ενίσχυση της απασχόλησης, με στόχο τη βελτίωση των δεξιοτήτων ειδικά των νέων, ώστε να διευκολύνει την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας. Υποστηρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και την ελληνική κυβέρνηση.


Η διεύθυνση της ιστοσελίδας είναι:
http://www.step.gov.gr/



Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...

29 Οκτ 2010

ΔΙΑ- ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗΣ. «Καταγωγή», σημασιακοί μετασχηματισμοί και παραδείγματα πολιτικής.

Των Διονυσίου Γράβαρη (Αναπληρωτή Καθηγητή Κρατικών Πολιτικών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης) και Νικόλαου Παπαδάκη (Λέκτορα Κοινωνικής & Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης)

Την εισήγηση σε ηλεκτρονική μορφή μπορείτε να τη δείτε εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί μια ιστορικο- συγκριτική προσέγγιση της Δια- Βίου Εκπαίδευσης, προκειμένου να καταλήξει σε τυπολογίες συστατικών στοιχείων και συναφών πολιτικών και πρακτικών, αλλά και να προσεγγίσει κριτικά- ερμηνευτικά τη Δια- Βίου Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Εκκινώντας από τη διαπίστωση της πολυείδιας παραδειγμάτων/ μοντέλων Δια- Βίου Εκπαίδευσης, στρέφεται καταρχήν σε μια συνοπτική «ιστορική» επισκόπηση της εξέλιξης της Δια- Βίου Εκπαίδευσης σε Ευρώπη και Αμερική

* «παρακολουθώντας» παράλληλα πώς οι προτάσεις περί διαδοχικής εναλλασσόμενης απασχόλησης (recurrent education) του OECD, τα εθνικά και υπερεθνικά σχέδια δράσης, οι πολιτικές κατάρτισης συμπύσσονται στο ευρύτερο project της Δια- Βίου Εκπαίδευσης και
* αναζητώντας τα πώς και γιατί ενός διαρκούς μετεωρισμού ανάμεσα σε μια ευρεία αντίληψη για τη γνώση και τη μάθηση και σε ένα εξειδικευμένο πλαίσιο επιμορφωτικής δράσης και πολιτικών κατάρτισης απασχολήσιμων, με βάση τις ανάγκες της αγοράς...

Ποια είναι η Δια- Βίου Εκπαίδευση σήμερα τελικά; Σε ποιο σημείο ο όρος Δια- Βίου Εκπαίδευση (στα πλαίσια της «Κοινωνίας της Γνώσης») σχετίζεται με τη σκανδιναβική εκδοχή της δεκαετίας του ’60 που αποσκοπούσε σε μια διαρκή άμβλυνση κοινωνικών ανισοτήτων; Σε ποιο βαθμό διαπιστούμενοι εννοιολογικοί μετασχηματισμοί και σημασιακές μετατοπίσεις διαμορφώνουν ή νομιμοποιούν συγκεκριμένες προοπτικές στην αγορά, την απασχόληση και την οικονομία εν γένει; Πώς επηρεάζονται τα projects Δια- Βίου Εκπαίδευσης από τα προτάγματα της Κοινωνίας της Γνώσης όπως την αειφόρο ανάπτυξη και την growth εκδοχή ανάπτυξης; Αυτά είναι τα κύρια ζητήματα, τα οποία ανακινεί η μελέτη, εστιάζοντας στους φορείς υλοποίησης, τα περιεχόμενα, τα συστήματα πιστοποίησης, τα πλαίσια χρηματοδότησης και τις ομάδες εκπαιδευομένων.



ABSTRACT

The present study is aa historical- comparative approach to Life- Long Education and Training. It starts from the ascertainment of the variety of Life- Long Education models in both Europe and North America. It searches

* the way OECD’s “recurrent education” model, national and supranational labour and training policies, pro-, in- & out-service training actions have affected Life- Long projects and
* how these projects interact with the “Learning Society” discourses and the “human-resource-development” approach (manpower requirements approach).

Simultaneously the study critically approaches the constant levitation between the broad concept concerning knowledge and learning and the market- driven trends and needs (“new-economy” approach, growth development, consumerist control in education and training, self interest survival strategies etc). The whole study is focused on the analysis of the financing, the curricula (learning & teaching content), the accreditation systems and the target groups of the several Life- Long Education projects.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

H Δια- Βίου προσέγγιση στην εκπαίδευση έλκει την καταγωγή της στη δεκαετία του ’50 κι ειδικότερα σε ένα συνδυασμό των θεωριών του ανθρωπίνου κεφαλαίου[1] (επένδυση στον άνθρωπο) και της πρόθεσης ευρείας αναδιανομής του κοινωνικού αγαθού της παιδείας (αντισταθμιστική προοπτική), μέσω της δόμησης ενός εναλλακτικού εκπαιδευτικού συστήματος «δεύτερης ευκαιρίας» (ειδικά στις σκανδιναβικές χώρες). Ειδικά η αντισταθμιστική θεώρηση της εκπαίδευσης συνδέθηκε ευθέως με το σκανδιναβικό πρότυπο Κοινωνικού Κράτους, σύμφωνα με το οποίο τα κοινωνικά δικαιώματα γενικεύονται και ως τέτοια κατοχυρώνονται συνταγματικά, θεμελιούμενα στην ίδια την πρωταρχική ιδιότητα του πολίτη (citizenship). Το εγκαθιδρυόμενο δεοντικό παράδειγμα νομιμοποίησε την καθολικότητα του Κράτους Πρόνοιας· «εγγράφεται» δε, κατά μείζονα λόγο, στις κρατικές πολιτικές κι ειδικότερα στον κρατικό προϋπολογισμό (για μια δόκιμη τυπολογία των εκδοχών του Κράτους Πρόνοιας βλ. Esping- Andersen, 1990).

Στις μέρες μας η Δια- Βίου Εκπαίδευση αναγγέλλεται πλέον ως ένα πλαίσιο πολιτικών και δράσεων (εντός και εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος), που αποσκοπούν στην παροχή «πολλαπλών ευκαιριών μάθησης», σε «όλους τους πολίτες», με «διαφορετικούς σκοπούς», από διαφορετικές πηγές/ ιδρύματα (UNESCO, 1999). Ως μια γιγαντιαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ήτοι ως μια ευρεία πολιτική στρατηγική[2]. Οι άξονες γύρω από τους οποίους συστρέφεται η «ατζέντα» της Δια- Βίου εκπαίδευσης και τελικά θεματοποιείται ο σχετικός Διά-λογος είναι καταρχήν η απασχολησιμότητα και η επιχειρηματικότητα, η προσαρμοστικότητα (G8, 1999), ενώ συχνά ανακινούνται και ζητήματα όπως η ενεργός πολιτική συμμετοχή, η κοινωνική ενσωμάτωση και η ατομική αυτό-εκπλήρωση (Ε.C., 2001). Ένας τόσο ευρύς και ουδετεροφανής ορισμός, αλλά και μια τόσο ανοικτή ατζέντα δράσης υποχρεώνει τον ερευνητή να στραφεί από το Λόγο στη Δράση, αναζητώντας τα ουσιαστικά προτάγματα της Δια- Βίου Εκπαίδευσης και τον τρόπο με τον οποίο αυτά επηρεάζουν ή και προοικονομούν τις αναπτυσσόμενες δράσεις, αλλά και αναμένεται να επηρεάσουν τις εκπαιδευτικές δομές και τις δομές απασχόλησης.



2. ΤΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑ- ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ.

Η προαναφερθείσα ερευνητική στροφή προϋποθέτει καταρχήν την έκθεση και αποσαφήνιση των θέσεων μας αναφορικά με τη φύση και τα συστατικά στοιχεία- συνιστώσες της μεταβιομηχανικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής (αναλυτικότερα βλ. Papadakis, 1998: 11- 55 και Gravaris, 2002) και τη σχέση της τελευταίας με τις πολιτικές απασχόλησης και την κοινωνική πολιτική. Άλλωστε ανέκαθεν η εκπαιδευτική και η κοινωνική πολιτική[3] υπήρξαν «επίμαχοι, πολυσυζητημένοι αλλά και εμβληματικοί ‘‘τόποι’’ δημόσιας πολιτικής» (Tracy & Dills Tracy, 1999: 331).

Είναι γεγονός ότι ευάριθμες αλλαγές έχουν σημειωθεί στα πεδία της εκπαίδευσης και κατάρτισης ειδικά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, μετά και την αποτυχία του man power planning. Οι νέες οικονομικές τάσεις (σωρευτική- growth- ανάπτυξη, οικονομία της αγοράς, παγκοσμιοποίηση, αειφορία κ. λπ.), ο διαφοροποιημένος ρόλος του Κράτους[4], η συρρίκνωση του Κράτους Πρόνοιας και των κοινωνικών πολιτικών σε συνδυασμό με την σταδιακή απώλεια κοινωνικού νοήματος ως προς το ρόλο του Κράτους (βλ. αναλυτικότερα Γράβαρης, 1991: 3- 36), η βαθμιαία αποσύνδεση της δημόσιας εκπαίδευσης από την κοινωνική δυναμική της (ως πτυχή της κρίσης νομιμοποίησης του ευρύτερου πολιτικού συστήματος/ βλ. Γράβαρης 1994: 12), η συνθήκη της πολυπολιτισμικότητας και η «πολιτισμική πρόκληση» στις παραδοσιακές εκδοχές δημοκρατίας (Dahl, 2001: 240- 241), η ηγεμονία των νέων τεχνολογιών και της απορρέουσας τεχνοκουλτούρας και η δόμηση της λεγόμενης «κοινωνίας της γνώσης»

* επαναπροσδιορίζουν το ρόλο και τα βασικά συστατικά στοιχεία των παραδοσιακών εκπαιδευτικών συστημάτων και
* αναδεικνύουν τις εναλλακτικές εκπαιδευτικές πρακτικές, δομές και θεσμούς (καταναλωτικός –consumerist- έλεγχος στην εκπαίδευση, προσανατολισμένα στις ατομικές επιλογές -choice driven- συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, η συστοίχιση με τις «αυτό- εξυπηρετικές στρατηγικές επιβίωσης» -self interest survival strategies-, πολυθεματικά και μονοθεματικά Ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης, νέες χωρικές και θεματικές μονάδες ανάπτυξης, ένθεση αρχών διοίκησης ολικής ποιότητας –TQM- και στοιχείων του κύκλου PCDA στην εκπαιδευτική πολιτική, διαβίου εκπαίδευση κ.ά./ βλ. και Ball, 1994: 10 & 15, Morrell, 1989: 25, Deming, 1993: 118, West Burnham, 1990, Gravaris & Papadakis, 2002, Φασούλης, 2001: 186- 198).

Στην πραγματικότητα το ηγεμονεύον παράδειγμα εκπαιδευτικής πολιτικής, εδραζόμενο στο policy- impact analysis, εκκινεί από τις επιπτώσεις των μεταβιομηχανικών δεδομένων προκειμένου να προτείνει ένα σύστημα συναρμοσμένο με μια αγορά που μεταβάλλεται και μια οικονομία που παγκοσμιοποιείται. Η έμφαση σύμφωνα με πλειάδα θεσμικών κειμένων των τελευταίων 5 χρόνων μετατοπίζεται σε εκείνη «την εκδοχή της εκπαίδευσης που καταρτίζει και επαν-εκπαιδεύει» τους εργαζόμενους, αλλά και που σε κάθε της στάδιο «προ-ετοιμάζει επαγγελματίες» (European Commission, 1995: 9). Κάτι τέτοιο άλλωστε τόνισαν οι περισσότεροι ομιλητές του (ιδιαίτερα σημαντικού αλλά και ενδεικτικού τάσεων και εξελίξεων) Συνεδρίου του Ινστιτούτου Διεθνούς Εκπαίδευσης, με τον εύγλωττο τίτλο “Investing in Human Capital” (βλ. Institute of International Education, 1995). Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι συχνότατα γίνεται λόγος από οργανισμούς όπως η UNESCO για το σύνολο των κοινωνικών εταίρων που οφείλουν να συμμετάσχουν δημιουργικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου η εκπαίδευση να παραμείνει αξιόπιστος φορέας κοινωνικοποίησης και εγκυροποίησης των πολιτικών θεσμών (με βάση και τα νέα δεδομένα που απαιτούν την έμφαση σε αρχές όπως η ανεκτικότητα/ tolerance- βλ. Delors et al, 1996 : 297- 299.). To ζέον διακύβευμα δεν δείχνει να είναι όμως αυτό. Η κρίσιμη επισήμανση, που έρχεται και επανέρχεται στη βιβλιογραφία είναι ότι η εκπαίδευση οφείλει να λειτουργήσει ως μια επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό (human resource developer). Η προαναφερθείσα επένδυση θα υλοποιηθεί εντός ενός εκπαιδευτικού συστήματος, που επικουρείται (;) από εναλλακτικές μορφές εκπαίδευσης εργαζομένων κάθε ηλικίας, προκειμένου να επιτευχθεί η διαμόρφωση ενός ευέλικτου, λειτουργικού και αποτελεσματικού εργαζόμενου.

Όλο το προαναφερθέν πλαίσιο μεταβολών έχει κατά καιρούς αποδοθεί η συνοψισθεί ως μετάβαση από το κράτος στην αγορά, ενεργοποιώντας ένα δημοφιλές γενικευτικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο ωστόσο έχει πραγματολογική βάση (προσανατολισμός των εκπαιδευτικών συστημάτων στην αγορά, επαναδιαπραγμάτευση του Κράτους από την άποψη και της νέας δημοσιονομικής πολιτικής –new public management-, υιοθέτηση ιδιωτικών οικονομικών κριτηρίων, η αξιολόγηση ως νομιμοποιητική διαδικασία μεταβίβασης χρηματοδοτικών πόρων κ. λπ). Σε ένα τέτοιο ερμηνευτικό πλαίσιο η αγορά θεωρείται ότι λειτουργεί ως οιονεί ρυθμιστικός κύκλος (με την έννοια του θεμελιακού μοντέλου αυτοδιευθυνόμενου συστήματος), μυθοποιείται θεωρούμενη, είτε ως –εξ ορισμού- μηχανισμός επιμερισμού πόρων, είτε ως διαδικασία εκπόνησης πολιτικής. Μια τέτοια γενικευτική εκδοχή ευνοεί την ανάδυση ταυτολογιών (η αγορά που «αποικιοποιεί», τρόπον τινά, τόσο το βιόκοσμο των πολιτών όσο και το Κράτος), τη μετάσταση δεδομένων ερευνητικών δογματισμών που με τη σειρά τους υπονομεύουν την έμφαση στις λεπτομέρειες και την αναγνώριση της πολυπλοκότητας του πεδίου. Expressis verbis δομείται ένα ιδεολογικό corpus με αδιαμφησβήτητη επικλητική δύναμη, αλλά ερμηνευτικά αποδυναμωμένο.

Αφετηριακή θέση της παρούσας μελέτης αποτελεί ότι η, περί ης ο λόγος, μετάβαση αποτελεί μετάβαση από την μία μορφή κρατικής παρέμβασης σε μία οπωσδήποτε διαφορετική μορφή παρέμβασης παρά μετάβαση από το Κράτος στην Αγορά. Λόγοι και Δράσεις που προσανατολίζουν την εκπαίδευση στην αγορά δεν αποτελούν χαρακτηριστικό των τελευταίων δεκαετιών. Η προσαρμογή στις «ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς» συχνότατα αποτέλεσε κομβικό σημείο ρηματικών (και μη) πρακτικών, αλλά και μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων. Τι αλλάζει λοιπόν; Παύει η εκπαιδευτική πολιτική να αποτελεί κοινωνική πολιτική; Η ένθεση ιδεολογημάτων όπως αυτό του «ατομικού εκσυγχρονισμού»[5] στην «καρδιά» των κρατικών πολιτικών ωραϊζει απλά την προοπτική της «αγοράς» και αποδυναμώνει το Κράτος, το οποίο με τη σειρά του εγκαταλείπει χάριν της Αγοράς; Πρόκειται για έναν νομοτελειακό αλγόριθμο, τον οποίο όλοι (του Κράτους συμπεριλαμβανόμενου) παρακολουθούμε απόπληκτοι να υποστασιοποιείται;

Στην πραγματικότητα η εκπαιδευτική πολιτική εντάσσεται σε έναν νέο τύπο κοινωνικής πολιτικής ακόμα και σήμερα. Οι μηχανισμοί της μετάβασης αλληλεπιδρούν με τη φύση και τις στοχεύσεις της νέας εκδοχής κρατικής παρέμβασης.

Η ταυτότητα αυτών των μεταβολών εντοπίζεται σε δυο επίπεδα:


τη διάκριση ανάμεσα σε ιδεολογική ημερήσια διάταξη και σε διάταξη κρατικών πολιτικών (ο πυρήνας των κρατικών πολιτικών αρδεύεται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, ταυτιζόμενος με το μονεταριστικό τύπο μακροοικονομικής ρύθμισης),


τις δαπάνες για την εκπαίδευση (οι οποίες διακρίνονται από ελαστικότητα και ευελιξία, επιλεκτικότητα χάριν και στη νομιμοποιητική δράση νέων θεωρήσεων αλλά και συστάδων δυαδικών διαμοιρασμών και συνακάλουθων διαφορικών και διαφορισμένων κατανομών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού στην εκπαίδευση –parental choice, home education, charter schools κ. λπ.[6]-, την κατανομή δαπανών βάσει «(προ)αναμενόμενων αποτελεσμάτων», την ενθάρρυνση εισόδου νέων εταίρων με δεδομένη διεμβολητική δυναμική στην συστηματοποιημένη εκπαιδευτική διαδικασία –και δη στην τρίτη της βαθμίδα- κ.ά.).

Οι διαστάσεις των προαναφερθεισών μεταβολών αναλύονται σε τρεις άξονες.

1. Το πεδίο της κρατικής παρέμβασης. Το πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής γειτνιάζει με την αγορά εργασίας και πιο συγκεκριμένα με την δομή της απασχόλησης. Στην πραγματικότητα το πρώτο δείχνει να επικαθορίζεται από τη λογική της αγοράς εργασίας, στο μέτρο που η εκπαιδευτική πολιτική τείνει να θεωρηθεί όλο και περισσότερο ως μια ενεργητική πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας[7].
2. Οι θεσμικές- κανονιστικές διαστάσεις που ορίζουν τους «κανόνες του παιγνίου». Παρατηρείται μια ανάδυση νέων ανισοτήτων σε συνδυασμό με την όξυνση παραδοσιακών ανισοτήτων. Ο Michael Apple παρατηρεί σχετικά ότι παρά τις επαγγελίες περί αναγνώρισης και κατοχύρωσης του διαφορετικού, την «ρητορεία περί της ετερογένειας, του πολιτισμικού πλουραλισμού, της τοπικής ιδιαιτερότητας», μάλλον γινόμαστε μάρτυρες μιας αναζωογόνησης παλιών ιεραρχήσεων και ταξινομιών (κατά φύλο, φυλή και κοινωνική- οικονομική προέλευση/ βλ. Apple, 1996 και Apple, 2000: 315- 332, Whitty, Edwards & Gewitz, 1993: 180- 181). Η ίδια η υπόρρητη δέσμευση ότι «εμείς» πλέον ζούμε σε ένα μετα- μοντέρνο κόσμο, η δόμηση μιας νέας (ενδεχομένως φαντασιακής) μεταμοντέρνας κοινότητας, φαίνεται τελικά (τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικών στην εκπαίδευση) να ευνοεί επιφανειακούς μετασχηματισμούς και εμβαλωματικές λύσεις και να συγκαλύπτει την τελεσθείσα αναδιοργάνωση και αναπαραγωγή παλιών ιεραρχιών (βλ. Apple, 1996: xi). H έμφαση σε συγκεκριμένες μορφές υστέρησης εντός του πληθυσμού μιας χώρας ή και εντός των μειονοτικών πολιτισμικών ομάδων, η επί παραδείγματι παροχή περισσότερων ευκαιριών στις γυναίκες, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης (positive discrimination) αποτελεί την «εκπαιδευτική» πτυχή μιας ολοένα και δημοφιλέστερης θεώρησης της κοινωνικής πολιτικής που εδράζεται στην παροχή «επιλεκτικών, υψηλού επιπέδου υπηρεσιών» σε συγκεκριμένες μειονοτικές και υστερούσες πληθυσμιακές ομάδες, όχι σε όλες όμως, όχι σε όλες πλέον (Titmus, 2000: 48- 49). Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο ο περιορισμός των επαγγελματικών δικαιωμάτων και η απεμπλοκή και ο αποκλεισμός από τη διαδικασία διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής των περισσότερων κοινωνικών (όχι απαραίτητα και οικονομικών όμως) εταίρων οδηγεί στον κατακερματισμό του πεδίου συμμετοχής των \συμφερόντων, και τον περιορισμό της αναδιανομής στην υποχρεωτική βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαίδευση νοείται ως αδιακύβευτο κοινωνικό αγαθό, μόνο στη στοιχειώδη της μορφή και όπως και η εργασία γίνεται διακύβευμα, ενώ η ίδια η εκπαιδευτική πολιτική αποσυλλογικοποιείται. Όλο αυτό το πλαίσιο χαρακτηρίζεται από κάποιους νέο- μαρξιστές ως προϊούσα «συντηρητικοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής», η οποία ενδυναμώνεται από την επιστροφή της «πολιτικής του αυτονόητου» (πρόοδος, ατομικός εκσυγχρονισμός, ανταγωνιστικότητα, κ. λπ.). Σημαίνουσες συμπαραδήλωσεις της τελευταίας θεωρούνται η «νομιμοποιημένη (και αποσιωπημένη) επιστροφή» των ανισοτήτων κατά «τάξη», «φύλο» και «φυλή» (βλ. Hall, 1988: 42, Αpple, 1993: και Apple, 2000: 315- 316 και 328- 330). Τέτοιες ανισότητες νομιμοποιούνται ή και συγκαλύπτονται εντός ενός πλαισίου όπου η νέα θεώρηση των δεξιοτήτων επιτρέπει τον καθαγιασμό προσόντων χωρίς δικαιώματα (qualifications without rights) ενώ η ουδετεροποιημένη εργαλειοποίηση φιλόδοξων μορφωμάτων- projects με κάποια αντισταθμιστική δράση στο παρελθόν, όπως η δια-βίου εκπαίδευση, ευνοεί την προώθηση δικαιωμάτων άνευ προσόντων (rights without qualifications). Όμως σε αυτό το θέμα θα επανέλθουμε.
3. Οι λειτουργικές διαστάσεις και η ορθολογικότητα της κρατικής πολιτικής. Οι μεταβολές στον πυρήνα της μακρο-οικονομικής πολιτικής (μετάβαση από τον Κευνσιανισμό στον Μονεταρισμό) προσδιορίζουν την φύση και την ποιότητα των μεταβολών στη σχέση αγοράς εργασίας και πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης. Στην πραγματικότητα φαίνεται να επιτελείται ένας εξελικτικός επικαθορισμός της ορθολογικότητας της εκπαιδευτικής πολιτικής από την ορθολογικότητα της μακρο-οικονομικής πολιτικής.

In conclusio, η εκπαίδευση κατά μείζονα λόγο δείχνει να στρέφεται στην προετοιμασία του εργαζομένου του πολύσημου (ενίοτε και εναντιόσημου) μορφώματος της Κοινωνίας της Γνώσης. Την, περί ης ο λόγος, δε μετάβαση- μετατόπιση εμφανίζεται να αναγγέλλει (ενίοτε και να επιτελεί) το νέο project της Δια- Βίου Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Απαραίτητη για την κατανόηση της ποιότητας της εξελικτικής αυτής «στροφής» είναι η εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι προτάσεις περί διαδοχικής εναλλασσόμενης απασχόλησης (recurrent education) του OECD, τα εθνικά και υπερεθνικά σχέδια δράσης, οι πολιτικές επαγγελματικής (pro-, in- & out-service training) και ενδοεπιχειρησιακής (on the job) κατάρτισης, συμπύσσονται (στο βαθμό που συμπύσσονται) στο ευρύτερο project της Δια- Βίου Εκπαίδευσης.



3.ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑ- ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ.

Conditio sine qua non για τη Δια- Βίου σήμερα θεωρείται ο συνδυασμός τριών δρώσων συνιστωσών:

H παράλληλη δράση των τριών συνιστωσών θεωρείται ότι πραγματώνει τη στόχευση του ενεργού συσχετισμού της Δια- Βίου Εκπαίδευσης (και Κατάρτισης) με την Κοινωνία της Γνώσης[8].

Πρόκειται για μια ολιστική προσέγγιση, στην οποία εδράζεται (ή από την οποία νομιμοποιείται) η «κινητοποίηση πόρων με σκοπό την ικανοποίηση των αναδυόμενων αναγκών» (OECD, 2001a: 5). Η εστίαση σε μια τέτοιας μορφής προσέγγιση όμως δεν επιτρέπει την αναλυτική προσπέλαση του φαινομένου της «δια- βίου» εκπαίδευσης, στο μέτρο που κινδυνεύει να εκφυλίσει τη σχετική συζήτηση σε ένα καθαγιασμένο μετεωρισμό μεταξύ προσδοκιών και «αυτονόητων» λύσεων. Γι αυτό και οφείλουμε να στραφούμε συνοπτικά σε ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες, που αφορούν στους φορείς υλοποίησης, τις πηγές χρηματοδότησης, τη σχέση της Δια- Βίου Εκπαίδευσης με τα κύρια παραδείγματα- πολιτικές κατάρτισης, αλλά και τις βασικές ομάδες στόχευσης (target groups).

Ωστόσο πριν περάσουμε στην παρουσίαση- ανάλυση αυτών των υποστατικών κατηγορημάτων της Δια- Βίου Εκπαίδευσης οφείλουμε να επισημάνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό οι προτεραιότητες που θέτουν σήμερα διεθνείς φορείς και μορφώματα που ασχολούνται με τη δια- βίου εκπαίδευση, φαίνονται να εκκινούν από έναν επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του (μάλλον ανεπιτυχούς) εγχειρήματος της «διαδοχικής εναλλασσόμενης εκπαίδευσης» (“Recurrent education”)[9].



3.1. ΦΟΡΕΙΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ.

H Δια- Βίου Εκπαίδευση (ακριβέστερα συγκεκριμένες μορφές – τύποι διαβίου εκπαίδευσης) υλοποιείται κατά μείζονα λόγο από
Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα με σχετική αυτονομία προγραμμάτων και δράσεων, που εποπτεύονται από αντίστοιχες ακαδημαϊκές μονάδες- τμήματα (RUC στη Δανία, Lifelong Learning Institute του Emnporia State University in Kansas στις ΗΠΑ κ. λπ)[10].
Ευρύτερους φορείς οι οποίοι συνεργάζονται θεσμικά με Πανεπιστήμια (χαρακτηριστική είναι η αυστραλιανή περίπτωση, με την συνεργασία του National Board of Employment, Education and Training –NBEET- με το Adult Learning Australian Inc. και Πανεπιστήμια όπως κυρίως το RMIT).
Υπηρεσίες και Φορείς Υπερεθνικών Μορφωμάτων (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) που έχουν ήδη διαπιστωμένη εμπειρία και τεχνογνωσία σε ζητήματα συνεχιζόμενης κατάρτισης και επιμόρφωσης ενηλίκων. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

το Γραφείο της Ε.Ε. για το Ανθρώπινο Δυναμικό, την Εκπαίδευση, την Κατάρτιση και τη Νεότητα,
το FORCE (Formation Continue en Europe) της Ε.Ε. και συγκεκριμένα το Γραφείο Τεχνικής Βοήθειας του FORCE,
το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (European Center for the Development of Vocational Training- CEDEFOP),
την Πρωτοβουλία NOW (ειδικά για την κατάρτιση των γυναικών) και HORIZON (για την κατάρτιση ατόμων με ειδικές ανάγκες),
το Πρόγραμμα LEONARDO DA VINCI το οποίο υπάγεται πλέον στην θεσμική «ομπρέλα» του SOCRATES.

Αυτόνομα ad hoc ιδρύματα- φορείς, που συνεργάζονται με ευρύτερα όργανα εποπτείας- σχεδιασμού, στα οποία εκπροσωπούνται φορείς, ομάδες ενδιαφέροντος, επιχειρήσεις {(περίπτωση συνεργασίας στην Ιρλανδία του National Adult Learning Council –το οποίο επιμερίζεται σε 33 αποκεντρωμένα Adult Learning Boards- με τον AONTAS (Irish National Association for Adult Education)/ βλ. και O'Dea, 2001}.
Κοινοπραξίες μεταξύ Πανεπιστημίων και Επιχειρήσεων που δημιουργούν και υποστηρίζουν ευέλικτα, δια- βίου, προγράμματα σπουδών όπως το Stanford Online Program που αφορά μηχανικούς υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών και προέκυψε από την συνεργασία του Stanford University, της Microsoft και της Compaq (βλ. Τσαμασφύρος, 2000: 39).
Πανεπιστήμια «πολυεθνικών επιχειρήσεων», τα οποία έχουν εισέλθει δυναμικά στην αγορά, όπως το Motorola University το οποίο έχει επεκταθεί σε 49 χώρες απασχολώντας περίπου 1000 ακαδημαϊκούς (βλ. France UCE, 1999). Τριάντα από αυτά στις ΗΠΑ (μεταξύ τους και τα Πανεπιστήμια της Motorola, IBM,. Ford, Hewlett- Packard κ. λπ.) ανέπτυξαν όμιλο, με κεντρική στόχευση την μεταξύ τους αναγνώριση των παρεχόμενων ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών (βλ. Τσαμασφύρος, 2000: 39). Τα εν λόγω Πανεπιστήμια καλύπτουν μεγάλο τμήμα της αγοράς που συγκροτείται εξ αιτίας των αναγκών σε συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση,

λειαίνοντας τα μεταξύ τους όρια και επιτελώντας τοιουτοτρόπως μια από τις βασικές , «ουδέτερες», στοχεύσεις της Δια- Βίου Εκπαίδευσης, αλλά
και θέτοντας τα όρια στις ρηματικές πρακτικές και τα ομιλιακά ενεργήματα που δρουν νομιμοποιητικά στην υπόθεση της Δια—Βίου Εκπαίδευσης.

3.2. ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΗΣ «ΜΟΝΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ».

Με δεδομένο ότι φαίνεται πλέον να διαμορφώνεται (ή να κατασκευάζεται;) μια συναίνεση αναφορικά με το ρόλο της διά βίου εκπαίδευσης «ως της μόνης βιώσιμης απάντησης στις διαρκώς εξελισσόμενες ανάγκες εκπαίδευσης και κατάρτισης» (βλ. και Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1995: 11), η νεότερη συζήτηση αναφορικά με την Δια- Βίου Εκπαίδευση προκρίνει ως αναπόφευκτη μια τριμερή δομή υλοποίησης, προκειμένου να «ικανοποιηθούν οι κοινωνικές και οικονομικές στοχεύσεις». Η τελευταία εύγλωττα παρουσιάζεται από τους G8 (βλ. G8, 1999):

Μια σημειωτική ανάγνωση, μακριά από τις μεταμοντέρνες θεωρήσεις της κατά Saussire αυθαίρετης φύσης του σημείου, θα εντόπιζε την ηγεμονική παρουσία μιας νέας κεντρικής σημασίας: της επένδυσης. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο επανακάμπτει στην πιο εργαλειακή της εκδοχή[11]: αυτήν της διαχείρισης- επένδυσης ανθρωπίνων πόρων, υπό την προοπτική της κεφαλαιοποίησης τους και στα πλαίσια των νέων θεωριών της οικονομικής μεγέθυνσης (βλ. Romer, 1992: 71- 85)[12]. Μια σειρά από γεγονότα συγκλίνουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο διακοινωμένος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, στόχος για την προώθηση της δια βίου εκπαίδευσης εντός και εκτός των πλαισίων του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος, με στόχο την αξιοποίηση της συλλογικής εμπειρίας φαίνεται να συνδέεται αποφασιστικά με την εκ νέου έμφαση στην «επαγγελματικά προσδιορισμένη» (vocationally oriented) εκπαίδευση ενηλίκων (βλ. σχετικά Παπαδάκης & Πυργιωτάκης, 2001, Alheit, 1995: 57- 74, Salling – Olesen, 1996: 26- 33), αλλά και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και την απορρέουσα «πολυμορφική προσέγγιση»[13]. Μάλιστα ήδη από τον Ιανουάριο του 1996, οπότε η Σύνοδος των Υπουργών Παιδείας των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ, καθόρισε ως κοινό στόχο «να γίνει η δια βίου εκπαίδευση μια πραγματικότητα για όλους» (βλ. και ΔΠΘ, 1996: 3)[14], Διεθνείς Οργανισμοί και Συνασπισμοί (της Ε. Ε. συμπεριλαμβανομένης) διευκρινίζουν όλο και συχνότερα ότι αυτό οφείλει να γίνει σε συνεργασία και με μη κυβερνητικούς οργανισμούς, πάντα όμως με βάση «τους στόχους που έχουν τεθεί και από τη UNISEF, τον UNDP και κυρίως την Παγκόσμια Τράπεζα» (UNESCO- International Institute for Educational Planning, 1995: 40). Η μακρο-οικονομική στόχευση και δη οι κατεξοχήν φορείς της δείχνουν να επι-καθορίζουν την πολιτική σε αυτόν τον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι νέες ανάγκες ανάπτυξης δεξιοτήτων και ευέλικτης αναβάθμισης τους εμφανίζονται κυρίως σε τομείς εργασίας υψηλής εξειδίκευσης που αφορούν κυρίως διοικητικά στελέχη και επαγγελματίες[15].

Πιο συγκεκριμένα, μετά την οριστική αποτυχία του “man power planning” και την εγκατάλειψη του μοντέλου “manpower requirements approach” (υπόδειγμα αναγκών ανθρωπίνου δυναμικού), που εδραζόταν στην αυστηρή ταξινόμηση- κατάτμηση σε εκπαιδευτικές βαθμίδες του εργατικού δυναμικού και στην ποσοτική προσέγγιση του εκπαιδευτικού κεφαλαίου του εν λόγω δυναμικού (μηχανική προσέγγιση προγραμματισμού της εκπαίδευσης/ βλ. Ψαχαρόπουλος, 2000: 552), η μετάβαση σε πιο ευέλικτες, «ποιοτικές» εκδοχές προγραμματισμού[16] δείχνει αναπόφευκτη για τους θιασώτες του growth development. Μια τέτοια μετάβαση εκκινεί από τη λείανση των τομών ανάμεσα στις εκπαιδευτικές βαθμίδες, την εκ νέου ιεράρχηση γνωστικών αντικειμένων και προτεραιοτήτων, την ανάδειξη ενός πειστικού μάγματος εκπαίδευσης και κατάρτισης (σε επίπεδο πρακτικής και στοχεύσεων), και χρειάζεται νέες κεντρικές σημασίες. Ακριβώς όπως η επένδυση. Ειδικά όταν ήδη από την αρχή της δεκαετίας του ’90, μελέτες αποδεικνύουν ότι η επένδυση στην εκπαίδευση υπερβαίνει σε αποδοτικότητα επενδύσεις σε άλλους τομείς, όπως οι κατοικίες και η υγεία, ενώ το ανθρώπινο κεφάλαιο υπερβαίνει σε αξία το οικονομικό (βλ. McMahon, 1991). Σε αυτές μελέτες βασίζεται άλλωστε ο ΟΟΣΑ προκειμένου να επαναπροσδιορίσει το πλέγμα των πολιτικών στην εκπαίδευση, εκκινώντας από την αναγωγή σε μεταβιομηχανικό εκπαιδευτικό θέσφατο

1. της (θεωρούμενης ως) θεμελιακής επαλληλίας μεταξύ μετρήσιμου ανθρωπίνου κεφαλαίου και οικονομικής ανάπτυξης {contribution of human capital to economic growth/ βλ. OECD, 2001: ειδικά κεφ. Α3 (σ. 48- 52) και Β (σ. 53- 118) και Παπαδάκης, 2001: 43}, και
2. του ρόλου αμφοτέρων (σ.σ. ανθρωπίνου κεφαλαίου και οικονομικής ανάπτυξης) ως οντολογικής προϋπόθεσης της εκπαίδευσης στην «κοινωνία της γνώσης».

Την προαναφερθείσα μετάβαση ευνοεί ο δεδομένος πλέον μανιχαϊστικός μετεωρισμός της Τριτοβάθμιας και δη της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (που καλείται διεθνώς να επωμισθεί, κατά μείζονα λόγο, το βάρος της υλοποίησης της Δια- Βίου Εκπαίδευσης και Κατάρτισης) μεταξύ δύο αξόνων ανάπτυξης, που ωστόσο αμφότεροι αναγνωρίζουν την ανάγκη έμφασης σε μια (είτε ρυθμιζόμενη, είτε ελεύθερη) λειτουργική ανταγωνιστικότητα και ικανότητα πλαισίωσης στην αγορά[17].



3.3. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ.

Η έννοια της επένδυσης στρέφει εκ των πραγμάτων το ενδιαφέρον και στο ζήτημα της χρηματοδότησης. Εν προκειμένω θα περιοριστούμε σε μια σύντομη επισκόπηση της κατάστασης στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γερμανία (βλ. μεταξύ άλλων Tippelt, 2001: 46- 47). Οι κύριες πηγές χρηματοδότησης ως τα τώρα φαίνονται να είναι:

1. οι επιχορηγήσεις από το δημόσιο τομέα,
2. τα έσοδα από τη συμμετοχή των εκπαιδευόμενων,
3. φορείς αναγνωρισμένοι από το Κράτος (καλύπτουν το 70 % των εξόδων στη Γερμανία),
4. τα Εμπορικά- Τεχνικά Επιμελητήρια,
5. διάφορες Οργανώσεις Εργαζομένων,
6. επιχειρήσεις (κυρίως σε ότι αφορά την ανάπτυξη- εξέλιξη προγραμμάτων ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης εντός ευρύτερων projects δια- βίου εκπαίδευσης),
7. οργανώσεις πολιτών (ειδικά σε θέματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης).

3.4. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ.

Πριν ακόμα από την ηγεμονία στη διεθνή συζήτηση της Δια- Βίου προσέγγισης, το πρόβλημα της αναγνώρισης – πιστοποίησης δεξιοτήτων[18] εργαζομένων σε διαφορετικά εθνικά περιβάλλοντα και προερχόμενων από διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα (με έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση- κατάρτιση, αλλά και στις μη επίσημες -non formal – δεξιότητες[19]) αποτελούσε ζέον σημείο στη διεθνή συζήτηση περί πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης. Σε αυτό συνέβαλλε και το γεγονός ότι ήδη από tο 1957 η Συνθήκη της ΕΟΚ έχει εισάγει την πολιτική κατάρτισης ως μια «περιοχή που οφείλει να γίνει ‘‘αρμονική’’ (σ.σ. ομοιόμορφη μεταξύ των Κρατών μελών) τόσο σε νομικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο» (CEDEFOP, 1998: 11). H εξέλιξη των στρατηγικών αναγνώρισης – πιστοποίησης διήλθε από τρία θεμελιώδη στάδια:

1. η εναρμόνιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (1957- 1973),
2. η «στρογυλλοποίηση»- αποσαφήνιση των επιπέδων κατάρτισης (1973- 1992), και
3. η οριστική σύγκληση των συστημάτων κατάρτισης (1992 κ. έ./ βλ. CEDEFOP, 1998: 11 και Sellin, 1997).

Σήμερα η πολυπλοκότητα των αναγκών, η πολυδιάστατη φύση τόσο του μεταβιομηχανικού εργασιακού τοπίου όσο και του ίδιου του project της Δια- Βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης θέτει νέα προβλήματα και εγείρει νέες αξιώσεις ευελιξίας και ελαστικότητας αναφορικά με το πρόβλημα της αναγνώρισης- πιστοποίησης.

Επιχειρώντας κανείς να εντοπίσει εξαιρετικά συνοπτικά τις νεότερες τάσεις αναφορικά με το ζήτημα- πρόβλημα της πιστοποίησης- αναγνώρισης προσόντων, οφείλει να εστιάσει οπωσδήποτε στις περιπτώσεις της Β. Αμερικής και της Ε.Ε. Ήδη έχουμε αναφερθεί στην περίπτωση της Β. Αμερικής και του εγχειρήματος σύμπηξης δικτύου πιστοποίησης προσόντων- δεξιοτήτων αποκτηθέντων από την εμπλοκή σε μορφές Δια- Βίου Εκπαίδευσης μεταξύ Πανεπιστημίων, Επιχειρήσεων και λοιπών φορέων. Στην Ευρώπη πολύς λόγος γίνεται για τη δημιουργία ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού δικτύου, που κυρίως καταρτίζει. Το Δίκτυο αυτό δείχνει να αποτελεί μείζονα προοπτική για την Κοινωνία της Γνώσης και το βασικό υποστατικό της κατηγόρημα, ήτοι τη Δια- Βίου Μάθηση και Εκπαίδευση[20].

Προτείνεται λοιπόν η παράλληλη ανάπτυξη ενός ενιαίου συστήματος πιστοποίησης δεξιοτήτων, που θα λειτουργεί επικουρικά στο κεντρικό «επίσημο» δίκτυο εκπαίδευσης και κατάρτισης, πιστοποιώντας «τι είναι σε θέση πρακτικά να κάνει ο εκπαιδευμένος- εργαζόμενος» (soft skills). Το εν λόγω σύστημα θεωρείται ότι συνάδει με τις νέες μορφές ευέλικτης και παγκοσμιοποιημένης- διεθνοποιημένης εκπαίδευσης (μάθηση εξ αποστάσεως κ. λπ.). Συνίσταται δε «στην ευέλικτη αναγνώριση επιμέρους δεξιοτήτων (πως να συντάσσεις μια κείμενο προσφορών, ένα πίνακα επεξεργασίας κειμένου κλπ.)» (European Commission, 1995: 9).

Με αυτήν την «από-τα-κάτω» (bottom up) προσέγγιση, επιχειρείται να αντισταθμιστεί το πρόβλημα της δεδομένης «ανομοιομορφίας των διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων» (E. C., 1995: 7- 8), αλλά και να ικανοποιηθεί η ανάγκη αναγνώρισης μη- επίσημων δεξιοτήτων. Η πιλοτική εφαρμογή του “Individual Portfolio Project” (1995) κατέληξε στην πρόταση, από την Commission, για εισαγωγή μιας Ευρωπαϊκής Κάρτας Προσωπικών Δεξιοτήτων (European Personal Skills Card- PSC), η οποία

* θα «επιτρέπει στους εργοδότες οπουδήποτε στην Ε.Ε. να καταλαβαίνουν τα επίπεδα και τους τύπους προσόντων που πραγματικά κατέχει ένας αιτών (για εργασία)» (Ε. C. 1997: 7) και
* λειτουργεί εντός ενός ευρύτερου «Ευρωπαϊκού Συστήματος Αξιολόγησης Δεξιοτήτων» (European Skill Accreditation System).

H σχετική συζήτηση και οι συναφείς πιλοτικές εφαρμογές συνεχίζονται κυρίως στην κατεύθυνση της δημιουργίας ειδικών συστημάτων αναγνώρισης- αξιολόγησης δεξιοτήτων ανά τομέα της αγοράς και της οικονομίας γενικότερα.

Σήμερα εδραία γνώση και ως τέτοια αφετηρία της συζήτησης για την αναγνώριση – πιστοποίηση στα πλαίσια της Δια- Βίου Εκπαίδευσης (κυρίως Κατάρτισης) φαίνεται να αποτελούν συστήματα όπως

1. το “Certification of Competence and Credit Transfer”, το οποίο αναπτύχθηκε από τη “Unione Italinana delle Camere di Commercio” και εταίρους από 4 Ευρωπαϊκές χώρες, αποτελεί μετεξέλιξη της βρετανικής πρότασης αξιολόγησης μεθόδων κατάρτισης και συναφών αποκτηθεισων δεξιοτήτων[21] και εδράζεται στην διευκόλυνση μετακίνησης στελεχών ανάμεσα σε διαφορετικά εθνικά περιβάλλοντα (από τη μία εταιρεία στην άλλη ή από το ένα εθνικό παράρτημα πολυεθνικής στο άλλο), ή
2. το “New Skills and New Capabilities for Professional Competence” project, το οποίο αναπτύχθηκε από Βρετανικά, Γαλλικά και Ιταλικά Ινστιτούτα, καταλήγει μεταξύ άλλων και στη δημιουργία ενός πακέτου λογισμικού για την αναγνώριση (μη επίσημων) δεξιοτήτων[22] σε διαφορετικά επίπεδα γνώσης και δράσης και εστιάζει στις ανάγκες πιστοποίησης δεξιοτήτων των εργαζομένων σε οποιοδήποτε τομέα της βιομηχανίας -με έμφαση στη βαριά βιομηχανία- (βλ. αναλυτικότερα CEDEFOP, 1998: 25).

Μοντέλα πιστοποίησης συνδέονται, όλο και περισσότερο, με αντίστοιχα, αναπτυσσόμενα, συστήματα ταξινόμησης εκπαιδευτικών βαθμίδων και τύπων κατάρτισης, στο μετα- δευτεροβάθμιο χώρο, με σημαντικότερο το ISCED (International Standard Classification of Education), η εφαρμογή του οποίου «αποφασίστηκε το 1997 και ανατρέπει ριζικά τα δεδομένα του προηγούμενου συστήματος που ίσχυε από το 1976» (Κλάδης, 2000: 468).

Ποιες είναι όμως εκείνες οι κρίσιμες δεξιότητες, περί των οποίων ο λόγος; Ποια είναι σε αυτήν την περίπτωση η ρευστή ζώνη γνώσης με τη μεγαλύτερη αξία (για να θυμηθούμε και τους Spencer και Kazamias/ βλ. Kazamias, 1960: 307- 330 ); Σε ένα από τα κείμενα εργασίας του ILO (International Labour Office) και συγκεκριμένα των δικτύων POLFORM (Training Policies and Systems Branch) και EMPFORM (Employment and Training Department) επιχειρείται μια από τις πλέον εύστοχες ταξινομήσεις των δεξιοτήτων που μια ολιστική Δια- Βίου Εκπαίδευση & Κατάρτιση οφείλει να προκρίνει, προκειμένου να αποκριθεί «στα μεταβαλλόμενα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα…. (μεγιστοποιώντας) τις ευκαιρίες δια- βίου μάθησης για όλους τους εργαζόμενους»:

Τελικός στόχος είναι η βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης και η διεύρυνση περιεχομένων και εμβέλειας, μέσω και της ανάπτυξης των προαναφερθεισων δεσμών δεξιοτήτων (βλ. αναλυτικότερα Rodgers, 1998).



3.5. ΔΙΑ-ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ.

Επιχειρώντας κανείς να χαρτογραφήσει συνοπτικά τη σχέση Δια- Βίου Εκπαίδευσης και πολιτικών- πρακτικών κατάρτισης στην Ευρώπη, ταξινομώντας λόγους και δράσεις και αξιοποιώντας τα δεδομένα που προκύπτουν από τα σχετικά Ευρωπαϊκά Εθνικά Σχέδια Δράσεων για την Απασχόληση, μπορεί να εισάγει- με σχετική ασφάλεια- το κάτωθι σχήμα που αποκρίνεται στον κεντρικό «πυλώνα ανάπτυξης»:

Kαι στις δυο περιπτώσεις στόχευση αποτελεί η γρήγορη αύξηση της απασχολησιμότητας του εργατικού δυναμικού, άνεργου ή μη (European Commission, 1995: 1& 7). Στην πραγματικότητα ένα τέτοιο διμερές παράδειγμα εκπαίδευσης- κατάρτισης «για όλο το βίο» παρακολουθεί μια αντίστοιχη μετατόπιση που επισυμβαίνει στην αγορά. Αναφερόμαστε στην μετατόπιση

1. από τους yappies (εργαζόμενοι και στελέχη που στόχευαν στη γρήγορη κάθετη ανάπτυξη της σταδιοδρομίας τους) στους
2. flexies, που στοχεύουν στην οριζόντια ανάπτυξη σε όσον το δυνατόν περισσότερες θέσεις σε διαφορετικές επιχειρήσεις (βλ. Σουμέλης, 2001: 123 & 124) .



3.6. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ– ΟΜΑΔΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ: ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ.

Η θεωρητική συζήτηση περί δια- βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης αλλά και οι απορρέουσες πολιτικές εστιάζουν αναπόφευκτα στις κατηγορίες πληθυσμού, που κατεξοχήν αποτελούν (ή οφείλουν να αποτελέσουν) «αντικείμενο» ενδιαφέροντος των προγραμμάτων Δια- Βίου Εκπαίδευσης (και δη αυτών που υλοποιούνται εντός ή σε συνεργασία με Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Πρόκειται κυρίως για:

1. εργαζόμενους σε επιχειρήσεις και φορείς του Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (με έμφαση σε ειδικευμένα στελέχη επιχειρήσεων και σε εργαζόμενους ΔΕΚΟ σε χώρες με διογκωμένο δημόσιο τομέα/ βλ. Βελλή, 1997),
2. απόφοιτους Ιδρυμάτων μετα- δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με δυσκολίες ένταξης ή παραμονής στην αγορά- παραγωγή,
3. μειονότητες (UNESCO, 1999: 142 και E.C., 1997),
4. ευρύτερα κοινωνικά αποκλεισμένους (π.χ. Association de la Fondation Etudiante pour la Ville/ Καμαρούδης & Tambrun, 2001: 272- 278).



4. ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ.

Η νέα πραγματικότητα, η οποία δείχνει να σημασιοδοτείται από την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση των αγορών, τις αναπλαισώσεις της απασχόλησης, το μόρφωμα της Κοινωνίας της Γνώσης (είτε με βάση την οικονομοκεντρική θεώρηση – OECD, E.U.- είτε με βάση την ανθρωποκεντρική θεώρηση –UNESCO-), επηρεάζει αναπόφευκτα τις πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης. Η αναθεώρηση της σχέσης ανάμεσα σε συστηματοποιημένη εκπαίδευση, πανεπιστημιακή μόρφωση και αγορά εργασίας[23] εγγράφεται ήδη στις εκπαιδευτικές δομές,

* είτε με την εισαγωγή και νομιμοποίηση ευέλικτων πολιτικών σύνδεσης των Προγραμμάτων Σπουδών και των Γνωστικών Αντικειμένων με την οικονομία και την αγορά εργασίας,
* είτε με πλαίσια χρηματοδότησης που διακριτικά νομοθετούν (περίπτωση των ΕΠΕΑΕΚ στην Ελλάδα) και επαναπροσδιορίζουν τα πλαίσια ελέγχου και τους τύπους κυβερνησιμότητας αναφορικά με τη σχέση Διεθνών Οργανισμών, Κρατών και Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ειδικά πανεπιστημίων).

Εκφάνσεις αυτών των εξελίξεων αποτελούν τάσεις- φαινόμενα ορατά και στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα πλέον. Ειδικά σε ότι αφορά στην περίπτωση των Πανεπιστημίων περιοριζόμαστε να αναφέρουμε μια σειρά δομικών «μεταρρυθμίσεων» (ή ακριβέστερα διαρρυθμίσεων), όπως η εισαγωγή προγραμμάτων σπουδών μικρής διάρκειας σε συνδυασμό με την εισαγωγή (ή το εγχείρημα εισαγωγής όπως στην ελληνική περίπτωση) προγραμμάτων δια- βίου εκπαίδευσης, η διευρυμένη χρήση μεθόδων εκπαίδευσης από απόσταση (ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση) και η ενθάρρυνση της ενεργού συμμετοχής του Πανεπιστημίου και στις διαδικασίες κατάρτισης (βλ. και Κλάδης, 2000: 466, OECD, 1998 και CRE, 1997).

Ως νέος ζωτικός χώρος της Εκπαίδευσης νοείται πλέον το μετα- δευτεροβάθμιο τοπίο. Και αυτό δείχνει να αποτελεί τόπο μιας διευρυμένης συναίνεσης που εδράζεται στην αναμενόμενη (και περίπου ευκτέα) ταύτιση «του εκπαιδευτικού χώρου που χαρακτηριζόταν ως μετα- δευτεροβάθμιος με το χώρο που χαρακτηρίζεται ως τριτοβάθμιος» (Κλάδης, 2000: 468). Οι λειτουργίες που θεωρείται ότι προοδευτικά θα χαρακτηρίζουν τον διαμορφούμενο ενιαίο εκπαιδευτικό χώρο, στα πλαίσια της πραγμάτωσης της Δια- Βίου Εκπαίδευσης, είναι η ακαδημαϊκή (academic) και η επαγγελματική. Η τελευταία εγκαθιδρύει ένα νέο, θεσμοποιημένο, διαφορικό διαμοιρασμό. Γίνεται πλέον λόγος για υψηλού επιπέδου επαγγελματική λειτουργία–professional και για την χαμηλότερου επιπέδου επαγγελματική λειτουργία-vocational (Κλάδης, 2000: 468 και ΥΠΕΠΘ, 2001: Α1). Μέσα σε ένα τέτοιο τριμερές πλαίσιο αναμένεται να αναπτυχθεί το project της Δια- Βίου Εκπαίδευσης, ενόσω η βελτιστοποίηση, η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και η βιωσιμότητα αναγορεύονται σε υποστατικά κατηγορήματα της Κοινωνίας της Γνώσης (βλ. και Papadakis, 1998: 11- 55).

Πέραν του επαναπροσδιορισμού του ρόλου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης[24], της προοπτικής της σύμπηξης του μετα-δευτεροβάθμιου ενιαίου εκπαιδευτικού χώρου (με ότι αυτό σημαίνει για το υποστατικό δίπολο του Πανεπιστημίου, ήτοι την έρευνα και διδασκαλία), της θεμιτοποιημένης ένταξης μακρο-οικονομικών στοχεύσεων στο επίκεντρο των πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης, της νομιμοποιημένης επιστροφής του ιδεολογήματος του ατομικού φιναλισμού στη μορφή των ατομικών σχεδίων μάθησης, στρατηγικών καριέρας και ανάπτυξης δεξιοτήτων, της συναφούς πρόταξης αναγκών που συνυφαίνονται με την Δια- Βίου, αναφύονται και μια σειρά πρακτικών προβλημάτων που δεν αντισταθμίζονται ούτε με τους εννοιολογικούς μετασχηματισμούς και τις νέες σημασίες που επιβάλλονται, ούτε με την καινοφανή πολιτική αλλά και θεσμική δημοσιότητα στην οποία εμβαπτίζεται η Δια- Βίου προσέγγιση στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα δεδομένο πρόβλημα, το οποίο εγγίζει τα όρια της αντινομίας. Πρόκειται για το γεγονός ότι η ανάγκη για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που εγγενώς χαρακτηρίζει κάθε εκπαιδευτική διαδικασία (και δη καινοτόμα) και η ανάγκη για «δια- βίου» προσέγγιση- οριοθέτηση των γνωστικών αντικειμένων οφείλουν να ικανοποιηθούν σε ένα ιδιαίτερα πιεστικό χρονικό ορίζοντα, που μεταβάλλει τα πλαίσια δράσης μαζί με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και προτάσσει «την αναγκαιότητα για ταχεία αντίδραση- απόκριση» στις ίδιες τις απαιτήσεις της αγοράς και της οικονομίας (βλ. Kozek, 1997: 61).

Το νέο αξιακό vademecum που εισηγείται η Δια- Βίου προσέγγιση, οι ενδιαφέρουσες δράσεις «επ-έκτασης» των διαδικασιών εκπαίδευσης και μάθησης προς διαφορετικά πεδία- τομείς και στάδια του βίου τις οποίες προοικονομεί, οι ανθρωποκεντρικές εκφάνσεις της και οι (όποιες) αντισταθμιστικές προοπτικές της δεν παραγνωρίζονται φυσικά. Όμως μια ανάλυση πολιτικής και δη εκπαιδευτικής πολιτικής δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός ότι η Εκπαιδευτική Πολιτική ως ρηματική πρακτική είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια της επικοινωνίας, της γνώσης αλλά και της εξουσίας. Όπως και σε κάθε άλλο παράδειγμα Πολιτικού Λόγου που αξιώνει δράση, έτσι και εδώ οι εκφορείς έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα- αιτούμενο της αποδεκτικότητας και επι-τελεστικότητας των εκφορών[25]. Για αυτό και διαπιστώσεις περί ευρύτατου ανοίγματος των θυρών της γνώσης σε όλους, όποτε αυτοί επιθυμούν, μέσω της «ομπρέλας» της Δια- Βίου Εκπαίδευσης και της νέας «μαζικής εκπαίδευσης» που αυτή εισηγείται (μέσα από τις – αναντίλεκτα σημαντικές- δράσεις που περιλαμβάνει ή ενθαρρύνει, όπως η χρήση των Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση – ΤΠΕ-, ο θεσμός του ανοικτού Πανεπιστημίου, τα «Πανεπιστήμια της Δεύτερης Ευκαιρίας», τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών κ. λπ.), χρήζουν μιας προσεκτικότερης ανάλυσης.

Στρεφόμενοι λοιπόν στην ίδια την ουσία και τη φύση των περί Δια- Βίου Εκπαίδευσης εκφορών, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε

* ούτε την ασάφεια και τις γενικεύσεις που ενθηλακεύονται στο Δημόσιο Λόγο περί Δια- Βίου,
* ούτε τους ρομαντικούς μαξιμαλισμούς (ενίοτε και ουδετεροφανείς ωραϊσμούς) αναφορικά με τα προσδοκώμενα οφέλη (για ποιους αλήθεια;;;) της επιτελικής σύζευξης Δια- Βίου Εκπαίδευσης και Κοινωνίας της Γνώσης και
* ούτε κυρίως το γεγονός ότι η Δια- Βίου Εκπαίδευση και Κατάρτιση συνιστά την κυρίαρχη και στρατηγική επιλογή οργανισμών όπως ο OECD, αλλά και τη μείζονα μεταρρυθμιστική επαγγελία, συγκειμενικά εδραιωμένη (contextually embedded) στο νεοαναδυθέν παράδειγμα επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή το human recourse development.

Οι συμπαραδηλώσεις που ενέχει μια τέτοια (μάλλον εύγλωττη) ιστορική και πολιτική σύμπτωση ενισχύουν τη διαπίστωση ότι ανάμεσα στο διακύβευμα που είναι η δια-βίου προσέγγιση στην εκπαίδευση, το πρόταγμα που είναι η διαμόρφωση ενός ενιαίου μετα-δευτεροβάθμιου χώρου, ο οποίος στρατηγικά συνδέει κατάρτιση και εκπαίδευση και προσαρμόζει αμφότερες στις ανάγκες της αγοράς και στην προοπτική της αειφόρου σωρευτικής ανάπτυξης διαμεσολαβούν συγκεκριμένα μέσα τα οποία

* νομιμοποιούνται από ρηματικές πρακτικές που συστρέφονται γύρω από την δημοσιοποιημένη πρόθεση «υπέρβασης της υπάρχουσας σήμερα διάκρισης ανάμεσα στην αρχική εκπαίδευση και συνεχιζόμενη εκπαίδευση- κατάρτιση» (Βλ. Τσαμασφύρος, 2000: 38),
* χαρακτηρίζονται από σαφή οικονομική αναφορικότητα συναρμοσμένη με την ηγεμονεύουσα τεχνο-κουλτούρα[26] και
* νομιμοποιούνται από το γενικευμένο φετιχισμό της τεχνικής και οικονομικής ανάπτυξης ως καθολικής προόδου (βλ. και Τσουκαλάς 1998: 203).



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ελληνόγλωσσες

Βελλή, Α. (1997) Εκπαίδευση και κατάρτιση στον δημόσιο τομέα ΙΙΙ. Προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των ΔΕΚΟ (Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών ΚΕΚΜΟΚΟΠ).

Γράβαρης, Δ. (1991) Πολιτικές απασχόλησης και ο ρόλος του Κράτους στην αγορά εργασίας, Τόπος, τευχ. 3, σσ. 3- 36.

Γράβαρης, Δ. (1993) Στοιχεία για μια κριτική θεωρία της κοινωνικής πολιτικής, στο Π. Γετίμης- Δ. Γράβαρης (επιμ.), Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνική Πολιτική (Αθήνα, Θεμέλιο, σσ. 29- 72).

Γράβαρης, Δ. (1994), Εκπαίδευση και Πολιτική Οικονομία. Αρχές εκπαιδευτικής πολιτικής στους A. Smith, J. St. Mill και A. Marshall (Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα).

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (1996) Το πρόγραμμα Ι.Μ.Η.Ε. (Institutional Management in Higher Education) του ΟΟΣΑ στην νέα περίοδο λειτουργίας του από το 1997 έως 2001- Έκθεση του Εθνικού Αντιπροσώπου Διονύση Κλάδη (Αλεξανδρούπολη, ΔΠΘ).

Dahl, R. (2001) Περί Δημοκρατίας (Αθήνα, μτφ. Β. Κόρκας, Ψυχογιός).

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1995) ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γενικός Ενημερωτικός Οδηγός (Βρυξέλλες, Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).

Ζαμπέτα, Ε. (1994) Η εκπαιδευτική πολιτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Αθήνα, Θεμέλιο).

Καζαμίας, Α. (1984) Η εκπαιδευτική κρίση και τα παράδοξα της, στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 58 (2), Εν Αθήναις, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, σσ. 416-468.

Καμαρούδης, Σ. & Tambrun, Ι. (2001) H ένωση του φοιτητικού ιδρύματος για την πόλη, στο Κ. Χάρης- Ν. Πετρουλάκης- Σ. Νικόδημος (επιμ.), Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια-βίου μάθηση (Αθήνα, Ατραπός, σσ. 272- 278).

Κλάδης, Δ. (2001) Αναγκαιότητα νέων στρατηγικών για τα Πανεπιστήμια μπροστά στον 21ο αιώνα και στην κοινωνία της γνώσης και της μάθησης, στο Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Συγκριτική παιδαγωγική ΙΙΙ (Αθήνα, Gutenberg, σσ. 463- 475).

Λιοναράκης, Α. (2001) Ποιοτικές προσεγγίσεις στον σχεδιασμό και στην παραγωγή εξ αποστάσεως πολυμορφικού εκπαιδευτικού υλικού, στο Β. Μακράκης (επιμ.), Νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση και εκπαίδευση από απόσταση (Αθήνα, Ατραπός, σσ. 47- 63).

Μπουζάκης, Σ. (2001) Η αξιολόγηση στο σύγχρονο κόσμο. Μια ιστορική – συγκριτική προσέγγιση, στο Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Συγκριτική παιδαγωγική ΙΙΙ (Αθήνα, Gutenberg, σσ. 273- 285).

Παπαδάκης, Ν. (2001) Η παιδεία των Ελλήνων ως κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα, στο Ι. Πυργιωτάκης (επιμ. Ν. Παπαδάκης), Εκπαίδευση και Κοινωνία στην Ελλάδα (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 17- 49).

Πιζάνιας, Π., Γκίβαλος, Μ., Παυλόπουλος, Π. κ. ά. (1997) Οι πολίτες και οι πολιτικοί στην Ελλάδα σήμερα (Αθήνα, ΙΣΤΑΜΕ).

Πυργιωτάκης, Ι. (1995) Κράτος πρόνοιας και ελληνική εκπαιδευτική πολιτική, στο Α. Καζαμίας & Μ. Κασσωτάκης (επιμ.), Ελληνική Εκπαίδευση (Αθήνα, Σείριος, σσ. 84- 120).

Πυργιωτάκης, Ι. & Παπαδάκης, Ν. (2002) Η φλεγμαίνουσα συναίνεση. Προγραμματικός Λόγος και Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εκπαίδευση, στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα. Πρακτικά 8ου Επιστημονικού Συνεδρίου (Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα).

Σουμέλης, Κ. (2001) Στρατηγικές της διαβίου μάθησης, στο Κ. Χάρης- Ν. Πετρουλάκης- Σ. Νικόδημος (επιμ.), Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια-βίου μάθηση (Αθήνα, Ατραπός).

Salama, P. (1998) Νέες μορφές φτώχειας στη Λατινική Αμερική, στο ΙΣΤΑΜΕ, Η Αριστερά στην Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα (Αθήνα, ΙΣΤΑΜΕ, σσ. 55- 99).

Τσαμασφύρος, Γ. (2000) Το Πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα, στο Δ. Μπασιαντής (επιμ.), Το Πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα (Αθήνα, Παπαζήση, σσ. 15- 54).

Τσουκαλάς, Κ. (1998) Η νέα κοινωνική αλληλεγγύη, στο ΙΣΤΑΜΕ, Παγκοσμιοποίηση, κράτος- έθνος, κοινωνική αλληλεγγύη, τεχνολογία και πολιτισμός (Αθήνα, ΙΣΤΑΜΕ, σσ. 189- 209).

Tippelt, R. (2001) Συστήματα της διαβίου μάθησης και της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, στο Κ. Χάρης- Ν. Πετρουλάκης- Σ. Νικόδημος (επιμ.), Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια-βίου μάθηση (Αθήνα, Ατραπός).

ΥΠΕΠΘ (2000) Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Βασικοί άξονες Β΄ Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης, στο http://www.epeaek.gr/EpixProgram.htm

ΥΠΕΠΘ (2001) Σχέδιο Νόμου για την οργάνωση και λειτουργία των Ινστιτούτων Δια- Βίου Εκπαίδευσης, Αθήνα (Αθήνα, ΥΠΕΠΘ- Γραμματεία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης).

UNESCO (1999) Εκπαίδευση. Έκθεση της Επιτροπής Delors (Αθήνα, Gutenberg).

Φασούλης, Κ. (2001) Η ποιότητα στη διοίκηση του ανθρωπίνου δυναμικού της εκπαίδευσης, Επιθεώρηση Επιστημονικών και Εκπαιδευτικών Θεμάτων, τευχ. 4, σσ. 186- 198.

Foucault, M. (1989), Επιτήρηση και τιμωρία (Αθήνα, μτφ. Κ. Χατζηδήμου- Ι. Ράλλη, Ράππα).

Ψαχαρόπουλος, Γ. (2000) Παιδεία, κράτος, ανταγωνιστικότητα: Για μια βελτίωση της σχέσης, στο Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Iστορικο- συγκριτικές προσεγγίσεις (Αθήνα, Gutenberg, σσ. 549- 565).


Ξενόγλωσσες

Alheit, P. (1995) Biographical learning. Theoritical outline, challenges and contradictions of a new approach in adult education, in P. Alheit et al (eds), The biographical approach in European Adult Education (Wien, Verband Wiener Volksbildung, pp. 57- 74).

Αpple, M. W. (1993) Official Knowledge. Democratic education in a conservative age (New York- London, Routledge).

Apple, M. W. (1996) Cultural politics and Education, New York and London (Columbia University -Teachers College Press).

Apple, M. W. (2000) How the conservative restoration is justified, στο Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Iστορικο- συγκριτικές προσεγγίσεις (Αθήνα, Gutenberg, σσ. 315- 332).

Ball, St. (1994) Education Reform (Buchingham, Open University Press).

Carnoy, M. & Castells, M. (1995) Sustainable flexibility: a prospective study on work, family and society in the information age (University of Stanford- Berkeley University).

CEDEFOP (1998) Panorama: Recognition and transparency of vocational qualifications. The way forward (Germany, CEDEFOP).

CRE (1997) A European Agenda for Change for Higher Education in the 21st Century Papers on Higher Education, in CRE Action, no. 111.

Delors, J. et al (1996) Learning. The treasure within (Paris, ed. UNESCO).

Deming, W. E. (1993) The new economies for industry, government, education (Cambridge, MIT Center of Advanced Engineering Study).

Esping- Andersen, G. (1990) The three worlds of welfare capitalism (Cambridge, Polity).

European Commission (1995) White Paper: Teaching and Learning. Towards a Learning Society (Brussels, ed. E. C./ Directorate General Education. Training and Young).

European Commission (1997) Review of reactions to White Paper (Bruxelles, DG XXII).

European Commission (2001) Memorandum: making a European Area of lifelong learning a reality (Brussels, E.C.).

European Union (1997) Directive 486/25- 7- 1997.

Eurydice (1993) Private/ Non State Education: Forms and Status in the Member States of the European Community (Brussels, Task Force Human Resource. Education Training Youth- European Unit of EURYDICE).

Fordham, P. (1989) Universities and Adult education: Policies and programmes, in C. Titmus (ed), Lifelong learning education for adults (Oxford, Pergammon Press).

France UCE (1999) Report.

Fraser, N. (1998) From redistribution to recognition? Dilemmas of Justice in a “post- socialist” age, in C. Willett (ed.), Theorizing Multiculturalism (Cornwall, Blackwell).

Friedman, M. (1982) Capitalism and Freedom (Chicago, The University of Chicago Press).

Gewirtz, S. & Ozga, J. (1990) Partnership, pluralism and educational policy: a reassessment, in Journal of Educational Policy, 5 (1).

Gravaris, D. (2002) From one form of state intervention to another: Policy rationality and legitimacy norms in education, (announcement) in International Symposium on “State, Society, Market and Policies in Education” (Rethymnon, University of Crete/ Department of Political Science, May 17 2002).

Gravaris, D. & Papadakis, N. (2002) Educational Policy beyond consensus-reductionism . Do we need a new educational- policy-researching-paradigm in the context of “market-driven” educational systems?, in XXth CESE Conference, (London, University of London/ IoE, July 19 2002).

G8 (1999) Aims and ambitions for lifelong learning, in http://www.g8cologne.de

Hall, St. (1988) The Toad in the Garden: Thatcherism among the theorists, in G. Nelson & L. Grossberg (eds), Marxism and the Interpretation of culture (Urbana, Un. Of Illinois Press).

Held, D. (1995) Democracy and the Global System, in D. Held (ed.), Political Theory Today (Cambridge, Polity Press).

Heslep, R. D. (1987) Conceptual Sources of Controversy about educational Policies, in Educational theory, 37 (4), pp. 415- 434.

Kazamias, A. (1960) What Knowledge is of most worth? An historical conception and a modern sequel, in Harvard Educational Review, 30 (4), pp. 307- 330.

Kozek, T. (1997) International co-operation in curriculum development for vocational education and training, in CEDEFOP, Vocational Training European Journal, no. 11 («Innovation and reform: training in Central and Eastern European countries»), May- August 1997, pp. 53- 62.

Institute of International Education (1995) Investing in Human Capital. Leadership for the Challenges of the 21st Century (New York, IIE).

Mackinnon, D.- Statham, J.- Hales, M. (1996) Education in the UK. Facts and figures (London, Open University).

McMahon, W. (1991) Relative Returns to Human and Physical Capital in the U.S. and Efficient Investment Strategies, in Economics of Education Review, 10 (4), pp. 283- 296.

Murhane, R. J. & Levy, F. (1996) Teaching the New Basic Skills (London, The Free Press).

Morrell, F. (1989) Children of the future (London, Hogarth Press).

OECD (1996) Making lifelong learning a reality for all (Paris, OECD).

OECD (1998) Redefining Tertiary Education (Paris, OECD).

OECDa (2001) Education at a glance (Paris, OECD).

OECDb (2001) OECD Education Ministers Conference (Paris 2- 4 April 2001, in www.oecd.org/els).

O' Dea, W. (2000) White Paper on Adult Education. Learning for Life (Department of Education and Science August 2 2000).

Papadakis, N. (1998) European Educational Policy and the Challenges of the Post- industrial Society: Towards the Learning Society, in P. Alheit– H. Olesen- S. Papaioannou (eds), Education, Modernization and Peripheral Community (Roskilde, RUC, pp. 11- 55).

Rodgers, G. (1998) Introduction to POLFOR, in International Labour Office, Training Policies and Systems Branch. Employment and Training Department (Geneva, ILO).

Romer, P. (1992) Endogenous Technical Change, in Journal of Political Economy, 95 (5), pp. 71- 85.

Salling – Olesen, H. (1996) Adult Education and Everyday Life (Roskilde, RUC).

Sellin, B. (1997) Recognition and transparency of vocational qualifications in the European Union (Thessaloniki, CEDEFOP).

Schultz, T. W. (1960) Capital formation by education, in Journal of Political Economy, no. 68, pp. 571-584.

Titmuss, R. (2000) Universalism versus selection, in Chr. Pierson- F. G. Castles (eds), The Welfare State Reader (Cambridge, Polity Press).

Tracy, M. B.& Dills Tracy, P. (1999) Education and Social Welfare Policy, in J. Midgley.- M. B. Tracy & M. Livermore (eds), The handbook of social policy (California, Sage).

UNESCO- International Institute for Educational Planning (1995) Major Programme I: Towards lifelong learning for All (28C/5- II.A) (Paris, UNESCO).

West- Burnham, J. (1990) Education Management for the 1990’s (New York, Longman).

Whitty, G.- Edwards, T.- Gewitz, S. (1993) Specialization and choice in Urban Education (New York, Routledge).

World Bank/ Department of Education and Social Policies (1994) Higher Education: Lessons from experience (Washington DC, World Bank, July 1994).

[1] Για τη θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου, τις καταβολές της και τη σημασία της στην εκπαίδευση αρκούμαστε να επισημάνουμε τα εξής. Η θεωρία αυτή εμφανίστηκε στις ΗΠΑ μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έδωσε έμφαση στη σημασία της εκπαίδευσης ως μείζονος επένδυσης, που μπορεί να αυξήσει το συνολικό κεφάλαιο (βλ. Πυργιωτάκης, 1995: 98- 99), θεωρώντας την τελικά ως το «κλειδί που ανοίγει την πόρτα του εκσυγχρονισμού» (όπως χρόνια αργότερα αποφάνθηκαν οι αμερικάνοι οικονομολόγοι Harbinson και Myers- βλ. Καζαμίας, 1984: 423). Ως βασικός εισηγητής της θεωρίας αυτής καταγράφεται ο T. W. Schultz (βλ. Schultz, 1960), ενώ σημαντική υπήρξε η εκδοχή την οποία προώθησε ο Milton Friedman στα πλαίσια της φιλελεύθερης προσέγγισης του στην εκπαίδευση και τη σχέση της με το Κράτος και την Κοινωνία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 (Friedman, 1982: ειδικά σ. 85- 107).

[2] Για τη σχέση εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και πολιτικής στρατηγικής βλ. Παπαδάκης, 2001: 41, Ζαμπέτα, 1994: 70 και Gerwitz & Ozga, 1990: 38.

[3] Η δεύτερη με την έννοια της μορφής της εν γένει κοινωνικής πράξης, της οποίας οι σκοποί, τα μέσα και οι συνέπειες αποτελούν συνιστώσες της ορθολογικότητας της (βλ. αναλυτικότερα Γράβαρης,1993).

[4] Στην πραγματικότητα οι υλικές συμπαραδηλώσεις της «παγκόσμιας αλληλοσύνδεσης (interconnectedness)», ευνοούν μια σημαίνουσα τάση μείωσης του αριθμού και της ποιότητας των «πολιτικών εργαλείων και τεχνικών» εξουσίας που διαθέτουν οι εθνικές κυβερνήσεις και αποδυναμώνουν το Πολιτικό πεδίο εν γένει (Held, 1995: 207).



[5] Ας μην ξεχνάμε ότι τα εκάστοτε «πειθαρχικά συστήματα αντιτάσσουν στην εγγενή και αντίπαλη δύναμη της πολλαπλότητας τη μέθοδο της σταθερής και εξατομικευμένης πυραμίδας» (Foucault, 1989: 288), όπως εν προκειμένω την πρόταξη αναγκών που συνυφαίνονται με την αμιγώς ατομική ικανοποίηση και την ατομικότητα (βλ. Πιζάνιας κ. ά., 1997: 20- 21).

[6] Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε την διαρκώς ισχυροποιούμενη τάση συρρίκνωσης των αμιγώς ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αύξηση των μη Κρατικών (non State) αλλά όχι παραδοσιακά ιδιωτικών Ιδρυμάτων. Τα τελευταία σχετίζονται με το Κράτος μέσω κάποιας μορφής (συνήθως διακριτικού) ελέγχου, αλλά και διακρίνονται από ένα σύμμεικτο καθεστώς χρηματοδότησης (βλ. σχετικά Eurydice, 1993: 5).

[7] Αφετηριακή θέση της Ε.Ε. είναι ότι «τα ίδια τα θεμέλια μιας οποιαδήποτε Ευρωπαϊκής κοινωνίας, που προτίθεται να διδάξει στα παιδιά της τις αρχές των δικαιωμάτων του πολίτη, θα υπονομεύονταν εάν αυτή η διδασκαλία αποτύγχανε στη σύγχρονη παροχή προοπτικών εργασίας» (European Commission, 1995: 3). Η αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής, ικανής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το φόβο της ανεργίας, που κατέχει δεσπόζουσα θέση στο κοσμοείδωλο των περισσότερων νέων ανθρώπων, είναι αξιοσημείωτη.

[8] Μέσα από τέσσερις πυλώνες δράσεις, σύμφωνα τουλάχιστον με την Επιτροπή Delors: “να μάθουμε να γνωρίζουμε, να μάθουμε να πράττουμε, να μάθουμε να συνυπάρχουμε και να μάθουμε να υπάρχουμε» (βλ. Μπουζάκης, 2001: 277).

[9] H «διαδοχική εναλλασσόμενη εκπαίδευση» εδραζόταν στην:

Ø Εναλλαγή εκπαίδευσης και εργασίας.

Ø Κατάργηση των τερματικών βαθμίδων στην τυπική εκπαίδευση ενηλίκων ώστε κάθε πρόγραμμα να οδηγεί σε ένα άλλο.

Ø Αναγνώριση της επαγγελματικής εμπειρίας και διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Βλ. σχετικά OECD, 1996 και Σουμέλης, 2001.

[10] Διαπιστώνεται μια σαφής τάση μετατόπισης της εκπαίδευσης ενηλίκων, στα πλαίσια της δια- βίου εκπαίδευσης και μάθησης, από τις Τοπικές Εκπαιδευτικές Αρχές και Κοινωνίες στα Πανεπιστήμια (Mackinnon, 1996: 99). Στη Μ. Βρετανία (Αγγλία & Ουαλία) τα Πανεπιστήμια παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης ενηλίκων. Διδάσκοντες είναι μέλη του διδακτικού προσωπικού των Τμημάτων, μέλη άλλων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και προερχόμενοι από άλλους επαγγελματικούς χώρους.

Πέραν του Open University, παρέχονται στα πλαίσια των συμβατικών Πανεπιστημίων ποικίλα προγράμματα εκπαίδευσης:

¨ extra- mural, τα οποία εστιάζουν στη λεγόμενη φιλελεύθερη εκπαίδευση ενηλίκων (πολιτική επιστήμη, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, επιστήμες της αγωγής και του ανθρώπου κ. λπ.), δεν καταλήγουν στην παροχή πιστοποιητικών ή την απονομή πανεπιστημιακών τίτλων, και διενεργούνται στα πλαίσια θερινών σχολείων ή κέντρων εκπαίδευσης ενηλίκων (Fordham, 1989: 290),

¨ μερικής φοίτησης προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου σε ενήλικες με στόχο είτε την απόκτηση τίτλων σπουδών είτε την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων (Fordham, 1989: 289),

¨ εξειδικευμένα προγράμματα τα οποία παρέχονται σε μέλη επαγγελματικών ομάδων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό (up-date) των γνώσεων τους στον επαγγελματικό τομέα τους,

¨ ειδικά προγράμματα για τις ένοπλες μονάδες, ή προγράμματα κατάρτισης πανεπιστημιακών.

[11] Η εν λόγω επανάκαμψη διευκολύνεται από την ευθεία διασύνδεση της Δια- Βίου Εκπαίδευσης με την απασχολησιμότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Συνόδου του Λουξεμβούργου (1998), όπου κεντρικά αιτήματα υπήρξαν

Ø η προσαρμογή των Υπηρεσιών Απασχόλησης στην πρόληψη της ανεργίας μέσω της σύνδεσης με Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για την παροχή «δια- βίου μάθησης»,

Ø η τόνωση της επιχειρηματικότητας και προσαρμοστικότητας,

Ø η παροχή ίσων επαγγελματικών ευκαιριών σε άνδρες, γυναίκες και άτομα με ειδικές ανάγκες.

[12] Aναφορικά με τη σχέση ανθρώπινου- υλικού κεφαλαίου και τις συναφείς αξιακές κατανομές (βλ. και Ψαχαρόπουλος, 2000: 550- 551).

[13] Η πολυμορφικότητα «απορρίπτει την αρχή ‘‘το μέσον για το μέσον’’ και προκρίνει το μέσον ως εργαλείο μετάδοσης και επεξεργασίας της γνώσης» (Λιοναράκης, 2001: 49).

[14] Ας σημειωθεί εδώ ότι το 1996 είχε επιλεγεί από το Ευρω-Κοινοβούλιο ως «Ευρωπαϊκό Έτος Δια- Βίου Μάθησης».

[15] Ειδικά στις ΗΠΑ το 72% των νέων θέσεων εργασίας το 1994 αφορούσε στελέχη στους «τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, των οικονομικών υπηρεσιών, επιχειρήσεων, επικοινωνιακών μέσων και τηλεπικοινωνιών» (World Βank, 1994).

[16] Μια τέτοια εκδοχή προγραμματισμού δίνει έμφαση πλέον στην ανάπτυξη «μαλακών» (soft) δεξιοτήτων- ειδικοτήτων όπως ικανότητα ανάγνωσης σε επίπεδο 3ης Γυμνασίου+, ικανότητα επιτέλεσης αριθμητικών πράξεων σε επίπεδο 3ης Γυμνασίου+, ικανότητα επίλυσης απλών προβλημάτων και ελέγχου υποθέσεων, ικανότητα συλλογικής εργασίας με άτομα διαφορετικής προέλευσης, ικανότητα αποτελεσματικής στοχευμένης επικοινωνίας- συνεννόησης και ικανότητα χρήσης Η/Υ (Murhane & Levy, 1996: 32). Ακριβώς δηλαδή εκείνες τις δεξιότητες- ικανότητες «που ζητούν σήμερα οι εργοδότες από την εκπαίδευση και οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις παλιές ‘’σκληρές ειδικότητες’’» (Ψαχαρόπουλος, 2000: 551).

[17] Πρόκειται συγκεκριμένα για:

Ø Tο μοντέλο του «ρυθμιζόμενου ανταγωνισμού», βάσει του οποίου η κυβέρνηση θέτει ένα πλαίσιο στόχων και τα Πανεπιστήμια το ερμηνεύουν ελεύθερα, με γνώμονα τις δυνατότητες αλλά και τις ιδιαιτερότητες τους (γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, τομείς ειδίκευσης κ. λπ.). To εν λόγω μοντέλο συνάδει με το μοντέλο αξιολόγησης- διασφάλισης ποιότητας SWOT (Strengths, Weakness, Opportunities & Threads).

Ø Το μοντέλο της ελεύθερης δράσης, σύμφωνα με το οποίο τα Πανεπιστήμια υιοθετώντας το δόγμα της ελεύθερης αγοράς αναλαμβάνουν αποκλειστικά την ευθύνη της σκοποθεσίας τους (βλ. Τσαμασφύρος, 2000: 23).

[18] H αλλιώς πρόβλημα αναγνώρισης και διαφάνειας δεξιοτήτων (recognition and transparency).

[19] Με τον όρο μη επίσημες δεξιότητες είθισται να νοούνται οι δεξιότητες που δεν έχουν αποκτηθεί ή δεν μπορούν να πιστοποιηθούν στα πλαίσια του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος.

[20] Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τα πορίσματα συσκέψεων ομάδων ενδιαφέροντος όπως η Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων τον Φεβρουάριο του 1995- βλ. Papadakis, 1998: 25 και Carnoy M.- Castells, 1995.

[21] «Assessing Training Method” του Business and Technology Educational Council.

[22] Το λογισμικό αυτό φέρει τον τίτλο “Tree of Knowledge” (Δέντρο της Γνώσης).

[23] Αποτέλεσμα του νέου πλαισίου εργασιακών σχέσεων, λειτουργιών και δράσεων (Κλάδης, 2000: 465).

[24] Το 2000 το ερευνητικό πρόγραμμα των ΚΕΕ του ΥΠΕΠΘ και του Ε.Μ.Π. με τίτλο «Τα Πανεπιστήμια στη νέα χιλιετία» καταλήγει στην έκδοση συλλογικού τόμου με τα πορίσματα του προγράμματος και προτάσεις πολιτικής. Εκεί, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι «τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να προσαρμοστούν στη λογική της ‘’δια- βίου μάθησης’’, να προωθηθούν δηλαδή πλατύτερα και πιο ευέλικτα προγράμματα σπουδών και να δημιουργηθούν ευέλικτες ακαδημαϊκές δομές και οργανώσεις. Για παράδειγμα, θα πρέπει να προωθηθεί η ακαδημαϊκή αναγνώριση της εργασιακής εμπειρίας του ατόμου, αλλά και η απλή εμπειρία της ζωής , που συσσωρεύεται σαν άτυπη γνώση καθώς κάποιος μεγαλώνει σε ηλικία» (Τσαμασφύρος, 2000: 41). Πρόκειται για αλλαγές που προτείνονται για την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αξιοποιώντας και τη διεθνή εμπειρία, ήδη από το 2000. Το 2001 το ΥΠΕΠΘ προτείνει σχέδιο νόμου για την οργάνωση της Δια- Βίου Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιέχει διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα υποκατάστασης διδακτικών ενοτήτων με την «συναφή επαγγελματική εμπειρία» του εκπαιδευόμενου, ταυτίζοντας ουσιαστικά την θεωρητική- ερευνητική γνώση με την επαγγελματική εμπειρία (ΥΠΕΠΘ, 2001: Α.4. 7β). Με σχετική ασφάλεια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κάτι τέτοιο υπερβαίνει τα όρια μιας απλής «ιστορικής σύμπτωσης».

[25] «Το αποτέλεσμα μια ενέργειας η οποία υπαγορεύεται από μια πολιτική, όντας το άμεσο αποτέλεσμα της ενέργειας, οφείλει να εκλαμβάνεται (από τον ερευνητή), μόνο ως ο κατά προσέγγιση αντικειμενικός στόχος της ΕΠ» (Heslep, 1987).

[26] Ας μην ξεχνάμε ότι η εκπαίδευση αυτού του τύπου (ευέλικτη εκπαίδευση- κατάρτιση, εκπαιδευτικά projects στα πλαίσια της Δια- Βίου προσέγγισης) αποτελεί διαπιστωμένα τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στις ΗΠΑ μετά από αυτήν της υγείας (βλ. αναλυτικότερα Τσαμασφύρος, 2000: 38). Η ίδια δε η οικονομική αναφορικότητα «διευκολύνεται» από την θεώρηση του κατεξοχήν πεδίου «θεραπείας» της Δια- Βίου Εκπαίδευσης, δηλαδή του Πανεπιστημίου ως σύνθεσης πελατών, των οποίων οι ανάγκες πρέπει να ικανοποιηθούν. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ιδρυμάτων εκπαίδευσης Μηχανικών και Έρευνας αποφαίνεται το 1997: «Το Πανεπιστήμιο έχει ‘‘προϊόντα’’, ‘‘πελάτες’’, ‘‘συνεργάτες’’ και ‘‘στελέχη’’….Στην πραγματικότητα, όλα τα στοιχεία του Πανεπιστημιακού περιβάλλοντος (σπουδαστές, διδακτικό προσωπικό, μη ακαδημαϊκό προσωπικό, βιομηχανία, Κοινωνία) είναι, σε διαφορετικούς βαθμούς πελάτες του Πανεπιστημίου, οι ανάγκες των οποίων πρέπει να ικανοποιηθούν, και αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής του» (CEASER’S BRIDGE, Report 1997, όπως παρατίθεται στο Τσαμασφύρος, 2000: 33).

Πηγή ανάκτησης:
elemedu
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...

6 Ιουλ 2010

Η εκπόνηση Μεθοδολογικής Προσέγγισης (Διδακτική) των Προγραμμάτων δια βίου εκπαίδευσης από απόσταση


Του Αντώνη Λιοναράκη

1. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Αν και η ιστορία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ξεκινάει πριν 150 χρόνια περίπου με τις «σπουδές δι’ αλληλογραφίας», ο όρος «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970, ενώ το 1982 καθιερώθηκε και επίσημα όταν το Διεθνές Συμβούλιο για την Εκπαίδευση δι΄αλληλογραφίας (International Council for Correspondence Education), άλλαξε την ονομασία του σε Διεθνές Συμβούλιο για την εξ αποστάσεως Εκπαίδευση (International Council for Distance Education) και αργότερα, ως σήμερα, σε Διεθνές Συμβούλιο για την Ανοικτή και εξ αποστάσεως Εκπαίδευση (International Council for Open and Distance Education) (Λιοναράκης, 2006). Στο Διεθνές αυτό Συμβούλιο, στο οποίο αντιπροσωπεύονται τα περισσότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα εξ αποστάσεως του κόσμου και αποτελεί τον παγκόσμιο ιστό επικοινωνίας ανάλογων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, είναι αξιοσημείωτο ότι ο όρος που...

χρησιμοποιείται σήμερα για την «Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση» είναι «Ανοικτή Μάθηση και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση». Το γεγονός αυτό είναι δηλωτικό της σύγχρονης αντίληψης για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η οποία αφενός θεωρείται «ανοικτή» συνεχής και προσβάσιμη απ’ όλους, αφετέρου είναι φανερό ότι η έμφαση δίνεται στην ευέλικτη, αλληλεπιδραστική και πολυμορφική μεθοδολογία, η οποία απαντά στις μαθησιακές ανάγκες όλων των πολιτών (Λιοναράκης, 2006).
Περιγράφοντας γενικά τη μορφή της και τη δομή της μπορούμε να πούμε ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι μια μορφή, ένα σύστημα εκπαίδευσης, πολύ συχνά ένα δομημένο σύστημα εκπαίδευσης ενηλίκων, που εφαρμόζεται σε όλα τα μέρη του κόσμου, παρέχοντας ευκαιρίες μάθησης στα άτομα εκείνα τα οποία δεν μπορούν ή δεν έχουν δυνατότητες προσβάσεων να 3
συμμετέχουν στη συμβατική-παραδοσιακή μορφή εκπαίδευσης που συντελείται μέσα σε μια αίθουσα διδασκαλίας. (Ματραλής, 1998, Holmperg, 1995).
Στη μορφή αυτή εκπαίδευσης, η οποία θεωρείται σύμφωνα με τον Holmerg (1977) μια εκπαιδευτική καινοτομία, η οποία παρέχει στους εκπαιδευόμενους, το μέγιστο βαθμό ανεξαρτησίας, περιλαμβάνονται όλα τα επίπεδα σπουδών, τα οποία διεξάγονται χωρίς την άμεση επίβλεψη εκπαιδευτών που βρίσκονται σε αίθουσες διδασκαλίας, μέσα όμως σ’ ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο, το οποίο καθοδηγεί, διευκολύνει και ελέγχει τη διαδικασία. Το πλαίσιο αυτό σχεδιάζεται, οργανώνεται και υλοποιείται από έναν εκπαιδευτικό φορέα. Οι διεθνείς εφαρμογές δείχνουν ότι το πλαίσιο αυτό λειτουργεί σε συμβατικά εκπαιδευτικά συστήματα και σε συστήματα δια βίου εκπαίδευσης ενηλίκων.
Αν και ο όρος «εξ αποστάσεως» συχνά παραπέμπει στον προσδιορισμό της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ως την εκπαίδευση, κατά την οποία, υπάρχει μια φυσική απόσταση μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων η άποψη αυτή σήμερα θεωρείται όχι μόνο απλοϊκή αλλά και παρερμηνεία παλαιότερων εποχών (Λιοναράκης, 2006).
Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα έχει προταθεί από το 1998 ο όρος «Πολυμορφική Εκπαίδευση» και έχει δοθεί ο παρακάτω ορισμός:
4
Η πολυμορφική εκπαίδευση προτείνεται ως όρος, ο οποίος οριοθετεί τη διάσταση της απόστασης μέσα σε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο προσεγγίσεων α) ποιότητας και β) χρήσης μέσων και εργαλείων. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση από τη φύση της θα πρέπει να περιέχει εκπαιδευτικό υλικό προσανατολισμένο στη μάθηση και τη διδασκαλία. Τα μέσα που χρησιμοποιεί (έντυπο υλικό, οπτικοακουστικά, νέες τεχνολογίες κ.α.) δεν βασίζονται πάντα σε μια ποιοτική προσέγγιση. Από τη στιγμή όμως που τα δεδομένα αυτά καλύπτονται και η εκπαίδευση από απόσταση καλύπτει όχι μόνο τα μέσα, αλλά και τις αρχές μάθησης και διδασκαλίας, τότε διαφοροποιείται και δύναται να καλείται πολυμορφική εκπαίδευση. Έτσι, ο όρος ‘πολυμορφική εκπαίδευση’ λαμβάνει μια ιδιαίτερη αξία και υποδηλώνει την ποιοτική εκπαίδευση που λειτουργεί με αρχές μάθησης και διδασκαλίας σε ένα εξ αποστάσεως περιβάλλον (Lionarakis, 1998).
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας συγκεκριμένος και απόλυτος ορισμός για την εξ αποστάσεως, γιατί κάθε ορισμός ικανοποιεί συγκεκριμένες ανάγκες και προσδιορίζεται από πρακτικές εφαρμογές με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί ορισμοί, εφαρμογές και ερμηνείες (Λιοναράκης, 2003). Ο προσδιορισμός όμως των βασικών χαρακτηριστικών
α) της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης,
β) των ανοικτών συστημάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά και
γ) της ανοικτής παιδείας / μάθησης
μπορούν να συμβάλλουν στην καλύτερη εννοιολογική της προσέγγιση και στον προσδιορισμό του πεδίου της.
Βασικά χαρακτηριστικά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι λοιπόν τα εξής (Keegan, 2000, Λιοναράκης, 1999) :
5

Η απόσταση που χωρίζει τον εκπαιδευόμενο από τον εκπαιδευτή, είναι το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί την εξ αποστάσεως εκπαίδευση από την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία, ωστόσο ο εκπαιδευόμενος καθοδηγείται από τον εκπαιδευτή

Η χρήση και μέγιστη αξιοποίηση ειδικά σχεδιασμένου- συνθετικού- λειτουργικού- ολοκληρωμένου- πολυμορφικού εκπαιδευτικού υλικού, στοιχείο που διαφοροποιεί την εξ αποστάσεως από την κατ’ ιδίαν μελέτη

Η χρήση τεχνολογικών μέσων και εργαλείων για τη μεταφορά του εκπαιδευτικού περιεχομένου. Μέσω αυτών των τεχνολογικών εργαλείων και μέσων συναντώνται εκπαιδευόμενοι και εκπαιδευτές και γίνεται συστηματική υποστήριξη των εκπαιδευομένων.

Η εξασφάλιση αμφίδρομης επικοινωνίας έτσι ώστε ο εκπαιδευόμενος να επωφελείται και /ή ακόμα και από τον άμεσο και ζωντανό διάλογο

Η δυνατότητα συναντήσεων σε περιστασιακή βάση τόσο για διδακτικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους

Η ικανότητα του εκπαιδευτικού φορέα / ιδρύματος να αναπροσαρμόζει το εκπαιδευτικό υλικό, μηχανισμούς και πρακτικές

Η προσαρμογή ή /και επιλογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τις υπάρχουσες ανάγκες

Ο μεγάλος αριθμός εκπαιδευομένων γεγονός το οποίο, διαφοροποιεί ριζικά την εξ αποστάσεως εκπαίδευση από τις άλλες μορφές της εκπαίδευσης.
Εκτός από τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να αναφερθούν και τα χαρακτηριστικά των ανοικτών συστημάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα οποία σύμφωνα με το Λιοναράκη (1998, 2000) είναι τα εξής:

Δεν απαιτούν τη φυσική παρουσία του εκπαιδευόμενου σε μια αίθουσα διδασκαλίας 6

Δεν προϋποθέτουν επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις, και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τυπικά προσόντα.

Απευθύνονται και εκπαιδεύουν ανομοιογενείς πληθυσμούς φοιτητών (ηλικία, εμπειρίες, εργασία, κίνητρα, ικανότητες κ.α.)

Απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό φοιτητών, τείνοντας να καλύψουν τις επιθυμίες όλων των ενδιαφερομένων.

Καλύπτουν όλα τα επίπεδα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (προπτυχιακή-μεταπτυχιακή)

Εγκαταλείπει τις σπουδές του σχετικά μεγάλος αριθμός φοιτητών.

Υπάρχει οργανωμένος μηχανισμός αποστολής / παραλαβής του εκπαιδευτικού υλικού και επικοινωνίας
Χαρακτηριστικά της ανοικτής παιδείας / μάθησης

Πρόσβαση (πρόσβαση κοινωνικά και οικονομικά αποκλεισμένων ομάδων, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων κλπ)

Δεύτερη και τρίτη (πολλαπλή ευκαιρία)

Δια βίου και συνεχιζόμενη μάθηση

Ευελιξία

Μαθητικο – κεντρικό σύστημα (σύστημα επικεντρωμένο στον μαθητή)

Μεταφορά διδακτικών ή μαθησιακών μονάδων

Αναγνώριση (τυπικών και σε ορισμένες περιπτώσεις άτυπων) προηγούμενων εμπειριών μάθησης και δεξιοτήτων
Συνοψίζοντας και επεκτείνοντας, «η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ένας συγκερασμός διαφόρων μορφών εκπαιδευτικής πράξης, η οποία μέσα από μια μακρά πρακτική εφαρμογών και μια ωριμότητα, οδήγησε σε ένα σύγχρονο και ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό σύνολο. Μορφές εκπαίδευσης παλαιότερων 7
δεκαετιών που διαμόρφωναν σταθερά τα χαρακτηριστικά τους, όπως: η εκπαίδευση ενηλίκων, εκπαίδευση δι’ αλληλογραφίας, αντιαυταρχική εκπαίδευση, ανοικτή μάθηση ή ανοικτή εκπαίδευση, εκπαίδευση μερικής παρακολούθησης, δια βίου μάθηση, εκπαίδευση με τη βοήθεια των τεχνολογιών, συμβουλευτική κ.α., οδήγησαν σε ένα σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης, που είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί με όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά με τα οποία λειτουργεί ένα συμβατικό εκπαιδευτικό σύστημα.»
Επιστήμες της Αγωγής
Σχήμα 1 (Πηγή: Λιοναράκης, 2006)
Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους και τα χαρακτηριστικά, τα οποία σκιαγραφούν την ταυτότητα της ανοικτής μάθησης και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, είναι απαραίτητο να εξεταστούν δύο βασικές έννοιες του πεδίου, η μάθηση και η διδασκαλία.
Τεχνολογίες Πληροφορίας
και Επικοινωνίας
Εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Συμβουλευτική, Εκπαίδευση Ενηλίκων,
Θεωρίες Επικοινωνίας
Αντιαυταρχική και Συμμετοχική Εκπαίδευση,
και Μέσων
Δια βίου Μάθηση, Θεωρίες Μάθησης,
Μαζικής Ενημέρωσης
Τεχνικές Διδασκαλίας 8
2. Η μάθηση και η διδασκαλία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Η διαδικασία της μάθησης είναι το επίκεντρο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας οργανωμένης ή μη, τυπικής ή άτυπης. Για τη διερεύνηση της φύσης της μάθησης έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες οι οποίες σύμφωνα με τον Alan Rogers (2002, σ. 112), συνθέτουν ένα «αχανές πεδίο, γεμάτο κινδύνους και πολυπλοκότητες». Για πολλούς μελετητές η μάθηση είναι μια πολυσύνθετη πολυπαραγοντική και εξελικτική διαδικασία που αναφέρεται σε μια συστηματική μεταβολή στη συμπεριφορά, η οποία έρχεται ως αποτέλεσμα της εμπειρίας που αποκομίζεται από μια συγκεκριμένη κατάσταση. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελετητές (Lewin, Kolb, Freire, Mezirow, Jarvis, Boud κ.ά.) που δεν θεωρούν τη μάθηση απλά μια αλλαγή στη συμπεριφορά, η οποία προκαλείται με αφορμή εξωτερικά ερεθίσματα (με άλλα λόγια η μάθηση δεν τελειώνει με ένα αποτέλεσμα), αλλά υποστηρίζουν αποτελεί μια συνεχή διεργασία, η οποία έχει ως βασικό σημείο αναφοράς τη συνθετική επεξεργασία των εμπειριών. Ο Jarvis γράφει (2004): «Μάθηση είναι η διεργασία του μετασχηματισμού της εμπειρίας σε γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις, αξίες, συναισθήματα».
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μελετητών και καμία θεωρία, είτε ανήκει στη συμπεριφοριστική σχολή είτε στη γνωστική είτε στην ανθρωπιστική είτε σε άλλη δέσμη θεωριών, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι 9
διαθέτει αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε. (Κόκκος, 2005)
Ανεξάρτητα, όμως, από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υιοθετούν οι μελετητές σχετικά με τη φύση της μάθησης, παρατηρείται σύμπτωση των απόψεών τους στο ότι η μάθηση αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης, επειδή επιτρέπει στο άτομο να κατανοεί όσα συμβαίνουν στον κοινωνικό του περίγυρο και στον ίδιο του τον εαυτό και έτσι να προσανατολίζεται μέσα στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση εκπαίδευσης οι θεωρίες μάθησης που υιοθετούνται καθορίζουν την μαθησιακή διαδικασία. Ωστόσο η μάθηση ως διαδικασία συντελείται σε όλη την ζωή του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την εκπαίδεύση του, με κάθε νέα εμπειρία, σε κάθε νέα κατάσταση προσφέρεται μια ευκαιρία μάθησης, που άλλοτε εσωτερικεύεται και άλλοτε όχι. Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση η μάθηση δεν είναι συνυφασμένη με τη διδασκαλία αλλά θεωρείται μια διαδικασία ξεχωριστή και μοναδική για κάθε άτομο, την οποία ανακαλύπτει κατά τη διάρκεια της μαθησιακής του πορείας και εξέλιξης.
Σύμφωνα με τον Jarvis (1993 οπ. αναφ. στο Holmberg, 1995) μάθηση σημαίνει κάτι παραπάνω από απόκτηση γνώσης, είναι η επεξεργασία του μετασχηματισμού της εμπειρίας σε γνώση, δεξιότητες, νοοτροπίες, αξίες και συναισθήματα μετά από μια σειρά εσωτερικών διεργασιών.
Επίσης, για τον Holmberg (1995) «ο σκοπός της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι να προσφέρει υπηρεσίες διδασκαλίας και μάθησης, με την έννοια να προωθεί τους σκοπούς της εκπαίδευσης, οι οποίοι εμπλέκουν την ανάπτυξη της δημιουργικής και κριτικής σκέψης».
Ακόμη για το Λιοναράκη (2003) «Η μάθηση δεν είναι προϊόν, το οποίο μεταφέρεται δια μέσου της διδακτικής πράξης από μία πηγή σε μία άλλη, ή από μία περιοχή σε μία άλλη, ή ακόμα από μία εμπειρική – φιλοσοφική 10
διάσταση σε μία άλλη. Δεν είναι μεταφερόμενο, ούτε μεταβιβάσιμο είδος. Είναι προϊόν που ανακαλύπτεται από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές και μεθόδους. Αυτό το εκπαιδευτικό αξίωμα είναι το κλειδί της επιστημονικής και μεθοδολογικής προσέγγισης της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Η διδακτική πράξη ενισχύει, υποστηρίζει, βοηθά, κεντρίζει, ορίζει, συνθέτει, ερμηνεύει, αντανακλά, τεκμηριώνει, αποδεικνύει, εν τέλει διδάσκει, αλλά αυτόνομα δεν μαθαίνει».
Ο Holmberg (1995) επιβεβαιώνει αυτή την άποψη υποστηρίζοντας ότι «Η μάθηση μπορεί να συμβεί χωρίς διδασκαλία και η διδασκαλία χωρίς μάθηση» Η διδασκαλία έχοντας ως βασικό σκοπό τη μάθηση οφείλει να διευκολύνει τη μάθηση με κάθε τρόπο. Ωστόσο, όταν διδάσκεται ένα αντικείμενο δε γνωρίζουμε κατά πόσο έχει κατανοηθεί, τι έχει κατανοηθεί και ενδεχομένως να έχει κατανοηθεί κάτι διαφορετικό από αυτό που προσδοκούσαμε από τη διδασκαλία (Loser and Terhartm 1977 στο Holmberg 1995).
Είναι φανερό ότι η μάθηση είναι στο επίκεντρο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και η σχέση της με τη διδασκαλία είναι ένα κομβικό ζήτημα το οποίο διερευνάται. Οι θεωρητικοί της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στους ορισμούς που διατύπωσαν προσδιόρισαν το ρόλο και τη μεθοδολογία διδασκαλίας.
Σ’ ένα μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής έρευνας, διδασκαλία θεωρείται «η δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων και μέσα στο πλαίσιο της αίθουσας διδασκαλίας, όπου η επικοινωνία διεξάγεται μέσω της ανθρώπινης φωνής και υπάρχει άμεση, αυθόρμητη, συχνά συναισθηματική αλληλεπίδραση ανάμεσα στον διδάσκοντα και στους διδασκόμενους. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται κοινωνική σχέση αλληλεπίδρασης που προϋποθέτει την άμεση χωρίς καθυστερήσεις επικοινωνία» (Moore, 1977 όπ. αναφ. στο Keegan, 2001). Ωστόσο με τη σταδιακή εξάπλωση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι σημαντικό να 11
μελετηθεί η διδασκαλία κάτω από αυτό το πρίσμα και να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά της.
Καθοριστικό στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ότι «η διδακτική διαδικασία αλλάζει χέρια και προσανατολισμό και από την ευθύνη του διδάσκοντα περνά στη σφαίρα ευθύνης του διδακτικού υλικού, το οποίο είναι πλέον διαμορφωμένο ως διδακτικό εγχειρίδιο, ανεξάρτητα από το τύπο και τη μορφή που ακολουθεί. Η ευθύνη του διδάσκοντα ως προς τη διδακτική περιορίζεται τυπικά, αλλά συγχρόνως αναβαθμίζεται η εμπλοκή του σε ρόλο συμβουλευτικό, υποστηρικτικό και ενθαρρυντικό προς τον διδασκόμενο. Διατηρεί λοιπόν έναν διαφορετικό μειωμένο, αλλά ανανεωμένο διδακτικό ρόλο και δραστηριοποιείται παράλληλα στο να υποστηρίξει ένα δομημένο διδακτικό υλικό.» (Λιοναράκης, 2001).
Κατά τον Holmberg (1978, 1983 όπ. αναφ. στο Keegan, 2001, σ. 122-123), στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση κάθε σπουδαστής διδάσκεται ως μονάδα και όχι σε ομάδες παρά το γεγονός ότι σε πολλά συστήματα περιλαμβάνονται ομαδικές συναντήσεις. Άλλωστε τα μοντέλα εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι πολλά.
Ο κύριος κορμός της διδασκαλίας πραγματοποιείται μέσω του εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο από την οπτική του εκπαιδευομένου (μαθητή) αποτελεί μαθησιακό υλικό, ενώ από την οπτική του διδάσκοντα αποτελεί διδακτικό υλικό. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού υλικού, ο οποίος θα 12
παρουσιαστεί αναλυτικότερα στη συνέχεια, είναι εξαιρετικά σημαντικός για τη μαθησιακή διαδικασία, αφού πρέπει να είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εκπαιδευόμενοι να μάθουν αποτελεσματικά από αυτό με όσο το δυνατόν λιγότερη βοήθεια από το διδάσκοντα. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει απουσία του διδάσκοντα, αφού ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας υποστηρίζεται και καθοδηγείται από αυτόν, ο οποίος είναι απομακρυσμένος χωρικά και χρονικά από το σπουδαστή σύμφωνα με την Perraton (1988 στο Βασάλα, 2007-η διδασκαλία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση). Γενικότερα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση δίνεται έμφαση στη διδασκαλία μέσω του εκπαιδευτικού υλικού, στην καθοδήγηση από τους διδάσκοντες (Rowntree, 1998) και στην ενεργοποίηση του ίδιου του εκπαιδευόμενου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πρόοδο του (Wedemeyer,1973, όπ. αναφ. στο Keegan, 2001).
Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση ο μαθητής ενεργοποιείται, εξασκείται και «μαθαίνει πώς να πώς να μαθαίνει μόνος του και πώς να λειτουργεί αυτόνομα προς μια ευρετική πορεία αυτομάθησης και γνώσης» με τη βοήθεια και του εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο πρέπει να είναι προσανατολισμένο στη μάθηση και στη διδασκαλία (Λιοναράκης, 2001). Στο επόμενο σχήμα (σχήμα 2) ο Λιοναράκης (2001) αποτυπώνει την αμφίδρομη, αλληλεπιδραστική και θεμελιώδη σχέση μεταξύ τριών βασικών παραγόντων της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (Διδάσκοντα, Διδασκόμενου, Διδακτικού Υλικού)
Σχήμα 2
13
Ωστόσο παρά τις σχέσεις αλληλεπίδρασης που είναι φανερές στο σχήμα πρέπει να τονιστεί ότι η εκπαιδευτική διεργασία ξεκινάει από τις μαθησιακές ανάγκες των εκπαιδευομένων, από αυτό που χρειάζονται και που μπορούν να μάθουν. Οι εκπαιδευόμενοι είναι συνυπεύθυνοι και αρχιτέκτονες της ατομικής τους μαθησιακής πορείας. Με την άμεση εμπλοκή τους ενεργοποιείται το ενδιαφέρον τους, εξασφαλίζεται η συμμετοχή τους και γίνονται το επίκεντρο των διεργασιών μάθησης. (Βασάλα, 2007, - η διδασκαλία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση)
Μέσα στο μαθητοκεντρικό και εξατομικευμένο πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, είναι φανερό ότι ο ρόλος του εκπαιδευτή / διδάσκοντα είναι απόλυτα εστιασμένος στην διευκόλυνση και υποστήριξη της μάθησης των εκπαιδευομένων. Ο εκπαιδευτής / διδάσκοντας είναι ο συνεργάτης, ο εμψυχωτής και ο οδηγός του εκπαιδευομένου ο οποίος μέσω της διδασκαλίας έχει στόχο να καλλιεργήσει και υποστηρίξει την υπευθυνότητα του εκπαιδευόμενου ως προς τη μάθηση του.
Σύμφωνα με τον Wedemeyer (1981, 1973 οπ. αναφ.στο Keegan, 2000) στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ανάγκη να δομηθεί ένα «ιδανικό» σύστημα διδασκαλίας – μάθησης που θα λειτουργεί σε κάθε τόπο, σε οποιονδήποτε χρόνο, για έναν διδασκόμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος θα πρέπει να είναι:

Ο καθορισμός του ρυθμού μάθησης από τον εκπαιδευόμενο ανάλογα τις συνθήκες και τις ανάγκες του.

Η εξατομικευμένη μάθηση και η ελευθερία να επιλέξουν οι εκπαιδευόμενοι πιο πρόγραμμα θα ακολουθήσουν ανάμεσα σε αριθμό προσφερομένων προγραμμάτων 14

Η δυνατότητα να έχει την ελευθερία ο εκπαιδευόμενος να επιλέξει το στόχο και τις δραστηριότητες του.
Με την ανταπόκριση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στις προσωπικές ανάγκες του κάθε διδασκόμενου, τους στόχους του, στην πρόοδο και τις επιτυχίες που σημειώνει ασχολήθηκε και υποστήριξε ο Moore (1977), προτείνοντας όλα τα παραπάνω να υπολογίζονται και συνεκτιμώνται σε σχέση με το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται και τις δυνατότητες που προσφέρει για αμφίδρομη ή όχι επικοινωνία. Ταξινομεί μάλιστα τα προγράμματα εξ αποστάσεως διδασκαλίας με βάση την απόσταση με την οποία χωρίζονται οι εκπαιδευτής – εκπαιδευόμενοι.
Για την κατηγοριοποίησή του χρησιμοποιεί δύο κριτήρια:
Α. Τη δυνατότητα εξασφάλισης αμφίδρομης επικοινωνίας. Ως παράδειγμα υψηλής αμφίδρομης επικοινωνίας θεωρεί και τις τηλεφωνικές επαφές εκπαιδευτή - εκπαιδευομένων.
Β. Το βαθμό με τον οποίο ένα πρόγραμμα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των εκπαιδευομένων.
Στο παρακάτω πίνακα και στο σχήμα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι τύποι προγραμμάτων εξ αποστάσεως διδασκαλίας σύμφωνα με τον Moore (1977 και 2007) ανάλογα με την ύπαρξη διαλόγου και τη δομημένη αλληλεπίδραση ανάμεσα στον εκπαιδευτή και τους εκπαιδευόμενους.
15
ΤΥΠΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΆΤΩΝ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Τύπος Επικοινωνίας
Τύπος προγράμματος
Παραδείγματα
Α
Μεγαλύτερη δυνατή απόσταση
-Δ-δ
Πρόγραμμα χωρίς διάλογο
Ανεξάρτητη μελέτη, προγράμματα «αυτοκατευθυνόμενων σπουδών»
Β
-Δ+δ
Προγράμματα με δομή αλλά χωρίς διάλογο
Προγράμματα που χρησιμοποιούν το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ως μέσο επικοινωνίας
Γ
+Δ+δ
Προγράμματα με δομή και διάλογο
Προγράμματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο δι’ αλληλογραφίας
Δ
Μικρότερη δυνατή απόσταση
+Δ-δ
Προγράμματα με διάλογο αλλά χωρίς δομή
Προγράμματα ροτζεριανού τύπου
Όπου Δ: Διάλογος και δ: δομή
Πηγή: Moore, (1997 όπ. οπ. αναφ.στο Keegan, 2000)
16
Ο Μοore, (1977, 2007) δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη της αυτονομίας προκειμένου η διδασκαλία να καλύψει τις πραγματικές μαθησιακές ανάγκες του εκπαιδευόμενου. Η αυτονομία υποστηρίζει ότι απαραίτητο συστατικό της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και συσχετίζει την ανατομία με τη δομή και το διάλογο που αναπτύσσεται στα εξ αποστάσεως εκπαιδευτικά προγράμματα. Δηλώνει ότι όταν η αυτονομία δεν ενθαρρύνεται υπάρχει ανάγκη για αυστηρή δόμηση των προγραμμάτων, ενώ όταν η δομή των προγραμμάτων είναι πιο χαλαρή ο βαθμός αυτονομίας είναι μεγάλος.
Ταξινομεί μάλιστα τα προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με βάση το βαθμό αυτονομίας ως προς τρεις άξονες:

Τη στοχοθεσία. Ο βαθμός αυτονομίας διαμορφώνεται ανάλογα με το αν ο εκπαιδευτής ή οι εκπαιδευόμενοι ορίζουν τους στόχους.
Ανάπτυξη διαλόγου
Περιορισμένος
διάλογος
Υψηλή
εξατομίκευση
Χαμηλή εξατομίκευση
Ανεξάρτητη μάθηση στο πανεπιστήμιο
Προσωπική τηλεφωνική επικοινωνία
Προσωπική αλληλογραφία
Ομαδική τηλεφωνική επικοινωνία
Ομαδική αλληλογραφία
Υψηλή
Διδασκαλία βασισμένη στον υπολογιστή
εξατομίκευση
Προγραμματισμένη διδασκαλία
Κασέτες ήχου
Ραδιόφωνο
Χαμηλή εξατομίκευση
Εγχειρίδιο μελέτης
Πηγή: Moore, 2007
17

Τη επιλογή του τρόπου μελέτης. Ο βαθμός αυτονομίας διαμορφώνεται ανάλογα με το ποιος επιλέγει τον τρόπο μελέτης π.χ. οι δημιουργοί του εκπαιδευτικού υλικού, ο εκπαιδευτής ή οι εκπαιδευόμενοι;

Τη μέθοδο αξιολόγησης. Ο βαθμός αυτονομίας διαμορφώνεται ανάλογα με το ποιος αποφασίζει τη μέθοδο και τα κριτήρια αξιολόγησης.
Βέβαια η ταξινόμηση αυτή δεν είναι δηλωτική της ποιότητας και του αποτελέσματος, γιατί ένα πρόγραμμα με υψηλό βαθμό αυτονομίας μπορεί να βοηθήσει πολύ λίγο έναν εκπαιδευόμενο όπως και ένα με χαμηλό βαθμό.
Είναι φανερό ότι η μάθηση και η διδασκαλία είναι δύο κεντρικές έννοιες στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση που έχουν απασχολήσει πολύ τους θεωρητικούς του χώρου. Ιδιαίτερα η δόμηση της διδασκαλίας είναι εντελώς διαφορετική από τη συμβατική εκπαίδευση και ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών της είναι εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Autonomy and transactional distanceDialog morelessStructuremorelessTransactional distanceCapacity for individualizationmorelessthe level of autonomy required of the learner increases as transactional distance increases.the level of autonomy required of the learner increases as transactional distance increases.Transactional distanceAUTONOMY
Πηγή: Moore, 2007
18
3. Επικοινωνία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Επικοινωνία είναι η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και μεταβίβασης μηνυμάτων μέσω συμβόλων, ήχων, αριθμών, γραμμάτων, χειρονομιών από ένα άτομο σε άλλο (πομπός και δέκτης) , (Dance, όπ. αναφ. στο Πασιαρδή, 2001). Σύμφωνα με τον Πετρόφσκι (1990), «επικοινωνία είναι η πολύπλευρη διαδικασία ανάπτυξης των επαφών μεταξύ των ανθρώπων, η οποία υπαγορεύεται από τις ανάγκες της κοινής δραστηριότητας».
Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση η επικοινωνία είναι ένα σημαντικό και καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό και τη διαμόρφωση μοντέλων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης το οποίο συμβάλλει στην πολυμορφικότητα, στην ευελιξία, στην διευκόλυνση της μάθησης και στο μαθητικοκεντρισμό. (Λιοναράκης, 2006)
Η σημασία της επικοινωνίας ως σημαντικής παραμέτρου για τη μάθηση είναι φανερή στους θεωρητικούς της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Ο Holmberg (1995) αναπτύσσει τη θεωρία της καθοδηγούμενης διδακτικής συζήτησης. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση επιτρέπει την εξατομικευμένη μάθηση και ταυτόχρονα αποτελεί ένα είδος καθοδηγούμενης συζήτησης με στόχο τη διευκόλυνση της μάθησης. Θεμελιώδη αρχή της εξ αποστάσεως εκπαίδευση για τον Holmberg (1995) είναι η παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού και η επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικού ιδρύματος. Προσδιορίζει μάλιστα δύο είδη επικοινωνίας

Μονόδρομη υπό μορφή δημιουργημένων Διδακτικών Υλικών διδασκαλίας που στέλνονται από τον Εκπαιδευτικό Φορέα / Ίδρυμα Υποστήριξης. Σε αυτή την περίπτωση οι εκπαιδευόμενοι έρχονται σε αλληλεπίδραση με το Διδακτικό Υλικό. Πρόκειται για μια «προσομοιούμενη» επικοινωνία, η οποία και πραγματοποιείται με έντυπο 19

Αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευομένων και Εκπαιδευτικού Φορέα / Ιδρύματος τα μέσα με τα οποία πραγματοποιείται είναι το τηλέφωνο, η αλληλογραφία, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, φαξ, ηλεκτρονικά forum
Επίσης σύμφωνα με τον (Moore, 1975) ένα εξ αποστάσεως σύστημα εκπαίδευσης περιλαμβάνει τρία υποσυστήματα:

Τον διδασκόμενο

Τον διδάσκοντα και

τη μέθοδο επικοινωνίας
Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση η επικοινωνία δεν υπηρετεί τη διεργασία μετάδοσης της «γνώσης», όπως κατεξοχήν συμβαίνει στη συμβατική εκπαίδευση, όπου ο διδάσκων και οι διδασκόμενοι έχουν την δυνατότητα της διαπροσωπικής επικοινωνίας και τη μετάδοση μηνυμάτων λεκτικά ή μη λεκτικά, αφού αυτή τη διεργασία την έχει αναλάβει το διδακτικό υλικό. (Βασάλα, 2003).
Ο Sewart (1978, όπ. αναφ. στο Keegan, 2001, σ. 125-127) θεωρεί απαραίτητη, εκτός από την παραγωγή του διδακτικού υλικού, την υποστήριξη των εκπαιδευομένων μέσω εξατομικευμένης συμβουλευτικής. Οι ιδιαιτερότητες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και το προσωπικό στυλ μάθησης του κάθε εκπαιδευόμενου είναι παράμετροι που καθιστούν αναγκαία την εισαγωγή ενός “διαμεσολαβητή” μεταξύ σπουδαστών και εκπαιδευτικού 20
οργανισμού για την εξατομικευμένη συμβουλευτική και υποστήριξη των εκπαιδευομένων στη μαθησιακή τους πορεία (Βασάλα, 2003).
Η επικοινωνία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση πρέπει να αντισταθμίσει την έλλειψη της καθημερινής επαφής και την απουσία της άμεσης ανατροφοδότησης από την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή (Keegan, 2001). Η ανάγκη αυτή αλλά και η ασύγχρονη διδασκαλία μέσω του εκπαιδευτικού υλικού καθώς και η εξατομικευμένη μάθηση προσδιορίζουν ένα διαφορετικό ρόλο στον διδάσκοντα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από αυτόν της συμβατικής. Ο εκπαιδευόμενος είναι ανεξάρτητος από τον διδάσκοντα και ο διδάσκων είναι ο διευκολυντής, ο δημιουργός και «αρχιτέκτονας» καταστάσεων που στόχο έχουν την επίτευξη της μάθησης και όχι τη μετάδοση γνώσεων.
Ο Race (2001) παρουσιάζει πρακτικούς και συγκεκριμένους τρόπους υποστήριξης των εκπαιδευομένων εστιάζοντας:

Στην Ανατροφοδότηση που δέχονται μέσω των σχολίων των εργασιών τους. Τονίζει ότι τα σχόλια πρέπει να είναι εποικοδομητικά και αποτελεσματικά να γίνονται με ευγένεια και σεβασμό σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Στην υποστήριξη των εκπαιδευομένων ώστε να καλλιεργήσουν τις μαθησιακές τους δεξιότητες

Στην στήριξη και ενίσχυση της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας μεταξύ των εκπαιδευομένων π.χ. αναθέτοντας τους συνεργατικές εργασίες

Στη διαδικασία της συμβουλευτικής υποστήριξης των εκπαιδευομένων
Συνοψίζοντας τα παραπάνω καταλήγουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα.
Πρώτον, στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να υπάρχει μία διαδικασία συνεχούς υποστήριξης και εμψύχωσης των σπουδαστών.
21
Δεύτερον ο ρόλος του διδάσκοντα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ριζικά διαφορετικός από αυτόν στη συμβατική εκπαίδευση. Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν διδάσκει με τη μορφή της παρουσίασης πληροφοριών, δε μεταδίδει γνώσεις αλλά ανατροφοδοτεί και αξιολογεί την πορεία των εκπαιδευομένων και οργανώνει την αλληλεπίδρασή τους με το διδακτικό υλικό, αλλά και με τους άλλους συμφοιτητές τους. Είναι ο σύμβουλος, ο εμψυχωτής, αυτός που συντονίζει τη διεργασία της μάθησης και επιδιώκει να εμπλέξει ενεργητικά σε αυτήν τους διδασκόμενους (Κόκκος, 2001).
22
4. Αλληλεπίδραση και εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Με τον όρο "αλληλεπίδραση" περιγράφεται η διαδικασία κατά την οποία το άτομο έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον του. Η ποιότητα και η έκταση της αλληλεπίδρασης είναι καθοριστικά στοιχεία για ένα μαθησιακό περιβάλλον και ποικίλουν ανάλογα τη διδακτική φιλοσοφία, τη φύση του γνωστικού αντικειμένου διδασκαλίας, την ωριμότητα των εκπαιδευόμενων και των μέσων που χρησιμοποιούνται στο μάθημα (Liaw & Huang, 2000, Trentin, 2000, Yacci, 2000 οπ. αναφ. στο Μακράκης, 2003).
Με τη σημασία της αλληλεπίδρασης στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές (Thurmond, Wambach, 2004) Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες διαδικασίες στην εκπαιδευτική διαδικασία, ιδιαίτερα όταν βασίζεται στις αρχές της ενεργητικής μάθησης, της αυθεντικής μάθησης, της οικοδόμησης της γνώσης, της στοχαστικής μάθησης, της αυθεντικής και της υποβοηθητικής μάθησης (Μακράκης, 2001). Στο πλαίσιο αυτών των αρχών οι εκπαιδευόμενοι δεν εκλαμβάνονται ως παθητικοί δέκτες αλλά ως αυτόνομα και υπεύθυνα άτομα, τα οποία συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία της μάθησης.. Η διευκολυντική ρυθμιστική παρέμβαση του διδάσκοντα συντελείται στο πλαίσιο μιας συνεχούς υποστήριξης των μαθησιακών στόχων των εκπαιδευόμενων με ταυτόχρονη σταδιακή απόσυρση του ελέγχου και της υποστήριξης ώστε να οδηγηθούν οι εκπαιδευόμενοι σε μια αυτόνομη και αυτο-ρυθμιζόμενη μάθηση (Μακράκης, 2001). ΄Επίσης έχει υποστηριχθεί ότι η μάθηση γίνεται περισσότερο αποτελεσματική όταν ο εκπαιδευόμενος έχει τον έλεγχο της μαθησιακής διαδικασίας, συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση της γνώσης και έχει τη δυνατότητα διαλεκτικής επικοινωνίας σε ένα συνεργατικό περιβάλλον μάθησης (Resta, 1998, Ryan & Woodward, 1998, Seffah & Bouchard, 1998, Carvin, 1997, Goetter & Kazamek, 1990 οπ. αναφ. στο Μακράκης, 2001). 23
Τέσσερις τύποι αλληλεπίδρασης έχουν καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία (Thurmond, Wambach, 2004). Η αλληλεπίδραση του:

Εκπαιδευόμενου με το διδακτικό υλικό. Αλληλεπίδραση που προσδιορίζεται από την πληρότητα και την οργάνωση των πληροφοριών, τα είδη των δραστηριοτήτων, την ανάπτυξη γνωστικών σχημάτων.

Εκπαιδευόμενου με εκπαιδευόμενο. Η αλληλεπίδραση αυτού του τύπου εξαρτάται από την εξασφάλιση της δυνατότητας και την ενθάρρυνση επικοινωνίας μεταξύ των εκπαιδευομένων.

Εκπαιδευόμενου με εκπαιδευτή. Η αλληλεπίδραση αυτού του τύπου εξαρτάται από την οργάνωση της επικοινωνίας των εκπαιδευομένων με τον εκπαιδευτή, την αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσω και τη συμπεριφορά του εκπαιδευτή.

Εκπαιδευόμενου με το τεχνολογικό περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση αυτή εξαρτάται από την ευκολία χρήσης των τεχνολογικών μέσων και την παροχή βοήθειας προς το σπουδαστή.
Οι πρώτες τρεις μορφές αλληλεπίδρασης είναι κοινές τόσο στη συμβατική όσο και στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση με διαφορετικά βέβαια ποιοτικά χαρακτηριστικά σε κάθε είδος εκπαίδευσης. Το τελευταίο είδος για τα προγράμματα που στο εκπαιδευτικό υλικό τους χρησιμοποιούν λογισμικά ή αξιοποιούν το διαδίκτυο είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Οι Moore & Kearsley (1996 οπ. αναφ. στο Soo, & Bonk,1998).) ως τέταρτο είδος αλληλεπίδρασης θεωρούν την αλληλεπίδραση του εκπαιδευόμενου με τον εαυτό του καθώς αναστοχάζεται, και βρίσκεται σε μια μαθησιακή πορεία. Πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι ένας σημαντικός στόχος της διδασκαλίας είναι η ανάπτυξη δεξιοτήτων και καλλιέργεια της αυτοκατευθυνόμενης μάθησης.
24
5. Επικοινωνία και αλληλεπίδραση εκπαιδευομένων και εκπαιδευτή..
Μελετητές όπως ο Abrahamson (1998), Ching, Murphy & Jekings (2002), Aune (2002) και Tait (2004), θεωρούν ότι η διαπροσωπική σχέση καθηγητών-σπουδαστών είναι σημαντικός παράγοντας της μαθησιακής πορείας των σπουδαστών στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Οι Ching, Murphy & Jekings (2002) και Aune (2002), διερεύνησαν τις απόψεις των σπουδαστών για τη προτιμώμενη σχέση τους με τους καθηγητές τους και κατέληξαν ότι η καλή διαπροσωπική σχέση καθηγητή και σπουδαστών μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη καλού μαθησιακού κλίματος και στην προαγωγή της μάθησης. Επίσης, από την έρευνα των Ching, Murphy & Jenkins (2002), προέκυψαν ενδιαφέροντα ευρήματα για τη σχέση καθηγητή - σπουδαστή. Οι σπουδαστές ανέφεραν μια σειρά από παράγοντες που επηρέασαν την έναρξη, την ανάπτυξη και διατήρηση μιας καλής σχέσης με τους καθηγητές, όπως π.χ. η διαθεσιμότητα του καθηγητή, η ανταπόκρισή του προς τους σπουδαστές, και ο αμοιβαίος σεβασμός που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Οι σπουδαστές ζητούν από τον καθηγητή να τους προσεγγίζει καλά, ώστε να μη δυσκολεύονται να τον εντοπίσουν όταν επιθυμούν να επικοινωνήσουν μαζί του, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους για συμβουλές και υποστήριξη και τέλος να τους συμπεριφέρεται ως ενήλικες μέσα από μια φιλική και ανοικτή σχέση. Αν και οι απόψεις των σπουδαστών ήταν διαφορετικές ως προς την εκπαίδευση και τους ρόλους τους ως εκπαιδευόμενων ωστόσο όλοι εξέφραζαν την ανάγκη διαπροσωπικής σχέσης με τους καθηγητές τους. (Βασάλα, 2007).
Η αλληλεπίδραση με τον διδάσκοντα όπως καταγράφηκε σε πολλές έρευνες επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης από απόσταση, είτε πρόκειται για μαθήματα δι΄ αλληλογραφίας, είτε πρόκειται για e-learning, καθώς οι ικανότητες για αμεσότητα και ατομική ανατροφοδότηση συμβάλλουν 25
στην ικανοποίηση και στη μάθηση των εκπαιδευομένων (Tait, 2003,Thatch & Murphy, 1995).
Σε πολλά ιδρύματα που προσφέρουν προγράμματα σπουδών από απόσταση έχουν διαχωρίσει τους δύο ρόλους του διδάσκοντα. Το επιστημονικό και παιδαγωγικό σκέλος είναι το αντικείμενο του διδάσκοντα (tutor), ενώ την ευρύτερη υποστήριξη και εμψύχωση αναλαμβάνει ο σύμβoυλος (mentor / counselor).
Σε ορισμένα Πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως και στο ΕΑΠ, οι ρόλοι αυτοί δε διαχωρίζονται και τα καθήκοντά του διδάσκοντα αφορούν:
α) στην παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου του εκπαιδευόμενου.
β) στο συντονισμό των ομαδικών συμβουλευτικών συναντήσεων και
γ) στην επικοινωνία με τον εκπαιδευόμενο(Κόκκος, 2001).
Ως προς την παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου του εκπαιδευόμενου όπου ο διδάσκοντας εκτός από την παρακολούθηση και υποστήριξη εκπαιδευόμενου, αξιολογεί τις γραπτές εργασίες που εκπονούνται κατά τη διάρκεια των σπουδών. Η εκπόνηση των γραπτών εργασιών είναι μία ιδιαίτερα σημαντική δραστηριότητα γιατί μέσα από αυτή ο εκπαιδευόμενος έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη γνώση που απέκτησε με τη μελέτη και να μάθει «κάνοντας» με ενεργητικό τρόπο. Είναι σημαντικό η αξιολόγηση να γίνεται με εξειδικευμένο αναλυτικό και εποικοδομητικό σχολιασμό για κάθε εργασία ώστε να αποτελέσουν και ανατροφοδότηση για το εκπαιδευόμενο.
26
Μέσα από τα σχόλια των γραπτών εργασιών ο εκπαιδευτής έχει την ευκαιρία να επικοινωνήσει με τον κάθε φοιτητή ξεχωριστά, να του επισημάνει τα θετικά σημεία της εργασίας και τις αδυναμίες της, να δώσει συμβουλές και καθοδήγηση συνδεδεμένα με τους προσωπικούς στόχους και ανάγκες του κάθε σπουδαστή. Κατά συνέπεια, θα μπορέσει να αποδώσει ένα προσωπικό τόνο στη σχέση του με το εκπαιδευόμενο, που θα αντισταθμίσει την απουσία της καθημερινής επαφής. Το αίσθημα της συμπάθειας κατά τον Holmberg (1995) μπορεί να προαχθεί από την προσωπικότητα και τις ενέργειες του εκπαιδευτή και να επηρεάσει ευνοϊκά τις επιδόσεις του σπουδαστή.
Ως προς το συντονισμό των Ομαδικών Συμβουλευτικών Συναντήσεων
Οι εκπαιδευόμενοι σε ένα σύστημα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ανάλογο με τον μοντέλο που εφαρμόζεται στο ΕΑΠ, συμμετέχουν σε προκαθορισμένες Ομαδικές Συμβουλευτικές Συναντήσεις με τον εκπαιδευτή τους (ΟΣΣ). Παρόλο που οι ΟΣΣ είναι προαιρετικές, η συμμετοχή των φοιτητών χαρακτηρίζεται υψηλή. Οι συναντήσεις αυτές δίνουν την ευκαιρία άμεσης προσωπικής επαφής των σπουδαστών με τον καθηγητή τους. Επίσης δίνουν την ευκαιρία στους σπουδαστές να συναντηθούν με τους συμφοιτητές τους. Για τον καθηγητή, οι ΟΣΣ είναι μία μοναδική ευκαιρία για να προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη στην ομάδα των φοιτητών του και να αυξήσει την αυτοπεποίθησή τους. Επίσης, μέσα από κατάλληλες δραστηριότητες μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση του εκπαιδευτικού υλικού. (Βασάλα 2007).
Πριν από κάθε ΟΣΣ είναι απαραίτητο ο καθηγητής σύμβουλος να προσδιορίζει το σκοπό, τους στόχους αλλά και να συνδέει την πορεία μελέτης και τις ανάγκες των φοιτητών με τον γενικότερο σκοπό και στόχους της Θεματικής Ενότητας. Στο πλαίσιο του σωστού σχεδιασμού είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σωστή κατανομή το χρόνου, ιεράρχηση των ενεργειών και η 27
χρήση ενεργητικών τεχνικών εκπαίδευσης ώστε να εξασφαλιστεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα (Κόκκος, 1998).
Η επιλογή των κατάλληλων τεχνικών είναι μια δύσκολη διαδικασία καθώς ο εκπαιδευτής πρέπει να εμπλέξει ενεργητικά όλους τους εκπαιδευόμενους.
Μερικές από τις τεχνικές αυτές είναι (Κόκκος, 1998):

Η εισήγηση

Η πρακτική άσκηση

Η μελέτη περίπτωσης

Το παίξιμο ρόλων

Συζήτηση

Χιονοστιβάδα

Καταιγισμός ιδεών

Επίδειξη

Λύση προβλήματος

Εκπαιδευτική επίσκεψη

Συνέντευξη από ειδικό

Συζήτηση

Ομάδες εργασίας
Κάθε τεχνική έχει τις δικές της προδιαγραφές προκειμένου να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συμμετοχή των εκπαιδευομένων. Ενδεικτικά και συνοπτικά θα παρουσιάσουμε μερικές από αυτές.
Η εισήγηση είναι μια συνήθης εκπαιδευτική τεχνική, η οποία έχει αρκετά πλεονεκτήματα όπως για παράδειγμα τη μετάδοση συγκροτημένων γνώσεων και εννοιών σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο όπως της προσάπτουν αρκετοί ειδικοί μπορεί εύκολα να οδηγήσει τους διδασκόμενους σε παθητική στάση και αίρει την ανάπτυξη των δημιουργικών τους ικανοτήτων. Η χρήση της εισήγησης πρέπει να εφαρμόζεται με κατάλληλες 28
προδιαγραφές, ώστε να γίνεται ενδιαφέρουσα και αποτελεσματική, να συνδυάζεται και να εμπλουτίζεται με άλλες τεχνικές που προωθούν την ενεργό συμμετοχή. Σύμφωνα με τον Rogers σχεδόν όλα τα αντικείμενα μπορούν να διδαχθούν μέσω ενεργητικών τεχνικών και «σχεδόν πάντα υπάρχουν καλύτερες μέθοδοι από τη μετωπική παρουσίαση του θέματος από τον εκπαιδευτή (Κόκκος, 1998).
Η πρακτική άσκηση είναι μια ατομική ή συλλογική εργασία που μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές. Πρόκειται για την επεξεργασία ενός ζητήματος, την επίλυση ενός προβλήματος, τη διεξαγωγή κάποιου πειράματος ή την κατασκευή κάποιου αντικειμένου με επίβλεψη του διδάσκοντα. Είναι μια τεχνική που συνδέει τη θεωρία με την πράξη, ενεργοποιεί τους εκπαιδευόμενους, δίνοντας τους τη δυνατότητα να εργαστούν συλλογικά.
Η μελέτη περίπτωσης είναι μια πιο σύνθετη πρακτική άσκηση η οποίά έχει δύο πεδία εφαρμογής α) των θεωρητικών γνώσεων β) την ενεργοποίηση της ευρετικής πορείας μάθησης. Η εφαρμογή της ακολουθεί διάφορα στάδια που ξεκινούν με την επιλογή της κατάλληλης περίπτωσης για μελέτη από το διδάσκοντα, την εμπλοκή των εκπαιδευομένων και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι η δυνατότητα εμβάθυνσης σε ένα ζήτημα μέσα από την πράξη. Ένα από τα μειονεκτήματα της είναι το γεγονός ότι είναι δύσκολο να βρεθούν περιπτώσεις όπου όλοι οι εκπαιδευόμενοι να έχουν εμπειρίες ή προσλαμβάνουσες καταστάσεις.
Το παιχνίδι ρόλων είναι μια τεχνική κατά την οποία οι εκπαιδευόμενοι συνδέονται με μια εξεταζόμενη κατάσταση στον επαγγελματικό ή στον κοινωνικό τομέα, με στόχο μέσα από το βίωμα να κατανοήσουν την κατάσταση και τις αντιδράσεις που προκαλεί. Η εφαρμογή του γίνεται και αυτό σταδιακά ξεκινώντας από τη δημιουργία του πλαισίου από τον εκπαιδευτή, την επιλογή των ρόλων, την υλοποίηση του σεναρίου κ.α Με το παιχνίδι ρόλων 29
προκαλείται η ενεργοποίηση των συμμετεχόντων, εκφράζονται πιο άμεσα τα συναισθήματα, αναπτύσσεται η ικανότητα της διαπραγμάτευσης και της επικοινωνίας, ευνοείται η αλλαγή στάσεων των διδασκομένων κ.α.
Η τεχνική των ερωτήσεων απαντήσεων είναι μια τεχνική που μπορεί να εφαρμοστεί ευέλικτα σε οποιοδήποτε στάδιο της ΟΣΣ. Η προσέγγιση του αντικειμένου μάθησης γίνεται με ερωταποκρίσεις οι οποίες μπορούν να θέτονται τόσο από τον εκπαιδευτή όσο και από τους εκπαιδευόμενους.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την πρώτη ΟΣΣ η οποία χρειάζεται μια διαφορετική προετοιμασία και προσέγγιση. Καθώς οι εκπαιδευόμενοι προσέρχονται σε αυτή με ανησυχία και άγχος σχετικά με την δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Θεματικής Ενότητας, αμηχανία που δε γνωρίζουν την υπόλοιπη ομάδα και τον καθηγητή, ο εκπαιδευτής πρέπει να φροντίσει ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο φιλικό κλίμα που θα επιτρέψει τη συνεργασία. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να αφιερώσει κάποιο χρόνο για αλληλογνωριμία της ομάδας, διευκρινίσεις για την εκπαίδευση από απόσταση. Για τους εκπαιδευόμενους ο διδάσκων είναι η προσωποποίηση του εκπαιδευτικού ιδρύματος (Βασιλού - Παπαγεωργίου, 2001) και έχει την ευκαιρία και την ευθύνη να καλλιεργήσει ένα αίσθημα εμπιστοσύνης σε όσους δεν διαθέτουν εμπειρία σε εξ αποστάσεως προγράμματα σπουδών. (Κόκκος, 1998).
Μια αποτελεσματική πρακτική είναι να έχει προηγηθεί μία επαφή του διδάσκοντα (τηλεφωνική και μία επιστολή) με τους διδασκόμενους πριν συναντηθούν για πρώτη φορά. Σκοπός της επικοινωνίας είναι να πληροφορήσει τον κάθε φοιτητή ξεχωριστά για τον εαυτό του ως καθηγητή, να ενημερώσει για την πρώτη ομαδική συνάντηση και να τον διαβεβαιώσει για 30
τη συμβουλευτική υποστήριξη που θα του παράσχει. Η επιστολή αυτή αποτελεί την πρώτη κίνηση εδραίωσης επαφής και θα ενισχυθεί από την τηλεφωνική συνομιλία. Με την τηλεφωνική επικοινωνία ο διδάσκων έχει την ευκαιρία να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των φοιτητών του (Λιοναράκης, 1998).
Ως προς την επικοινωνία με τον εκπαιδευόμενο
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη εξέλιξη στα τεχνολογικά μέσα επικοινωνίας και μια ένταση της χρήσης των νέων τεχνολογιών στην επικοινωνία και κατ΄ επέκταση και στην επικοινωνία στην εκπαίδευση. Μέσα επικοινωνίας στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση μπορεί να είναι το συμβατικό ταχυδρομείο, το τηλέφωνο, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κινητό τηλέφωνο, βιντεοδιασκέψεις, τηλεδιασκέψεις, σύγχρονες συζητήσεις στο διαδίκτυο (chat), ασύγχρονες συζητήσεις στο διαδίκτυο (forums).
Η παραδοσιακή εξ αποστάσεως εκπαίδευση (d-learning) προκειμένου να διευκολύνει τη διαπροσωπική επικοινωνία και την δι-υποκειμενικότητα αξιοποίησε τις παραδοσιακές τεχνολογίες επικοινωνίας (τηλέφωνο – φαξ – ηλεκτρονικό ταχυδρομείο). (Keegan,2001). Μετά το 1980 οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις έκαναν δυνατή την «πρόσωπο με πρόσωπο» εκπαίδευση από απόσταση (e-learning), δίνοντας τη δυνατότητα ακουστικής και οπτικής επαφής, με την ανάπτυξη της τηλεπικοινωνίας (δορυφορικά συστήματα, βιντεοδιασκέψεις, παγκόσμιος ιστός). Η μετακίνηση προς την ασύρματη τηλεφωνία και τους υπολογιστές φέρνει την «ασύρματη επανάσταση» και στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση (m-learning). Τα τεχνολογικά μέσα επικοινωνίας δίνουν τη δυνατότητα γεφύρωσης της γεωγραφικής απόστασης που χωρίζει τον σπουδαστή από τον εκπαιδευτικό οργανισμό, την εκπαιδευτική ομάδα και τον καθηγητή.
31
Δεδομένου ότι όλοι μας εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με τη χρήση πολλών διαφορετικών μορφών επικοινωνίας (όπως πρόσωπο με πρόσωπο, συμβατικό ταχυδρομείο, τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο, βιντεοδιασκέψεις, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλεδιάσκεψη, συζητήσεις στο διαδίκτυο - Chat), η επιλογή του μέσου επικοινωνίας δεν γίνεται μόνο εξαιτίας της προτίμησης που δείχνουμε σε ένα μέσο αλλά εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα, και την αποτελεσματικότητα του σε κάθε επικοινωνιακή περίσταση δεδομένου ότι οι τα υποκείμενα της επικοινωνίας διαθέτουν τον απαιτούμενο εξοπλισμό.
Μια από τις διακρίσεις που μπορούμε να κάνουμε για τα μέσα επικοινωνίας είναι η διάκριση σε σύγχρονα και ασύγχρονα. Τα σύγχρονα μέσα δίνουν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να επικοινωνούν άμεσα την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, ενώ ασύγχρονα όταν παρεμβάλλεται ένα χρονικό διάστημα από τη λήψη ενός μηνύματος και την απάντηση στο περιεχόμενό του (Παντάνο – Ρόκου 2001).
Με τη χρήση τεχνολογικών μέσων στην επικοινωνία είτε αυτά είναι μέσα σύγχρονης προφορικής επικοινωνίας όπως το τηλέφωνο είτε μέσα ασύγχρονης γραπτής επικοινωνίας όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χάνονται περισσότερο ή λιγότερο στοιχεία της μη λεκτικής επικοινωνίας. Ωστόσο ο Tait (1999), υπογραμμίζει ότι αντί να υποθέτει κανείς ότι βασικά συστατικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς χάνονται όταν οι ανθρώπινες 32
σχέσεις διαμεσολαβούνται από τις νέες τεχνολογίες, είναι καλύτερα να εξετάζει πως αυτές αλλάζουν με τη διαμεσολάβηση των νέων τεχνολογιών. Η περαιτέρω ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών και η συνδυαστική χρήση αυτών με την ανάπτυξη νέων προϊόντων απαιτεί συνεχή επανεξέταση αυτού που θεωρείται «ανθρώπινες σχέσεις».
Παρόλο που τις προηγούμενες δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν πολλές έρευνες για να αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών στην μάθηση, ωστόσο αποδείχθηκε ότι η παιδαγωγική μέθοδος είναι το κλειδί στη μάθηση και η τεχνολογία είναι απλά ένα διαμεσολαβητικό μέσο.
33
6. Διδακτικό υλικό και εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ο σχεδιασμός και η δημιουργία του διδακτικού υλικού, το οποίο αποτελεί τον κύριο μοχλό της διαδικασίας της διδασκαλίας (Λιοναράκης, 2001). Η ποιότητα του εκπαιδευτικού υλικού και ο βαθμός αλληλεπίδρασης του με τους εκπαιδευόμενους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως οι θεωρίες μάθησης, σύμφωνα με τις οποίες θα αναπτυχθεί η μεθοδολογία του σχεδιασμού, οι στόχοι, αλλά και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν.
Ο προσεκτικός σχεδιασμός, η δημιουργία και η αξιοποίηση πολυμορφικού διδακτικού υλικού με παιδαγωγικά κριτήρια μπορεί διευρύνει τις δυνατότητες αυτενέργειας, το φάσμα εμπειριών των μαθητών και να υποστηρίξει διαδικασίες τόσο συνεργατικής όσο και αυτενεργού μάθησης (Παντανό-Ρόκου 2002, Λιοναράκης 2001).
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού υλικού είναι να καθοδηγεί τον εκπαιδευόμενο στη μελέτη του, να επεξηγεί δύσκολα σημεία, να τον εμψυχώνει και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει, επιτρέποντας να εκτιμήσει την πρόοδό του καθώς και να επιλέγει ελεύθερα τον τόπο το χρόνο και το ρυθμό της μελέτης του. Το εκπαιδευτικό υλικό σύμφωνα με τον Rowntree (1994) «περιέχει έναν δάσκαλο σε ετοιμότητα, ο οποίος ενεργοποιείται αμέσως μόλις αυτό ανοιχτεί και είναι έτοιμος να βοηθήσει το διδασκόμενο να μάθει» (Evans, 1994, Rowntree, 1994, Ματραλής, 1998).
Αναλυτικά με το ρόλο του εκπαιδευτικού υλικού και πολύ περισσότερο με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του έχουν ασχοληθεί πολλοί ειδικοί της Ανοικτή και ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (Rowntree, 1992, Mena, 1993, Holmberg, 1995, Keegan, 1996, Λιοναράκης, 1999, 2001, Laurilland 2002) εστιάζοντας τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα για το σχεδιασμό του στην ανάλυση της διαδικασίας μάθησης, δηλαδή στο πώς μαθαίνουν οι 34
εκπαιδευόμενοι αλλά και τι είναι ικανοί να κάνουν με αυτά που έμαθαν (Λιοναράκης, 2003).
Λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το εκπαιδευτικό υλικό αλλά ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ο Holmberg (1995) υποστηρίζει ότι «καθοδηγεί διδάσκει με το να προκαλεί ανακαλυπτική μάθηση και /ή με το να δίδει ολοκληρωμένες εξηγήσεις με διασαφηνισμένα παραδείγματα, παρέχοντας διαφόρων ειδών ασκήσεις, οι οποίες εδραιώνουν αυτά που ο μαθητής έχει ήδη μάθει και προετοιμάζουν το δρόμο για τη νέα γνώση».
Γενικότερα το εκπαιδευτικό υλικό στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ένα ολοκληρωμένο εργαλείο μάθησης το οποίο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της εκπαίδευσης καθώς επιτελεί μια σειρά από λειτουργίες όπως:.

Να παρουσιάζει την πραγματικότητα στους εκπαιδευόμενους μέσα από επιλεγμένο πληροφοριακό υλικό, διαμορφωμένο με τρόπο κατάλληλο που να συμβάλλει στην αυτόνομη, αυτενεργό και ανακαλυπτική μάθηση

Να παρέχει συγκεκριμένες παιδαγωγικές κατευθύνσεις οργανώνοντας ένα πλούσιο σε ερεθίσματα αλληλεπιδραστικό μαθησιακό περιβάλλον, στο οποίο οι εκπαιδευόμενοι εμπλέκονται ενεργά, μαθαίνοντας πώς να μαθαίνουν.
35

Να κινητοποιεί τον εκπαιδευόμενο παρέχοντας συνεχώς κίνητρα για μάθηση, εμψύχωση και ενθάρρυνση.

Να δίνει τη δυνατότητα μέσα από πολύπλευρες δραστηριότητες να γίνεται σε βάθος εμπέδωση του περιεχομένου.

Να συμβάλλει συστηματικά στην ανάπτυξη και καλλιέργεια των δεξιοτήτων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξέλιξη και την ανάπτυξη των εκπαιδευομένων.

Να εξοικειώνει τους εκπαιδευόμενος με πολύπλευρες διαδικασίες αξιολόγησης.
Είναι φανερό ότι η εκπλήρωση αυτού του πολυδιάστατου και πρωτεύοντα ρόλου στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, απαιτεί πολύπλευρες διαδικασίες για το σχεδιασμό και δημιουργία ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού υλικού, ζήτημα που απασχολεί έντονα κάθε οργανισμό που ασχολείται με ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση (Μena, 1993).
Για τον σωστό σχεδιασμό του εκπαιδευτικού υλικού, είναι απαραίτητο να απαντηθεί ένα βασικό ερώτημα: «Για ποιο λόγο είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ειδικό διδακτικό υλικό για εξ αποστάσεως εκπαίδευση;» (Rowntree 1994). Η απάντηση του ερωτήματος αυτού καθορίζει αφενός το ρόλο του στο συγκεκριμένο πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, αφετέρου δίνει στοιχεία για τις προδιαγραφές του. Οι βασικές αρχές σχεδιασμού διδακτικού υλικού οποιασδήποτε μορφής και περιεχομένου θα πρέπει να βασίζονται σε μια αναλυτική μορφή ανάπτυξης περιεχομένων μάθησης (Λιοναράκης, 2004).
Προκειμένου όμως να δημιουργηθεί Ε.Υ. βασισμένο στις παρακάτω αρχές είναι απαραίτητο να διερευνηθούν ορισμένα σημαντικά ζητήματα όπως η ομάδα-στόχος, οι στόχοι, οι μαθησιακές ανάγκες, οι θεωρίες μάθησης, οι μορφές, τα χαρακτηριστικά της δομής, του ύφους κτλ.
36
Στο πλαίσιο της πολυμορφικής εκπαίδευσης το πολυμορφικό - εκπαιδευτικό υλικό αποτελείται από (Λιοναράκης, 1999):
o
το κυρίως διδακτικό κείμενο
o
τα παράλληλα κείμενα (readers)
o
τον αναλυτικό οδηγό σπουδών και μελέτης
o
τα βιβλιογραφικά βοηθήματα
o
τον φάκελο εργασίας των ασκήσεων, δραστηριοτήτων και εργασιών (assignments)
o
τα οπτικοακουστικά μέσα και τις νέες τεχνολογίες
Καθοριστικής σημασίας αλλά χαρακτηριστικό στοιχείο των εκπαιδευτικών υλικών για εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι οι ασκήσεις-δραστηριότητες οι οποίες (Μπάνου, 2001):

αλληλεπιδρούν με τον εκπαιδευόμενο εμπλέκοντάς τον ενεργά στη μαθησιακή διεργασία

αποτελούν το κυριότερο μέσο αυτοαξιολόγησης του όσον αφορά στην πορεία της μάθησής του.
Οι δέσμες δραστηριοτήτων - ασκήσεων επηρεάζουν τη μάθηση και θα πρέπει να διαπερνούν όλο το εύρος του διδακτικού υλικού γιατί βασίζονται στις ήδη αποκτημένες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρίες του εκπαιδευόμενου του ζητούν να εμπλακεί στη μαθησιακή διεργασία κατά τρόπο βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Μέσα από τις δραστηριότητες - ασκήσεις πρέπει να ανατρέξει σε άλλες πηγές εκτός κειμένου, να εξετάσει σημεία του κειμένου πιο εμπεριστατωμένα, να συνδέσει τις προϋπάρχουσες με τις νέες γνώσεις, να περιγράψει, να αναπτύξει, να αναλύσει, να τεκμηριώσει, να συγκρίνει, να σχολιάσει κάποια δεδομένα (Βασάλα, 2003).
Επιπλέον οι ασκήσεις ενεργοποιούν τους εκπαιδευόμενους, τους ενημερώνουν για την πρόοδο τους και τους βοηθούν να εντοπίζουν και να καλύπτουν έγκαιρα τυχόν αδυναμίες τους, συμβάλουν στην ενεργητική 37
μάθηση, στην εμπέδωση των γνώσεων, στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης τους, αφού καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη αυτά που έμαθαν, (Λιοναράκης, 2001, Race, 1999). Ιδιαίτερα οι ασκήσεις αυτοαξιολόγησης είναι σχεδιασμένες με τρόπο που να επιτρέπουν στον εκπαιδευόμενο να ελέγχει την εμπέδωση του υλικού τμηματικά και συνολικά και την αφομοίωση των νέων γνώσεων που απέκτησε με τη μελέτη του.
Συχνά στα διδακτικά υλικά περιλαμβάνονται και οι απαντήσεις των δραστηριοτήτων –ασκήσεων οι οποίες συμβάλουν στον αυτοέλεγχο των σπουδαστών και δίνουν απαιτούμενα εναύσματα για νέους προβληματισμούς. Οι απαντήσεις λειτουργούν ανατροφοδοτικά, εντοπίζουν τις πιθανές δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει ο εκπαιδευόμενος, τον επιβραβεύουν, τον εμψυχώνουν και τον καθοδηγούν στην περαιτέρω μελέτη του (Ματραλής, 1998β). Ο Race (1999) θεωρεί ότι η καταλληλότητα ενός εκπαιδευτικού υλικού για χρήση στην εκπαίδευση από απόσταση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αξιολόγηση των ασκήσεων και - κυρίως - των απαντήσεων που το υλικό περιλαμβάνει.
Οι ασκήσεις / δραστηριότητες αποτελούν ένα ευέλικτο τρόπο ώστε να υπάρξει αλληλεπίδραση μεταξύ των εκπαιδευομένων και του διδακτικού υλικού. Το ίδιο το μαθησιακό υλικό –είτε πρόκειται για πολυμεσικό ψηφιακό, είτε για έντυπο– είναι σκόπιμο να καθοδηγεί το μαθητή, χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολιών, και να τον οδηγεί στην κατάκτηση της γνώσης (Lionarakis, 2001):
Σε ένα πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ο εκπαιδευόμενος έχει ανάγκη να γνωρίζει αναλυτικά από τα πρώτα στάδια της μελέτης του τη χαρτογράφηση όλου του εκπαιδευτικού προγράμματος (Σχήμα 3) στο οποίο θα αναφέρονται αναλυτικά (Λιοναράκης, 2004):

τι πρέπει να κάνει 38

γιατί το κάνει

πότε πρέπει να το κάνει

πώς να το κάνει και τέλος,

αν το έκανε σωστά.
Στόχος κάθε εκπαιδευτικού υλικού εξ αποστάσεως εκπαίδευσης πρέπει να είναι να αναπτύξουν οι εκπαιδευόμενοι τα προσωπικά τους εργαλεία, που θα τους βοηθήσουν να λειτουργήσουν αυτόνομα, ανεξάρτητα και σε μια φυσική απόσταση από τον διδάσκοντα.
Τι πρέπει να κάνει
Αν το έκανε σωστά
Γιατί το κάνει
Πώς να το κάνει
Πότε πρέπει να το κάνει
Σχήμα 3
Τα στοιχεία του Σχήματος 3 είναι καθοριστικά στη μαθησιακή πορεία και όσο πιο αναλυτικά και επεξηγηματικά παρουσιάζονται στον εκπαιδευόμενο, τόσο ενισχύουν την ενεργοποίηση του και τη δημιουργικότερη εμπλοκή του με το εκπαιδευτικό υλικό.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι δραστηριότητες – ασκήσεις να είναι σε αναλογία με το εύρος του γνωστικού αντικειμένου, αλλά και με τους σκοπούς και στόχους του διδακτικού υλικού και να ενισχύουν τη διαρκή αλληλεπίδραση εκπαιδευόμενου /διδακτικού υλικού οδηγώντας τον δημιουργικά και αποτελεσματικά στην κατάκτηση της γνώσης. Οι παρακάτω τύποι 39
δραστηριοτήτων αποτελούν σημείο αναφοράς για μια ευέλικτη και αμφίδρομη σχέση των δύο (Λιοναράκης, 2004):

Ανάδειξης και αξιοποίησης γνώσεων και εμπειριών

Αναζήτησης και επεξεργασίας πληροφοριών

Εφαρμογής

Κριτικής σκέψης και δημιουργικότητας

Επαλήθευσης και αυτοαξιολόγησης γνώσεων και δεξιοτήτων
Σε ένα διδακτικό υλικό που έχει σχεδιαστεί για να χρησιμοποιηθεί από μια φυσική απόσταση με αυτόνομη και ανεξάρτητη εμπλοκή του μαθητή, οι δεξιότητες αυτές θα πρέπει να βασίζονται σε μια πλατφόρμα, σε ένα συμπαγές πεδίο, το οποίο πρέπει να είναι κάθε στιγμή διαθέσιμο για χρήση από τους μαθητές και δεν είναι άλλο από τις δραστηριότητες ή ασκήσεις που θα εκπονεί (Σχήμα 4).
Σχήμα 4
Τύποι δραστηριοτήτων – ασκήσεων
Το εξ αποστάσεως μαθησιακό υλικό
Ανάδειξη και αξιοποίηση γνώσεων και εμπειριών
Αναζήτηση και επεξεργασία πληροφοριών
Επαλήθευση και αυτοαξιολόγηση γνώσεων και δεξιοτήτων
Κριτική σκέψη και δημιουργικότητα
Εφαρμογή 40
Ο Marc Prensky (2000, όπ. αναφ. στο Λιοναράκης, 2004) συνδέει την καλλιέργεια γνωστικών δεξιοτήτων και μαθησιακές διαδικασίες με συγκεκριμένες δραστηριότητες. Έτσι αναφέρει ότι η καλλιέργεια :

Συμπεριφορών και στάσεων πραγματοποιείται μέσα από τη μίμηση, εφαρμογή και ανατροφοδότηση (feedback)

Της δημιουργικότητας γίνεται μέσα από το παιχνίδι,

Παρουσίασης γεγονότων μέσα από συνειρμούς γίνεται με απομνημόνευση και ερωτήσεις

Κρίσης πραγματοποιείται μέσα από την ανασκόπηση περιπτώσεων, κάνοντας ερωτήσεις, παίρνοντας αποφάσεις, λαμβάνοντας ανατροφοδότηση (feedback) και καθοδήγηση

Του προφορικού λόγου πραγματοποιείται μέσα από μίμηση, πρακτική, εφαρμογές και αφομοίωση

Της παρατηρητικότητας βλέποντας παραδείγματα και λαμβάνοντας ανατροφοδότηση (feedback)

Διαδικασιών μέσα από μίμηση και πρακτική

Εξελίξεων μέσα από ανάλυση συστημάτων, αναδόμηση και πρακτική

Οργάνωσης συστημάτων μέσα από την ανακάλυψη αρχών και εφαρμογές δεξιοτήτων

Της λογικής (οργάνωση λογικής σκέψης) μέσα από γρίφους, προβλήματα και παραδείγματα

Πνευματικών και φυσικών δεξιοτήτων μέσα από μίμηση, ανατροφοδότηση (feedback), συνεχή πρακτική και αναπτυσσόμενες προκλήσεις 41

Προφορικής έκφρασης και ρόλων παρουσιάσεων μέσα από την απομνημόνευση, πρακτική και καθοδήγηση

Θεωριών μέσα από τη λογική συγκρότηση της σκέψης, επεξηγήσεις και ερωτήσεις
Με βάση παρουσίαση αυτή του Prensky (2000 οπ. αναφ. στο Λιοναράκης 2004) είναι εύκολο να εντοπιστούν οι πιο σημαντικές δραστηριότητες που μας οδηγούν στη μάθηση. Ωστόσο στον προσδιορισμό των δεδομένων της μάθησης υπάρχουν μερικά ερωτήματα που είναι δύσκολο, αλλά οφείλουν να απαντηθούν. Αν και το αρχικό ερώτημα είναι «πώς μαθαίνουν οι μαθητές» τα ερωτήματα που πηγάζουν από αυτό ή μετά από αυτό είναι εξίσου καίρια όπως : α) «τι συγκεκριμένες ενέργειες θα πρέπει να κάνουν οι εκπαιδευόμενοι για να μάθουν» και β) είναι εξαιρετικά σημαντικό να απαντηθεί το τελικό ερώτημα : «από τη στιγμή που οι μαθητές έμαθαν, τι είναι ικανοί να κάνουν με τις γνώσεις αυτές»; (Λιοναράκης, 2004)
Στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα ζωντανό, αμφίδρομο, προσιτό και φιλικό εκπαιδευτικό υλικό με δραστηριότητες-ασκήσεις που δραστηριοποιούν τον εκπαιδευόμενο και τον βοηθούν να ενταχθεί στη διαδικασία της μάθησης. Προκειμένου όλα τα παραπάνω να βρουν εφαρμογή κατά την διαδικασία δημιουργίας εκπαιδευτικού υλικού είναι χρήσιμο να υιοθετηθούν οι παρακάτω παιδαγωγικές οδηγίες: (Λιοναράκης, 2005, Γκιόσος Κουτσούμπα, 2005)

Οι οδηγίες για τη μελέτη του υλικού πρέπει να είναι απλές, και να περιέχουν, όπως υποστηρίζει ο Holmberg, «ρητές» και αιτιολογημένες συμβουλές προς το σπουδαστή για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πράξει και σε τι να δώσει ιδιαίτερη έμφαση.

Είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί το περιεχόμενο στο επίπεδο του εκπαιδευόμενου 42

Είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί ο ρυθμός προσπέλασης ανάλογα στο επίπεδο του εκπαιδευόμενου

Πρέπει να υπάρχει εισαγωγή και αναφορά σαφώς καθορισμένων στόχων, προσδοκώμενων αποτελεσμάτων και εννοιών-κλειδιά σε κάθε ενότητα, καθώς οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν καλύτερα όταν γνωρίζουν εκ των προτέρων.

Η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο να γίνεται ομαλά –με παραστατικό τρόπο– και επανάληψη προηγουμένων ενοτήτων, όπου θα δίνεται έμφαση στις προαπαιτούμενες γνώσεις.

Να υπάρχει χρήση πολλών παραδειγμάτων και μελετών περίπτωσης για εφαρμογή του μαθήματος στο πραγματικό περιβάλλον.

Να γίνεται χρήση απεικονίσεων, οπτικοακουστικού και πληροφοριακού υλικού, που αντικαθιστούν συχνά ένα εκτενές κείμενο, αλλά και κατατοπιστικών οδηγιών για τη σύνδεση της ύλης, όταν παρουσιάζεται παράλληλα με διάφορα εναλλακτικά μέσα.

Να υπάρχουν δραστηριότητες και ασκήσεις αυτοαξιολόγησης με στόχο την απλή επαλήθευση γνώσεων, τον περαιτέρω προβληματισμό και την εμβάθυνση, όπου θα παρέχονται λύσεις-σωστές απαντήσεις, έπαινος για τη σωστή απάντηση, ανάλυση πιθανών δυσκολιών και λαθών και ανατροφοδότηση, για να αποφεύγεται η σύγχυση και να επιτυγχάνεται η ενθάρρυνση του σπουδάζοντα.

Να υπάρχει σαφήνεια και πληρότητα στη διατύπωση.

Να γίνεται συνθετική προσέγγιση των γνωστικών πεδίων, όπου για παράδειγμα οι διάφορες απόψεις παρατίθενται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενεργοποιούν τον εκπαιδευόμενο να κάνει χρήση των αναλυτικών, συνθετικών και κριτικών του ικανοτήτων.

Να γίνεται χρήση απλής γλώσσας, αμεσότητα συγγραφικού ύφους (με χρήση σε μερικές περιπτώσεις προσωπικών και κτητικών αντωνυμιών, α’
43

Να καλλιεργείται η αλληλεπίδραση αλληλεπίδρασης διδασκόμενου-υλικών, αλλά και διδασκόμενου-διδάσκοντα ή διδασκομένων μεταξύ τους, κάτι που συνάδει με τις θεωρίες μάθησης των Bandura, Piaget, και Vygotsky, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η μάθηση είναι προϊόν αλληλεπίδρασης ατόμου και «περιβάλλοντος».

Η παρουσίαση της ύλης να είναι κατατμημένη (με χρήση σύντομων κειμένων), ώστε η έκταση να μην αποθαρρύνεται ο εκπαιδευόμενος.

Να γίνεται χρήση πλαισίων, έντονων χαρακτήρων, επεξηγηματικών τίτλων και υποτίτλων, χωρίς υπερβολές όμως, για την προσπέλαση δύσκολων σημείων.

Να υπάρχει σύνοψη στο τέλος κάθε κεφαλαίου.

Να υπάρχουν προτάσεις για περαιτέρω βιβλιογραφία, που θα δίνει τη δυνατότητα έρευνας και εφαρμογής της κριτικής σκέψης σε αυτούς που το επιθυμούν.
44
7. Εργαλεία και μέσα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Με τους όρους μορφές- μέσα-εργαλεία εκπαιδευτικού υλικού προσδιορίζονται όλα τα μέσα μεταφοράς παρουσίασης και αναπαράστασης της πληροφορίας τα οποία υποστηρίζουν τις διαδικασίες της διδασκαλίας και της μάθησης. Για το θέμα των μέσων στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση η βιβλιογραφία αυξάνεται με ταχύ ρυθμό (Keegan, 2000) καθώς η χρήση των μέσων και ιδιαίτερα η αξιοποίηση της τεχνολογίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σύμφωνα με το Λιοναράκη (2006) η εξ αποστάσεως εκπαίδευση τα τελευταία τριάντα χρόνια συμβαδίζει με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ενώ ο Saba (2005) θεωρεί ότι ένας από τους τρεις σημαντικότερους παράγοντες ανάπτυξης της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι η ωρίμανση της τεχνολογίας. Το 1991 ο Rowntree διατύπωσε τις αρχές της σωστής πρακτικής των μέσων και από το 1995 έχει ήδη πραγματοποιηθεί μια σημαντική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα αυτό (Bates, 1995).
Ωστόσο αν και τα μέσα μεταφοράς της πληροφορίας διευκολύνουν τη μαθησιακή διαδικασία (Rowntree,1994, Σολομωνίδου 1999) ο καθοριστικότερος παράγοντας για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας τους είναι ο παιδαγωγικός σχεδιασμός του εκπαιδευτικού υλικού και όχι τα μέσα μεταφοράς της πληροφορίας (Ally 2004, Λιοναράκης 2006). Την ίδια άποψη επιβεβαιώνουν και οι Clark (1983) και Schramm (1977) (οπ. αναφέρεται στο Λιοναράκης, 2003) σύμφωνα με τις οποίες η μάθηση καθορίζεται και εξαρτάται από το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού υλικού και της διδακτικής μεθοδολογίας, και όχι από το είδος και τον τύπο της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή τη διανομή του εκπαιδευτικού υλικού (course delivery). Επίσης ο Kozma (2001, όπ. αναφ. στο Λιοναράκης, 2006) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «αυτό που κάνει τους 45
μαθητές να μαθαίνουν δεν είναι ο ίδιος ο υπολογιστής, αλλά ο σχεδιασμός μοντέλων της πραγματικής ζωής και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους μαθητές και αυτά τα μοντέλα».
Υπό το πρίσμα του παιδαγωγικού σχεδιασμού η επιλογή των μέσων είναι σημαντική και πρέπει να τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα παιδαγωγικά κριτήρια (Race 1999). Προκειμένου να αναλυθούν τα παιδαγωγικά κριτήρια επιλογής μιας μορφής και ενός μέσου για το εκπαιδευτικό υλικό είναι απαραίτητο να καταγραφούν όλες οι δυνατές μορφές εκπαιδευτικού υλικού και τα διαθέσιμα μέσα.
Οι μορφές και μέσα εκπαιδευτικού υλικού χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες (Ely, 2003, Ματραλής, 1998, Rowntree, 1994) το έντυπο και το οπτικο-ακουστικό –πολυμεσικό υλικό, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Έντυπο υλικό

Βιβλία και εγχειρίδια για το μάθημα, τα οποία είναι γραμμένα για εξ αποστάσεως εκπαίδευση

Βιβλία και εγχειρίδια τα οποία δεν είναι ειδικά γραμμένα για εκπαίδευση από απόσταση

Ειδικά σχεδιασμένοι οδηγοί μελέτης, οι οποίοι συνοδεύουν τα παραπάνω βιβλία και εγχειρίδια 46

Φύλλα εργασίας για παράλληλη χρήση με οπτικο-ακουστικό υλικό για πρακτική εργασία, εργασία στο πεδίο, ασκήσεις

Χάρτες διαγράμματα, φωτογραφίες

Σχετικά άρθρα εφημερίδων και περιοδικών ή αποσπάσματα τους

Τεστ- αξιολόγησης, οδηγοί για την εκπόνηση project, σημειώσεις για την πιστοποίηση, βιβλιογραφία

Κάθε είδους έντυπο υλικό που συνοδεύει και συνδέεται με το πρόγραμμα
Οπτικο-ακουστικό και πληροφορικό υλικό

Ηχογραφήσεις (κασέτες ήχου, δίσκοι, οπτικοί δίσκοι CD

Ραδιοφωνικές εκπομπές

Φωτογραφίες- slides

Φιλμ ταινιών ή αποσπάσματά τους

Βίντεο (κασέτες ή dvd)

Τηλεοπτικές εκπομπές

Προγράμματα εκπαίδευσης με ηλεκτρονικό υπολογιστή-εκπαιδευτικά λογισμικά /πολυμέσα

Πρότυπα, μακέτες κ.α.
Για κάθε μορφή και μέσο που χρησιμοποιείται στο εκπαιδευτικό υλικό ισχύουν οι γενικές παιδαγωγικές προδιαγραφές για τη διευκόλυνση της μάθησης, που έχουν ήδη αναφερθεί. Ωστόσο κάθε μέσο έχει και τα δικά του χαρακτηριστικά, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τα οποία πρέπει να 47
μελετηθούν προσεκτικά προκειμένου να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό μέσο κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Ενδεικτικά θα παρουσιαστούν μερικά από αυτά .
1. Ηχογραφημένο εκπαιδευτικό υλικό.
Οι εκπαιδευτικές ηχογραφήσεις έχουν τις ρίζες τους στις ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές εκπαιδευτικού περιεχομένου, οι οποίες ξεκινάν το 1930 στην Αγγλία (μέσω BBC) και το 1939 στην Γαλλία (από το σχολείο για μετανάστες, νυν Εθνικό Κέντρο εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης: CNED) εγκαινιάζοντας μια νέα τομή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Στη συνέχεια η εξέλιξη της τεχνολογίας έδωσε νέες δυνατότητες στην αποθήκευση του ήχου και έτσι σήμερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εκπαιδευτικούς λόγους αναλογικές ηχογραφήσεις π.χ. κασέτες κασετοφώνου αλλά κυρίως ψηφιακές ηχογραφήσεις που μπορούν εύκολα να αποθηκευτούν και να χρησιμοποιηθούν π.χ. mini-disc, cd, σκληροί δίσκοι κ.α.
Το ηχογραφημένο εκπαιδευτικό υλικό λειτουργεί συμπληρωματικά με το έντυπο υλικό και έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όπως (Λιοναράκης, 1998):

Δίνονται συμπληρωματικές πληροφορίες με ζωντανό και κατανοητό τρόπο. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή είναι εύκολο να συμπεριληφθούν και πληροφορίες ή απόψεις που είναι δύσκολο να ενταχθούν στο έντυπο υλικό.

Συμβάλλει στην πραγματοποίηση ή αξιολόγηση κάποιας δραστηριότητας, η οποία είναι συνδεδεμένη μα το έντυπο υλικό. Στο ηχογραφημένο υλικό μπορεί να ακούσει ο εκπαιδευόμενος συμπληρωματικές οδηγίες και συμβουλές από ειδικούς τις οποίες δε θα είχε τη δυνατότητα μέσω του έντυπου υλικού.

Δίνει ερεθίσματα και ιδέες σε γνωστικά πεδία του μαθήματος, καθώς επίσης και σχετικές εμπειρίες ανθρώπων.
48

Δίνεται η δυνατότητα δραματοποιήσεων για καταστάσεις και ζητήματα που πρέπει να επεξεργαστεί ο εκπαιδευόμενος, με αποτέλεσμα να συμβάλλει σε μια νέα προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου.

Στην περίπτωση των ξένων γλωσσών παρουσιάζονται αυθεντικές συζητήσεις στην γλώσσα που ενδιαφέρει τον εκπαιδευόμενο. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αποτελέσει και το κύριο διδακτικό μέσο.

Είναι ευέλικτο, εύχρηστο και οικονομικό εκπαιδευτικό μέσο. Ο εκπαιδευόμενος έχει τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιεί στο χρόνο, στο χώρο και με το ρυθμό που επιθυμεί.
Σε ένα ηχογραφημένο εκπαιδευτικό υλικό μπορεί να περιλαμβάνονται
α. Συνεντεύξεις / συζητήσεις
β. Αφηγήσεις / διαλέξεις
γ. Δραστηριότητες/ ασκήσεις
Η δημιουργία ενός ηχογραφημένου εκπαιδευτικού υλικού χρειάζεται προσεκτικό παιδαγωγικό σχεδιασμό για την επίτευξη των στόχων της. Κατά το σχεδιασμό της πρέπει να προσδιοριστούν:

Η ομάδα στόχος –σε ποιους απευθύνεται

Οι διδακτικοί στόχοι

Τα προσδοκώμενα αποτελέσματα

Το σενάριο (αρχή, πρωταγωνιστές, περιεχόμενο της συνέντευξης / αφήγησης κ.α.,)

Η σκηνοθεσία (πώς θα υλοποιηθεί το σενάριο και θα γίνει ελκυστικό και ενδιαφέρον;)

Οι ομιλητές, οι οποίοι πρέπει να έχουν σωστή άρθρωση και ικανοποιητικό ρυθμό ομιλίας.

Οι τεχνικοί συνεργάτες, οι οποίοι θα πρέπει να γνωρίζουν καλά τις ιδιαιτερότητες του χώρου και τους στόχους της παραγωγής.
49

Τα μηχανήματα και οι συσκευές που είναι απαραίτητες για την καλή ποιότητα του υλικού

Το στούντιο παραγωγής και ο εξοπλισμός του.
Αφού πραγματοποιηθεί και η τελική επεξεργασία και ολοκληρωθεί η δημιουργία του ηχογραφημένου υλικού είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί για να αναθεωρηθεί και διορθωθεί όταν χρειάζεται, καθώς επίσης να ενσωματωθούν νέα στοιχεία και πληροφορίες.
Μειονεκτήματα στην αξιοποίηση ηχογραφημένου υλικού μπορούν να προκύψουν λόγω ελλείψεων στα τεχνικά μέσα, ανεπαρκούς σκηνοθεσίας ή σεναρίου.
2. Εκπαιδευτικό βίντεο
Το εκπαιδευτικό βίντεο όταν είναι κατάλληλα σχεδιασμένο, ώστε να αξιοποιηθεί ως διδακτικό υλικό μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο και να ενεργοποιήσει μια σειρά από μηχανισμούς μάθησης.
«Η κινούμενη εικόνα έχει τη δυνατότητα να οπτικοποιήσει το διδακτικό υλικό και να μεταφέρει αποτελέσματα, πληροφορίες και γνώσεις» (Λιοναράκης, 1998). Με το συνδυασμό ήχου και εικόνας προσφέρει με ευχάριστο και ελκυστικό τρόπο, ζωντανό λόγο, εμπλουτίζοντας τις πληροφορίες του έντυπου υλικού, καταγράφοντας απόψεις ειδικών, μεταφέροντας διαλέξεις και συνεντεύξεις, συνεισφέροντας σε θέματα δραστηριοτήτων και ανάπτυξης δεξιοτήτων με ζωντανά παραδείγματα. Ακόμη εισάγει τον εκπαιδευόμενο σ’ ένα περιβάλλον το οποίο είναι δύσκολο να δημιουργηθεί από το έντυπο υλικό, π.χ. ξενάγηση σε άλλες χώρες. Επιπλέον μπορεί να προσφέρει πληροφορίες και υλικό για εμβάθυνση μέσα από δραματοποιήσεις ιστοριών, καταστάσεων κ.α.
50
Το εκπαιδευτικό βίντεο, συχνά συνοδεύεται από γραπτό υλικό πληροφοριακής μορφής.
Τα είδη εκπαιδευτικού βίντεο που συναντώνται είναι τα εξής:
α. Συνέντευξη/ συζήτηση
β. Αφήγηση/ διάλεξη
γ. Ντοκιμαντέρ
δ. Δραματοποίηση
ε. Εργαστηριακές/ πειραματικές επιδείξεις
στ. Δραστηριότητα/ άσκηση.
ζ. Συνδυασμό όλων των παραπάνω για ώστε να επιτευχθούν οι εκπαιδευτικοί στόχοι.
Ο σχεδιασμός και η παραγωγή του είναι μια δύσκολη και δαπανηρή διαδικασία. Για τη δημιουργία του είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν μια σειρά πολύπλοκων παραγόντων μερικές από τις οποίες είναι :

Η ομάδα στόχος –σε ποιους απευθύνεται (target group)

Οι διδακτικοί στόχοι

Τα προσδοκώμενα αποτελέσματα

Το σενάριο

Ο σκηνοθέτης

H ομάδα παραγωγής
Η δημιουργία του εκπαιδευτικού βίντεο βασίζεται αφενός στις παιδαγωγικές προδιαγραφές του εκπαιδευτικού υλικού αφετέρου στις αρχές της οπτικοακουστικής γλώσσας. Τα πλεονεκτήματα ενός εκπαιδευτικού βίντεο η παραγωγή του οποίου έχει βασιστεί σε παιδαγωγικές προδιαγραφές, στην τήρηση των αρχών της οπτικοακουστικής και σε μια άρτια παραγωγή είναι πολλά ένα ζήτημα το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή την περίπτωση είναι η αποφυγή του εγκλωβισμού του εκπαιδευόμενου στο ρόλο του παθητικού αποδέκτη πληροφοριών. Ένας από τους τρόπους με τους 51
οποίους ξεπεράστηκε αυτή η αδυναμία ήταν αρχικά η αλληλεπιδραστική τηλεόραση και βίντεο (όπου γινόταν μετάδοση μαθημάτων εξ αποστάσεως σε πραγματικό χρόνο με δυνατότητα αμφίδρομης επικοινωνίας), μέσο όμως που γρήγορα ξεπεράστηκε και στη συνέχεια η ανάπτυξη και εξάπλωση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας, όπου με την επεξεργασία οπτικοακουστικών πληροφοριών μέσω ειδικού λογισμικού παράγονται αρχεία βίντεο μικρότερου μεγέθους, γεγονός που επιτρέπει αφενός τη διακίνηση διδακτικού υλικού αυτής της μορφής μέσω διαδικτύου σε σύντομο χρόνο, αφετέρου την ενσωμάτωση του σε εκπαιδευτικά λογισμικά. Οι σύγχρονες δυνατότητες του εκπαιδευτικού βίντεο προσφέρουν φυσικά πλήθος πλεονεκτημάτων στην μαθησιακή διαδικασία, όπως αμεσότητα, αμφίδρομη επικοινωνία που αυξάνει τις δυνατότητες αλληλεπίδρασης εκπαιδευόμενου-εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενων μεταξύ τους, έντονη ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος, δυνατότητα προσαρμογής στο μαθησιακό στυλ κάθε εκπαιδευόμενου, παροχή εκπαιδευτικών δυνατοτήτων σε ευρύ γεωγραφικό χώρο, δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης του διδακτικού υλικού κτλ.
Μειονεκτήματα στη αξιοποίηση του εκπαιδευτικού βίντεο προέρχονται από την έλλειψη παιδαγωγικού σχεδιασμού, ελλείψεις και προβλήματα στις τεχνικές υποδομές ανεπάρκεια στη γνώση της οπτικοακουστικής γλώσσας.
3. Τα πολυμέσα - υπερμέσα.
Βέβαια τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή και τη διάδοση των υπολογιστών αλλά και την εξέλιξη της τεχνολογίας των υπερμέσων όλες οι μορφές οπτικοακουστικού πληροφοριακού υλικού τείνουν να ενσωματωθούν. Τα πολυμέσα - υπερμέσα «καθορίζουν ένα τομέα που περιλαμβάνει ποικιλία βιντεοδίσκων, συμπαγών δίσκων και συστημάτων, όλα βασισμένα στον υπολογιστή ο οποίος επιτρέπει τη δημιουργία, ενοποίηση και το χειρισμό κειμένων, γραφικών, σταθερών και κινούμενων εικόνων βίντεο, ήχων και 52
αναδραστικών διαδικασιών για εφαρμογή την εκπαίδευση (Latchem, Williamson & Henderson-Lacett, 1993)» (Σολομωνίδου, 1999).
Πιο αναλυτικά τα πολυμέσα - υπερμέσα περιλαμβάνουν την αξιοποίηση πολλών μέσων χρησιμοποιούν κείμενα, γραφικά, εικόνες, βίντεο, ήχους, κινούμενα σχέδια τα οποία συνδέονται και παρουσιάζουν την πληροφορία με μη γραμμικό τρόπο με τη μορφή «συνδέσμων» και «κόμβων». Μεταξύ των συνδέσμων και των κόμβων ο χρήστης καθορίζει τη δική του διαδρομή (Μακράκης, 2000).
Η διαφορά ανάμεσα στα υπερμέσα και τα πολυμέσα έγκειται στο βάθος, τον πλούτο και την ποικιλία των πληροφοριών που περιλαμβάνουν. Τα υπερμέσα περιλαμβάνουν και τα πολυμέσα τα οποία αποτελούν υποσύνολων των πρώτων. «Ένα πακέτο υπερμέσων μπορεί να περιλαμβάνει σύνολο κειμένων με συνδέσμους που οδηγούν στη παρουσίαση της πληροφορίας με κάθε «μέσο» αλλά π.χ. και ένα σύνολο διαφανειών (Powerpoint slides)-ένα νέο σύνολο πολυμέσων «κρυμμένων» κάτω από ένα σύνδεσμο. Δηλαδή πολυμέσα μέσα στα πολυμέσα» (Παναγιωτακόπουλος, Πιερρακέας, Πιντέλας, 2003)
Αναλυτικότερα τα «μέσα» είναι:
Το κείμενο που αποτελεί τον παλαιότερο φορέα μεταφοράς πληροφορίας σε εφαρμογές υπολογιστών.
53
Ο ήχος, απαραίτητο για την ολοκληρωμένη και ρεαλιστική παρουσίαση της πληροφορίας. Δίνει έμφαση σε κάποιες ενέργειες ή προειδοποιεί το χρήστη. Ακόμη η μουσική / ήχος μπορεί να συνοδεύει μια παρουσίαση στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η εικόνα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες τις εφαρμογές πολυμέσων για να μεταφέρει κατάλληλη οπτική πληροφορία.
Η γραφικά αποτελούν ένα συνηθισμένο μέσο μεταφοράς οπτικής πληροφορίας
Το βίντεο (κινούμενη εικόνα) κάνει την παρουσίαση μιας πληροφορίας πιο πλήρη και ρεαλιστική, καθώς μπορεί να μεταφέρει συζητήσεις, αφηγήσεις, πραγματικά στιγμιότυπα από το περιβάλλον στον υπολογιστή.
Η κίνηση προσφέρει κίνητρο χρήσης, κάνει το περιβάλλον δυναμικό και αλληλεπιδραστικό, ενεργοποιεί και ενισχύει τη συμμετοχή του χρήστη.
Η ισχύς των πολυμέσων προέρχεται από τη συνένωση των δυνατοτήτων όλων των «μέσων» μαζί, ώστε η μεταδιδόμενη πληροφορία να γίνει κατανοητή από το χρήστη (Παναγιωτακόπουλος, Πιερρακέας, Πιντέλας, 2003) Στο πολυμεσικό υλικό είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στο κατάλληλο και επαρκές οπτικό υλικό (εικόνες, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα, αφίσες γραφήματα, πίνακες, χάρτες κ.α.)
Το αμιγές οπτικό υλικό, εικόνες φωτογραφίες, αφίσες, χάρτες, τα διαγράμματα, οι πίνακες και άλλα μέσα που είναι αναρτώμενα, περιλαμβάνουν με μορφή εικόνων μηνύματα και πληροφορίες (Σολωμονίδου, 1999) τα οποία πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένα και δομημένα ώστε να προκαλούν το ενδιαφέρον και να παρέχουν κίνητρα για ανάγνωση. Η αξιοποίηση τους είναι ιδιαίτερα σημαντική για αυτό είναι απαραίτητος ο σωστός παιδαγωγικός και αισθητικός σχεδιασμός τους, ώστε να παρουσιάζουν την απολύτως απαραίτητη πληροφορία χωρίς πλεονασμούς.
Μερικά από τα πλεονεκτήματα της αξιοποίησης των υπερμέσων στη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού είναι:
54

Η πολλαπλή αναπαράσταση της πληροφορίας

Η δυνατότητα προσαρμογής της παρουσίασης της πληροφορίας με βάση το μαθησιακό στυλ του χρήστη.

Η μη γραμμική –σειριακή παρουσίαση της πληροφορίας

Η δυνατότητα αναπαράστασης αφηρημένων εννοιών.

Η μεταφορά καταστάσεων από φυσικό περιβάλλον (προσομοιώσεις)
Τα υπερμέσα αξιοποιούνται στη δημιουργία εκπαιδευτικού λογισμικού και στη χρήση του διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Το εκπαιδευτικό λογισμικό κατασκευάζεται ως συμπληρωματικό μέσο διδασκαλίας προκειμένου να διευκολύνει τη μάθηση με τη χρήση του υπολογιστή. Ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα από χρήση κατάλληλα σχεδιασμένου εκπαιδευτικού λογισμικού είναι η ενίσχυση της αλληλεπιδραστικότητας εκπαιδευομένου -εκπαιδευτικού υλικού. Υπάρχουν πολλά είδη εκπαιδευτικού λογισμικού όπως:

Εξάσκησης-εκγύμνασης (drill and practice)

Εκπαίδευσης φροντιστηρίου (tutorial)

Λύσης προβλημάτων (problem solving)

Προσομοιώσεων (simulations)

Εκπαιδευτικών παιχνιδιών (educational computer games ή instructional games)

Μοντελοποίησης (modeling)
O σχεδιασμός ενός εκπαιδευτικού λογισμικού είναι μια πολύπλοκη και απαιτητική διαδικασία καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες. Συγκεκριμένα μερικά από τα ζητήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι τα εξής:

Καθορισμός ομάδας στόχου και επιλογή εκπαιδευτικού αντικειμένου

Οργάνωση περιεχομένου και δημιουργία σεναρίου

Σχεδίαση αλληλεπίδρασης και σχεδίαση δομής λογισμικού 55

Υλοποίηση διεπιφάνειας χρήσης

Παραγωγή περιεχομένου

Ανάπτυξη λογισμικού

Παραγωγή τελικού προϊόντος

Παραγωγή συνοδευτικών-μαζική παραγωγή λογισμικού
Όλα τα παραπάνω ζητήματα περιλαμβάνουν επιμέρους ζητήματα τα οποία πρέπει να ληφθούν αναλυτικά υπόψη. Επιπλέον σε όλα τα προηγούμενα σημεία πραγματοποιείται αξιολόγηση και ποιοτικός έλεγχος για μεγάλο αριθμό θεμάτων που εξετάζονται μέσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού λογισμικού, όπως θεωρίες μάθησης, καταλληλότητα προϊόντος , δυνατότητες από μαθησιακή άποψη κ.α.
4. Χρήσεις διαδικτύου
Στο διαδίκτυο υπάρχουν εκπαιδευτικές ιστοσελίδες οι οποίες προσφέρουν διάφορες δυνατότητες όπως: τη δυνατότητα έρευνας, μέσα από ένα πλήθος μηχανών αναζήτησης, ή και ουσιαστικής διδασκαλίας με την χρήση ολοκληρωμένων διαδικτυακών περιβαλλόντων διδασκαλίας-μάθησης, όπου ο εκπαιδευόμενος έχει πρόσβαση σε πολυμεσικό ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό με ποικίλες μορφές σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης α) με το ίδιο το υλικό (ώστε να το προσαρμόζει στις ατομικές του ανάγκες), β) με τον διδάσκοντα (ώστε να του παρέχεται υποστήριξη και ανατροφοδότηση ) και γ) τους συμφοιτητές, με σύγχρονο ή ασύγχρονο τρόπο.. Σήμερα έχουν αναπτυχθεί στο διαδίκτυο πολλά διαφορετικά περιβάλλοντα μάθησης (π.χ. Topclass, WebCT, Learning space, Centra-symposium, Exodus e-learn Platform, SCORM), τα οποία αν είναι παιδαγωγικά σχεδιασμένα συμβάλλουν στη προσαρμογή της διαδικασίας διδασκαλίας και μάθησης στις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Στο διαδίκτυο υπάρχουν δύο τύποι ιστοσελίδων:
56
1. Ιστοσελίδες επικοινωνιακών ψηφίδων: με τις οποίες επιτυγχάνεται η δυνατότητα επικοινωνίας στο πλαίσιο της μαθησιακής διαδικασίας, ασύγχρονης ή συγχρονικής, μέσω διαδικτυακών συζητήσεων (forum), εικονικών τάξεων (virtual classrooms) και άλλων εφαρμογών.
2. Ιστοσελίδες διδακτικών ψηφίδων οι οποίες διακρίνονται σε: α. Ιστοσελίδες πρόσβασης, β. Ιστοσελίδες υλικού και γ. Ιστοσελίδες ερωτηματολογίων
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιστοσελίδων πραγματοποιείται με κριτήρια:

Τη διαθεσιμότητα ως «ανοικτές» ή «κλειστές» (ελεύθερη ή περιορισμένη πρόσβαση),

Τη διαδραστικότητα ως «αμφίδρομες» ή «μονόδρομες» (δυνατότητες χρήστη για αλληλεπίδραση με ιστοσελίδα και άλλους χρήστες: forum, chat, διαδραστικές ασκήσεις),

Τη χρηστικότητα ως «φιλικές» ή «μη» προς το χρήστη (μηχανισμός πλοήγησης, κατανομή όγκου δεδομένων με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι καθυστερήσεις στη φόρτωση της ιστοσελίδας, ύπαρξη εσωτερικών μηχανισμών αναζήτησης) και

Την πρωτοτυπία ως «τυποποιημένες», «προσαρμοσμένες», ή «πρωτότυπες».
Ο σχεδιασμός και η δημιουργία είναι μια πολύπλοκη διαδικασία στην οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες με έμφαση στον παιδαγωγικό σχεδιασμό, όπως και στη δημιουργία του εκπαιδευτικού λογισμικού
Ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό πέρα από τις δυνατότητες και τις προδιαγραφές κάθε μορφής και μέσου εκπαιδευτικού., είναι τα κριτήρια επιλογής και χρήσης του.
Πολλοί ερευνητές όπως ο Rowntree (1994:67) και ο Ely (2003) έχουν δημιουργήσει μια σειρά με ερωτήματα τα οποία έχουν στόχο να συμβάλλουν στην καλύτερη επιλογή του μέσου.
Μερικές ενδεικτικές ερωτήσεις αυτού του τύπου είναι οι εξής:
57

Υπάρχουν στόχοι, η επίτευξη των οποίων επιβάλλει τη χρήση κάποιου συγκεκριμένου μέσου ή μορφής Ε.Υ.;

Ποια μέσα είναι διαθέσιμα στους εκπαιδευόμενους και είναι εξοικειωμένοι με αυτά;

Σε ποια μέσα και μορφές Ε.Υ. είναι εξοικειωμένοι, έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες να τα χρησιμοποιούν και έχουν εύκολη πρόσβαση οι εκπαιδευόμενοι;

Ποιο/α λογισμικό/α πρέπει να έχει ο εκπαιδευόμενος για να έχει πρόσβαση στο υλικό; Είναι διαθέσιμα αυτά τα λογισμικά;

Υπάρχουν μέσα και μορφές εκπαιδευτικού υλικού που θα συμβάλλουν περισσότερο στην κινητοποίηση των εκπαιδευομένων; κ.α.
Ως προς την χρήση και αξιοποίηση των μέσων μεταφοράς της πληροφορίας πρέπει να σημειωθεί η τάση που υπάρχει διεθνώς για μια διαφοροποίηση εννοιών σχετικών με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση η οποία έχει δημιουργήσει ένα μύθο, ακόμα και μια παραφιλολογία για αυτές τις μορφές εκπαίδευσης αποδίδοντας σε αυτές χαρακτηρισμούς που εντυπωσιάζουν. Χρησιμοποιούνται όροι όπως: μάθηση με ηλεκτρονικά μέσα (e-learning), μάθηση σε περιβάλλον απευθείας σύνδεσης (online learning), μάθηση μέσω Διαδικτύου (Internet learning), κατανεμημένη μάθηση (distributed learning), μάθηση μέσω δικτύου (network learning), τηλε-μάθηση (tele-learning), μάθηση σε ιδεατό/εικονικό περιβάλλον (virtual learning), μάθηση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή (computer – assisted learning), μάθηση μέσω τεχνολογιών που βασίζονται στον παγκόσμιο ιστό (web-based learning), για να οριστούν στην πραγματικότητα τα μέσα μεταφοράς της πληροφορίας και η επικοινωνία των μαθητών και όχι εκπαιδευτικά δεδομένα αποτελεσματικής διδασκαλίας και μάθησης.
58
Είναι σημαντικό ότι οι διαδικασίες μάθησης και το μέσο μεταφοράς ορίζονται με βάση το εργαλείο που χρησιμοποιείται. Το εργαλείο όμως ως μέσο δεν είναι αυτό που θα ορίσει το τι μαθαίνουν οι μαθητές και τι πράγματα πρέπει να κάνουν για να μάθουν αποτελεσματικότερα ή ακόμα τι θα είναι ικανοί να κάνουν αφού έχουν μάθει. Οι μαθητές, ανεξάρτητα από το μέσο μεταφοράς της πληροφορίας, θα παραλάβουν την πληροφορία και το μαθησιακό υλικό που θα πρέπει να μελετήσουν και θα τους ζητηθεί να εκπονήσουν μια σειρά από δραστηριότητες για να εμπλακούν σε αυτό, να το μετουσιώσουν σε γνώση δική τους, έτσι ώστε κάποια στιγμή να αξιολογηθούν. Και όχι μόνο αυτό: το ευέλικτο και αποτελεσματικό μαθησιακό υλικό θα πρέπει να τους καθιστά ικανούς να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους και να μπορούν να εφαρμόζουν σε πραγματικές συνθήκες όλα όσα έμαθαν.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι:

Αυτό που θα καθορίσει την ποιότητα της μάθησής τους είναι το ίδιο το διδακτικό υλικό, η δική τους προσωπική εμπλοκή και η δημιουργική ικανότητα του εκπαιδευτικού τεχνολόγου – σχεδιαστή του εκπαιδευτικού υλικού να τους ζητήσει να προβούν σε μια σειρά από ενέργειες που θα κάνουν για να αναπτύξουν συγκεκριμένες δεξιότητες, οι οποίες με τη σειρά τους θα τους οδηγήσουν στη μάθηση και στην απόκτηση συγκεκριμένων γνώσεων.
59
8. Συστήματα παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης
Υπάρχει μια πληθώρα εφαρμογών εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε ολόκληρο τον κόσμο αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το γεγονός ότι δεν υπάρχει έχει και μοναδικός τρόπος λειτουργίας ούτε μια μορφή άσκηση της.
Πολλοί θεωρητικοί της εξ αποστάσεως ασχολήθηκαν με το θέμα της τυπολογίας των ανοικτών και εξ αποστάσεως Πανεπιστημίων με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί πολλών ειδών ταξινομήσεις. Πριν γίνει μια συνοπτική αναφορά σε αυτό το θέμα είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους όρους ανοικτά και εξ αποστάσεως Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Οι έννοιες «ανοικτό» και «εξ αποστάσεως» δεν συμβαδίζουν απαραίτητα καθώς πανεπιστήμια, τα οποία λειτουργούν με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, δεν είναι πάντα ανοικτά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξ Αποστάσεως Πανεπιστήμιο της Γερμανίας, το οποίο ιδρύθηκε από την τοπική κυβέρνηση της βόρειας Rhine – Westphalia το 1974. Ακολουθεί επιλογές και στρατηγικές συμβατικών πανεπιστημίων ως προς τις επιλογές νέων φοιτητών, αλλά ως προς τις μεθόδους και πρακτικές της εκπαίδευσης είναι ένα εξ αποστάσεως πανεπιστήμιο.
Ωστόσο η επιτυχία των ανοικτών πανεπιστημίων οδήγησε συμβατικά ιδρύματα να αλλάξουν τις επιλογές τους. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Ολλανδικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, που άλλαξε τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά προγράμματά του στη δομή του Bachelor και Master. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε συνεργασία με φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης για ανάπτυξη προγραμμάτων (Bachelor και Master) με σταθερή κατεύθυνση τις ανάγκες της αγοράς. Οι προτεραιότητές του επικεντρώνονται στις συνεργασίες του με ιδιωτικούς φορείς και στο άνοιγμά του σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Ενδιαφέρουσα περίπτωση Ανοικτού 60
Πανεπιστημίου είναι αυτό της Πορτογαλίας όπου η πολιτική της συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης έφερε το Ανοικτό Πανεπιστήμιο πιο κοντά στις κοινωνικές ανάγκες της χώρας με αποτέλεσμα να επαναπροσδιορίσει την προσφορά ακαδημαϊκής εκπαίδευσης για ανθρώπους που είχαν εγκαταλείψει τις σπουδές τους για διάφορους λόγους. Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με το πορτογαλικό Υπουργείο Παιδείας προσφέρει, μαζί με τις σπουδές δεύτερης ευκαιρίας, ειδικά μεταπτυχιακά προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης σε καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό, τα τελευταία 15 χρόνια έχουν επιμορφωθεί 14.000 καθηγητές (Cerveira, 2003). Τα κίνητρα των πολιτών για ανώτατες σπουδές φαίνεται ότι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Πρωτεύοντα όμως ρόλο έχουν αυτοί που επιθυμούν νέα εργασία, αλλαγή ειδικότητας ή αυτοί που θέλουν να αλλάξουν το αντικείμενο εργασίας τους και να αναπτύξουν νέες δεξιότητες.
Από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, το Εθνικό Πανεπιστήμιο εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης της Ισπανίας (U.N.E.D.) ιδρύθηκε το 1972 και είναι δημόσιο πανεπιστήμιο. Διαθέτει 1.200 μόνιμους καθηγητές (μέλη ΔΕΠ) και περίπου 4.000 συνεργαζόμενους καθηγητές – συμβούλους. Έχει το ίδιο ακριβώς νομικό καθεστώς με όλα τα άλλα συμβατικά πανεπιστήμια της χώρας. Βασίζεται στο αρθρωτό σύστημα εκπαίδευσης και έχει μια 61
ιδιαιτερότητα από τα άλλα ευρωπαϊκά ανοικτά ή εξ αποστάσεως πανεπιστήμια. Ενώ ο βασικός κορμός των φοιτητών ακολουθεί για την είσοδό του στο ίδρυμα τα κριτήρια των συμβατικών πανεπιστημίων, υπάρχει το σύστημα των Open Courses που επιτρέπει σε ανθρώπους χωρίς τυπικά προσόντα να παρακολουθήσουν θεματικές ενότητες προγραμμάτων σπουδών χωρίς να πάρουν κάποιο πτυχίο.
Σε μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση, ο F. Rubio (2003) περιγράφοντας το εκπαιδευτικό μοντέλο του Ανοικτού Πανεπιστημίου της Καταλονίας αναφέρει ότι «πιστεύουμε ότι στον 21ο αιώνα χρειαζόμαστε εκπαίδευση και κατάρτιση που δεν θα βασίζεται στο περιεχόμενο και στη γνώση, αλλά στις ικανότητες, στις γενικές ικανότητες, καθώς επίσης και στις εξειδικευμένες». Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας σίγουρα εκπλήσσει και προκαλεί, ανοίγοντας θέματα προς συζήτηση και διάλογο.
Αυτό που διαφαίνεται στην πορεία των ανοικτών και εξ αποστάσεως πανεπιστημίων είναι η προσαρμογή αυτών που ξεκίνησαν ως ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεύτερης ευκαιρίας στις νέες συνθήκες της αγοράς εργασίας και της επιστημονικής εξειδίκευσης. Επίσης, διαφαίνεται η έννοια του «ανοικτού» και ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε στις στρατηγικές αυτών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η έννοια του «ανοικτού» προσδιορίζεται ως προς τις προσφερόμενες ευκαιρίες, την προσβασιμότητα και τις συνθήκες πρόσβασης που έχουν οι υποψήφιοι σπουδαστές, όταν δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα.
Ο Keegan (2000) κάνοντας μια παρουσίαση των διάφορων ταξινομήσεων ιδρυμάτων που προσφέρουν εξ αποστάσεως εκπαίδευση με συγκεκριμένες ακαδημαϊκές και διοικητικές προδιαγραφές, διαπιστώνει μια μεγάλη ποικιλία αλλά και μια μεγάλη δυσκολία στις γενικεύσεις καθώς 62
υπάρχουν πολλοί περιορισμοί. Η πρώτη ενδιαφέρουσα ταξινόμηση έγινε το 1971 από τον Peters, ο οποίος διέκρινε τα ιδρύματα σε δύο βασικές ομάδες.
Το δυτικό μοντέλο που χρησιμοποιεί το έντυπο υλικό και παρέχει ανατροφοδότηση δι’ αλληλογραφίας και το ανατολικό μοντέλο που χρησιμοποιεί και πάλι έντυπο υλικό αλλά επιβάλλει και πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις. Η ταξινόμηση αυτή παρήκμασε στις αρχές τις δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν πολλές ταξινομήσεις με διαφορετικά κριτήρια Bushra (1973), του Neil (1981) του Zelaya και των Keegan και Rumble (1982).
Μια από τις βασικές διακρίσεις είναι ανάμεσα στα αυτόνομα ιδρύματα παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και στα τμήματα εξ αποστάσεως εκπαίδευση συμβατικών πανεπιστημίων αλλά και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν.
Είναι όμως φανερό σε όλες τις κατηγοριοποίησης ότι το διδακτικό υλικό στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης έχει εξαιρετικά καθοριστικό ρόλο. Αυτό που διαφαίνεται από την πρακτική των ανοικτών και εξ αποστάσεως πανεπιστημίων είναι η προοπτική μιας νέας γενιάς διδακτικού υλικού και των μέσων επικοινωνίας, που βασίζονται στην πλούσια εμπειρία που έχουν αποκτήσει τα πανεπιστήμια αυτά. Το σίγουρο είναι ότι τα ιδρύματα εκσυγχρονίζουν τις εκπαιδευτικές μεθόδους τους και δημιουργούν πλέον μικτά συστήματα μέσων διδασκαλίας και επικοινωνίας.
Ως ένα καλό παράδειγμα σύγχρονου εξ αποστάσεως ιδρύματος μπορεί να αναφερθεί το Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Ολλανδίας (O.U.N.L.), το οποίο παράλληλα με την επιλογή της ψηφιακής τεχνολογίας οικοδομεί τα παιδαγωγικά θεμέλια των επιλογών του. Στοχεύει σαφώς στην υιοθέτηση του e-Learning, καθώς το σύνολο των φοιτητών του διαθέτει πρόσβαση στο διαδίκτυο και στις ψηφιακές βάσεις του ιδρύματος.
63
Αν και έχει ορίσει ως προτεραιότητα την έρευνα και την ανάπτυξη μορφών εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με έμφαση στις τεχνολογίες και τη δια βίου εκπαίδευση, ο W. Jochems (2003), Διευθυντής του Κέντρου Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του O.U.N.L., τονίζει ότι «πρώτα απ’ όλα εκπαίδευση σημαίνει μάθηση, έτσι επικεντρώσαμε το εκπαιδευτικό μας μοντέλο στον παράγοντα ‘μάθηση’».
64
9. Αξιολόγηση
Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποσκοπεί να προσδιορίσει το βαθμό υλοποίησης των στόχων ενός εκπαιδευτικού συστήματος ή των συστατικών μερών του για παράδειγμα ένα μάθημα, μια μέθοδο κ.α. Ειδικότερα μπορεί να οριστεί ως μια ερευνητική διαδικασία που αφορά σε μια συστηματική διαδικασία συλλογής, επεξεργασίας, ανάλυσης και ερμηνείας δεδομένων συγκεκριμένων αντικείμενων, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια με σκοπό την ανατροφοδότηση των ενεργειών και των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πράξης (Μακράκης, 1998). Κατά την πραγματοποίηση της αξιολόγησης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ποικίλοι παράγοντες καθώς και η κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία λειτουργεί το υπό αξιολόγηση αντικείμενο.
Η αναγκαιότητα της ενσωμάτωσης της αξιολόγησης είναι προφανής και στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, ιδιαίτερα όσον αφορά στην καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των διδακτικών μεθόδων και του διδακτικού υλικού.
Αντικείμενα αξιολόγησης μπορούν να είναι όλα τα ζητήματα που αφορούν τόσο στο σχεδιασμό και την οργάνωση όσο και στην υλοποίηση και εφαρμογή ενός προγράμματος. Για παράδειγμα αντικείμενο αξιολόγησης ενός συστήματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης μπορεί να είναι:

Ο βαθμός υλοποίησης των στόχων του

Οι ευκαιρίες πρόσβασης και συμμετοχής

Η ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών

Το Εκπαιδευτικό υλικό

Το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό

Η αλληλεπίδραση και επικοινωνία διδασκόντων –διδασκομένων κ.α.
Μετά την επιλογή των αντικειμένων αξιολόγησης θα πρέπει να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι στόχοι στους οποίους αποβλέπει η αξιολόγηση 65
ώστε να λειτουργήσουν ως κατευθυντήριοι άξονες στο σχεδιασμό και στη διεκπεραίωση της.
Δύο κύρια είδη αξιολόγησης συνηθίζονται και επικρατούν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση.

Η διαμορφωτική που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια εξέλιξης ενός προγράμματος, με στόχο την ανατροφοδότηση και τη βελτίωση του.

Η τελική ή συνολική αξιολόγηση που πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση ενός προγράμματος για να προσδιοριστεί η έκταση επιτυχίας των στόχων του.
66
10. Δια βίου μάθηση.
Σε μια εποχή όπου τα πάντα αλλάζουν με απίστευτη ταχύτητα, η διαρκής ανανέωση και ο συνεχής εμπλουτισμός των γνώσεων και δεξιοτήτων του πολίτη στην αναδυόμενη Κοινωνία της Πληροφορίας, αναδεικνύει την Δια Βίου Μάθηση ως την απαραίτητη προϋπόθεση για την αρμονική και παραγωγική του ένταξη στα νέα κοινωνικά και εργασιακά δεδομένα (Αναστασιάδης, 2005). Η Δια Βίου Μάθηση αποτελεί την σημαντικότερη προτεραιότητα των ανεπτυγμένων κρατών και υπερεθνικών οργανισμών στις αρχές του 21ου αιώνα. Η εκπαίδευση και η μάθηση δεν περιορίζονται πλέον σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. Οφείλουν να συντροφεύουν το σύνολο της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, να υποστηρίζουν όλες τις δεξιότητες και όλους τους κλάδους της γνώσης, να χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά μέσα και να δίνουν την ευκαιρία σε όλους τους ανθρώπους για πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. (UNESCO, 1976).
Οι όροι Δια Βίου Μάθηση και Δια Βίου Εκπαίδευση χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν κάθε δραστηριότητα μάθησης -εκπαίδευσης στην οποία συμμετέχουν ενήλικες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, με στόχο τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων και των επαγγελματικών προοπτικών, την προσωπική και κοινωνική τους ανέλιξη, αλλά και τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους. Ωστόσο είναι σημαντικό να κάνουμε ένα διαχωρισμό στις παραπάνω έννοιες οι οποίες δεν ταυτίζονται.
Επεκτείνοντας την ανάλυση για τη μάθηση που έχει προηγηθεί διαπιστώνουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μαθαίνουμε κατά φυσικό τρόπο, άτυπα και περιστασιακά, μέσα από την καθημερινή εμπειρία, από την εκτέλεση ενός έργου, την παρατήρηση μιας δραστηριότητας, την αλληλεπίδραση με άλλους κ.λ.π. Σε άλλες περιπτώσεις, πάλι, η μάθηση είναι 67
συνειδητή, ξεκινά από κάποια πρόθεσή και σχετίζεται με συγκεκριμένους στόχους. Σε αυτή την περίπτωση αναζητούμε να συμμετάσχουμε σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή να μελετήσουμε ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο. Όταν η μάθηση είναι συνειδητή από την πλευρά των συμμετεχόντων και σχεδιασμένη με συγκρότηση από κάποιον φορέα παροχής μάθησης, αποτελούν εκπαίδευση. Συνεπώς, η εκπαίδευση στοχεύει πάντοτε στη μάθηση, όμως η μάθηση αποτελεί έννοια ευρύτερη της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι δεν έχουν όλες οι μορφές μάθησης εκπαιδευτικό χαρακτήρα (Κόκκος, 2005).
Με βάση τα παραπάνω ο όρος «δια βίου μάθηση» είναι πολύ ευρύτερος από τον όρο «εκπαίδευση» και υποδηλώνει τον απεριόριστο και αέναο χαρακτήρα της μάθησης, που καλύπτει όλο το φάσμα της ζωής και περιλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις μορφές μάθησης, τόσο εκείνες που παρέχονται από κάθε είδους εκπαιδευτικούς φορείς όσο και όλες τις μορφές άτυπης μάθησης (Sutton, 1994, σ. 3.416, Kogan, 2000, κεφ. 5). Ο επίσημος ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση αναφέρεται σε: «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση» (European Commission, Com (2001) 678).
68
Σήμερα έχει επικρατήσει διεθνώς ο όρος της δια βίου μάθησης γιατί:

αντανακλά την ανάγκη για συνεχή απόκτηση και ανανέωση γνώσεων που χαρακτηρίζει τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.

Πολλαπλασιάζονται ολοένα και περισσότερο οι ευέλικτες μορφές μάθησης, οι οποίες αντικαθιστούν εκείνες που πραγματοποιούνται στους παραδοσιακούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Πληθαίνουν, λοιπόν, τα άτομα που συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους ατομικά στον δικό τους χώρο, χρόνο και ρυθμό, παρακολουθώντας προγράμματα εκπαίδευσης από απόσταση, μερικής ή περιοδικής φοίτησης, αυτομόρφωσης κ.ά. (Jarvis, 2004, σ. 56, 229).
Τα κράτη, μέσα στις διεθνείς συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού και τάσης μείωσης των δημόσιων δαπανών, χρηματοδοτούν ολοένα και λιγότερο τους εκπαιδευτικούς θεσμούς· με αυτό τον τρόπο δείχνουν ότι τα άτομα πρέπει πλέον να φροντίσουν τα ίδια για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευσή τους (Griffin, 2004, Kallen, 1997). Συνεπώς, η έμφαση που δίνεται σήμερα στον όρο «δια βίου μάθηση» από τις κυβερνήσεις και τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση, OOΣΑ κ.ά.) υποδηλώνει ορισμένες πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές: θεωρείται ότι τα άτομα πρέπει να αναλάβουν να καταστρώνουν τα προσωπικά τους σχέδια μάθησης, ενώ τα κράτη περιορίζουν το ρόλο τους στο συντονισμό των ενεργειών ή, ενδεχομένως, στη διαμόρφωση κινήτρων (Κόκκος, 2005).
Χαρακτηριστικά, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το έτος που αφιερώθηκε στη δια βίου μάθηση (1996) ήταν η ακόλουθη:
«Η διά βίου μάθηση […] είναι περισσότερο μια προσέγγιση που εστιάζει στις ευκαιρίες και τις διαδικασίες μάθησης του ατόμου, αναγνωρίζοντας ότι αυτές οι ευκαιρίες και διαδικασίες τροφοδοτούνται από πολλούς κοινωνικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων, όχι μόνο της τυπικής εκπαίδευσης και των 69
συστημάτων κατάρτισης, αλλά και της οικογένειας, της επιχείρησης και των μέσων επικοινωνίας»
(Βεργίδης, 2000).
Είναι φανερό ότι αφενός η μάθηση δεν ταυτίζεται με την εκπαίδευση, αφετέρου, υπάρχουν ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες που οδηγούν στο να ονοματίζεται η εκπαίδευση δια βίου μάθηση. Επιπλέον προκαλείται σύγχυση όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «δια βίου μάθηση» για προγράμματα οργανωμένης μάθησης που υλοποιούνται από συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς φορείς και έχουν επομένως σαφή εκπαιδευτικό και όχι γενικά μαθησιακό χαρακτήρα.
Καθώς η Δια βίου Μάθηση, αφορά σε ενήλικες είναι φανερό ότι για τον προσδιορισμό του πεδίου, των μεθόδων και των αρχών της είναι απαραίτητη η μελέτη των αρχών και των μεθόδων της Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Οι ενήλικες εκπαιδευόμενοι έχουν κάποιες ιδιαίτερες ανάγκες, διαφορετικής φύσης από τους υπόλοιπους, με συνέπεια να έχουν και ειδικές απαιτήσεις από ένα σύστημα εκπαίδευσης. Από την άλλη η ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αναδεικνύεται ως μια από τις πιο σημαντικότερες παραμέτρους για την πραγμάτωση του οράματος της Δια Βίου Μάθησης, καθώς είναι μια μέθοδος εκπαίδευσης, η φιλοσοφία της οποίας στηρίζεται στην παραδοχή ότι η μόρφωση είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων και θα πρέπει να μπορούν να την απολαμβάνουν σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τους για να αποφεύγονται μια σειρά κοινωνικών αποκλεισμών (Αθανασούλα – Ρέππα 1987). Η «ανοικτή εκπαίδευση» στόχο έχει να παρέχει όσο γίνεται περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες και να διασφαλίζει την πρόσβαση στην εκπαίδευση, εφόσον είναι εφικτό, του συνόλου των ενδιαφερομένων (Λιοναράκης & Λυκουργιώτης 1999).
70
Βιβλιογραφία
Moore, G.,M., Handbook of distance education, Ανασύρθηκε 5-9-2007 http://www.eden-online.org/contents/conferences/research/barcelona/Michael_Moore.ppt#267
Prensky, M. (2000), ‘Digital game-based learning’, New York: McGraw-Hill
Simonson, M., Schlosser C., HansonD ., (1999) «Theory and Distance Education: A New Discussion» The American Journal of Distance Education Vol. 13 No.1 1999 Ανασύρθηκε 4-9-2007 από http://www.uni-oldenburg.de/zef/cde/found/simons99.htm
Soo, K. & Bonk, C. (1998). Interaction: What does it mean in online distance education? Vol. 2 Στο T. Ottrnann & I. Tornek (Eπιμ.), Proceedings of ED-MEDIA/ED-TELECOM 98 AACE Freiburg, Germany ανασύρθηκε 3/9/2207 από το http://www.eric.ed.gov/ERICDocs/data/ericdocs2sql/content_storage_01/0000019b/80/17/7a/52.pdf
Thurmond, V., Wambach, K., 2004, “Understanding Ineraction in Distance Education, A review of the literature,” International Journal of instructional Technology & Distance Learning, ανασύρθηκε από τη διεύθυνση http://www.itdl.org/journal/Jan_04/article02.htm
Αθανασούλα – Ρέππα Αν. (1997) «Η οργάνωση συστημάτων Ανοικτής και από Απόσταση Εκπαίδευσης και η συμβολή τους στην πάλη κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και του αποκλεισμού από την εκπαίδευση». Στα πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδας με θέμα Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός: αιτίες, συνέπειες, αντιμετώπιση. Ιωάννινα, σελ. 627- 642
Αθανασούλα – Ρέππα, Α., Φιλιός, Α., Καλούρη – Αντωνοπούλου Ο., (2005) «Παιδαγωγική Κατάρτιση Ενηλίκων και Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Το παράδειγμα του Ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.) της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.)» Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός
Αναστασιάδης, Π., (2005) «Νέες Τεχνολογίες και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση στην υπηρεσία της Δια Βίου Μάθησης: Προς μια νέα «Κοινωνική Συμφωνία» για την άρση των συνεπειών του Ψηφιακού 71
Δυϊσμού». Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός
Αποστόλου Α., Στεφάνου Χ., Δαγρές Ι., (2001), «Οι ασκήσεις/δραστηριότητες στην ΑεξΑΕ», στα Πρακτικά Εισηγήσεων του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, σ. 620-628, Προπομπός, ΕΑΠ, Πάτρα 27-30 Μαρτίου
Βασάλα, Π., (2003) Η Επικοινωνία των Σπουδαστών της Μεταπτυχιακής Θεματικής Ενότητας «Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Στο Α.Λιοναράκης (Επιμ.). Πρακτικά εισηγήσεων - 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο στην Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Τόμ. Α΄,. Πάτρα: ΕΑΠ
Βασάλα, Π., (2005) Οι ασκήσεις/δραστηριότητες στην Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Μία έρευνα με προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς σπουδαστές του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός
Βασάλα Π., Γκιόσος Ι., Κουτσούμπα Μ., Λιοναράκης Α., (2005), «Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Παιδαγωγικές και τεχνολογικές εφαρμογές», τ. Δ., ΕΑΠ, Πάτρα.
Κόκκος, Α., (2001) «Ο ρόλος του διδάσκοντος στην εκπαίδευση από απόσταση, η Περίπτωση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου» στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο στην Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Πάτρα ανασύρθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.eap.gr/news/EXAGGELIA_SYNEDRIOU/synedrio/html/1-page.htm
Κόκκος, Α., (2005), «Σχέσεις ανάμεσα στη Δια Βίου Μάθηση, την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και την εκπαίδευση Ενηλίκων» Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός
Κουστουράκης, Γ.,Παναγιωτακόπουλος, Χ., (2005) «Κοινωνιολογική προσέγγιση των εκπαιδευτικών πρακτικών και της αξιοποίησης των ΤΠΕ για την παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από το ΕΑΠ» Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός 72
Λιοναράκης Α. (1998). Η πρώτη επαφή διδάσκοντος – διδασκομένων. Στο: Α. Κόκκος, Α. Λιοναράκης Ανοικτή και εξ αποστάσεως Εκπαίδευση – Σχέσεις διδασκόντων - διδασκομένων, τόμος Β, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Λιοναράκης, A., & Λυκουργιώτης A., (1999). «Ανοικτή και Παραδοσιακή Εκπαίδευση». Στο Βεργίδης Δ., Λιοναράκης Α., Λυκουργιώτης Α., Μακράκης Β., Ματραλής Χ., στο Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση - Θεσμοί και Λειτουργίες. Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα,1998,1999
Λιοναράκης, Α. (2001β). Ποιοτικές προσεγγίσεις στον σχεδιασμό στο σχεδιασμό και στην παραγωγή εξ αποστάσεως πολυμορφικού εκπαιδευτικού υλικού, Στο Μακράκης (Επ.). Νέες τεχνολογίας στην εκπαίδευση και στην εκπαίδευση από απόσταση, Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου με Διεθνή Συμμετοχή. Ρέθυμνο: Ατραπός.
Λιοναράκης, Α. (2001), «Ανοικτή και εξ αποστάσεως πολυμορφική εκπαίδευση: Προβληματισμοί για μια ποιοτική προσέγγιση σχεδιασμού διδακτικού υλικού», στο Απόψεις και προβληματισμοί για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως, σ. 33-52, Προπομπός, Αθήνα
Λιοναράκης, Α. (2001). Για ποια εξ Αποστάσεως εκπαίδευση μιλάμε;, Κεντρική Εισήγηση στο Α. Λιοναράκης (Επιμ), Πρακτικά Συνεδρίου - 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (σελ 185 - 195). Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Λιοναράκης, Α. (2005). Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση και διαδικασίες μάθησης. Στο Α. Λιοναράκης (Επιμ.), Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές. (σελ. 13-37). Πάτρα: ΕΑΠ
Λιοναράκης, Α. (2006). Η θεωρία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και η πολυπλοκότητα της πολυμορφικής της διάστασης. Στο Α. Λιοναράκης (Επιμ.) Ανοικτή και εξ αποστάσεως Εκπαίδευση. Στοιχεία Θεωρίας και Πράξης. Αθήνα: Προπομπός
Λιοναράκης, Α., Παπαδημητρίου, Δ., (2005) Η διδακτική εμπειρία στην Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση όπως ορίζεται από τους καθηγητές – συμβούλους τουΕλληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Στο Λιοναράκης Α. (Επιμ) 3ο Διεθνές συνέδριο για την ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Παιδαγωγικές και Τεχνολογικές Εφαρμογές, Πρακτικά εισηγήσεων, Αθήνα: Προπομπός
Λιοναράκης, Α. (1999), «Ανοικτή και εξ Αποστάσεως εκπαίδευση : η εμπειρία του ΕΑΠ»,Συνέδριο Ρόδου – ΠΤΔΕ Παν/μίου Ρόδου – Νοέμβριος 73
74
Λιοναράκης, Α. (2005). Ανοικτά Πανεπιστήμια και εξ Αποστάσεως Πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Δύο διαφορετικές εκπαιδευτικές θεωρήσεις σε αναζήτηση ταυτότητας. Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση της Ελληνικής Εταιρείας Συγκριτικής Εκπαίδευσης, Τεύχος 5ο
Μακράκης, Β., Αξιολόγηση συστημάτων Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης, στο Ανοικτή και Εξ αποστάσεως Εκπαίδευσης, Θεσμοί και λειτουργίες, τ.Α’ ΕΑΠ
Μακράκης Β. Στεφάνου Χ.,(2001) «Αναπτύσσοντας αλληλεπιδραστικά μαθησιακά περιβάλλοντα στην ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση με την τεχνολογία Java και Java Applets» στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο στην Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Πάτρα ανασύρθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.eap.gr/news/EXAGGELIA_SYNEDRIOU/synedrio/html/sect5/144.htm
Μαλικιώση-Λοϊζου, Μ., (1999) Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Μπάνου, Α. (2001). Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Ζητήματα ορολογίας και μεθοδολογίας. Στο: Α. Λιοναράκης (Επιμ.), Απόψεις και Προβληματισμοί για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (σελ. 53-77). Αθήνα: Προπομπός.
Πασιαρδή, Γ. (2001) Το σχολικό κλίμα ?Θεωρητική Ανάλυση και Εμπειρική Διερεύνηση των Βασικών Παραμέτρων του, Αθήνα, Τυπωθήτω.
Πετρόφσκι, Α.Β. (1990) Επικοινωνία. Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, τόμος 4, 2025.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ...