9 Μαρ 2010

Πως μαθαίνουν οι άνθρωποι


Της Γιαννακάκη Πασχαλιάς Σχολικής Συμβούλου ΠΕ2
Dr Φιλολογίας στις Ελληνικές Σπουδές, Μεταδιδακτορικό στην Ν. Ε Λογοτεχνία, DEA στην Πολιτική της Εκπαίδευσης και Dr στις Επιστήμες της Αγωγής

Πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται
φύσει… Αριστοτέλης

Υπάρχουν ερωτηματικά για το πώς μαθαίνουν οι άνθρωποι και η έρευνα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις. Είναι ερωτηματικά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διατυπώνουν και οι εκπαιδευτικοί στις συναντήσεις τους με τους σχολικούς συμβούλους αλλά και αλλού, γιατί βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη να διδάξουν τον νέο άνθρωπο. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με προβλήματα που έχουν σχέση με το γνωρίζω και με το μαθαίνω και κατά συνέπεια αγγίζουν τη σχέση που έχει ο άνθρωπος με τον κόσμο και την παραγωγή της σοφίας του, με τον εαυτό και το πόσο είναι/ είμαι ικανός να μάθει/ ω αλλά και με τον Άλλο, εφόσον η κρίση του άλλου ...

θίγει πλευρές της ταυτότητας του ατόμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τη σχέση με τη γνώση, άρα για μια κοινωνική γνώση.


Για το πώς, λοιπόν, μαθαίνουν οι άνθρωποι έχουν διατυπωθεί θεωρίες και παραθέτουμε τις κυριότερες, τονίζοντας τα βασικά τους σημεία:

 Συμπεριφοριστικές θεωρίες: Για τους συμπεριφοριστές η μάθηση είναι αλλαγή συμπεριφοράς. Η κεντρική ιδέα είναι πως υπάρχει μια εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα, που μαθαίνουμε να τη γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας. Υπάρχει μάθηση, όταν το άτομο δίνει μια απάντηση σωστή (εκφράζει δηλαδή μια αναμενόμενη συμπεριφορά) σε ένα δεδομένο ερέθισμα. Οι συμπεριφορές είναι καθορισμένες από τους περιβαλλοντικούς όρους, γιατί οι συμπεριφοριστές θεωρούν ότι άνθρωπος είναι ένα παθητικό ον και αρκεί να χειριστεί τις περιβαλλοντικές συνθήκες, για να έχει και τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ισχύει η αρχή Ε(ρέθισμα)> Α(ντίδραση). Οι κυριότεροι εκπρόσωποι είναι: α) Ο Pavlov (1849-1936) στηρίζεται στο πείραμα όπου τίθενται οι συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να προηγηθεί ένα επαναλαμβανόμενο ερέθισμα (τροφή), που προκαλεί με αντανακλαστικό τρόπο μια μετρήσιμη αντίδραση (έκκριση σιέλου), η οποία συνδυάζεται με την παρέμβαση ενός ουδέτερου ερεθίσματος άσχετου με την απάντηση(κουδούνι). β)Οι συνειρμικοί, αυτοί που στηρίζονται στον νόμο της γειτνίασης, που σημαίνει πως κάποιος μαθαίνει, όταν δύο στοιχεία μάθησης δεν απέχουν χρονικά (γραμματικοί κανόνες κλπ). Ο Thorndike πρωτοπόρος, επίσης, της συμπεριφοριστικής θεωρίας εισάγει την αρχή της δοκιμής και της πλάνης και το νόμο της άσκησης και του αποτελέσματος. Ο Skinner θεωρεί ότι η συμπεριφορά είναι εργαλείο, που επιτρέπει μιαν αμοιβή (θετική/ αρνητική), ένα είδος παρέμβασης υπό όρους (condition opérante)
 Μορφολογική θεωρία (Gestalt): Στη μορφολογική θεωρία, η μάθηση ορίζεται σαν διαδικασία οργάνωσης των στοιχείων μιας κατάστασης. Δεν μπορεί κάτι να γίνει κατανοητό με τη μελέτη των μερών του αλλά με τη μελέτη της ολότητάς του. (M. Wertheimer, W. Köhler, K. Koffka) Η κεντρική ιδέα, δηλαδή, είναι ότι ενώ με τη συνειρμικότητα και το συμπεριφορισμό ενδιαφέρεται κανείς για ορισμένα στοιχεία της κατάστασης και τη σχέση τους, στη μορφολογική θεωρία εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι πια τα στοιχεία αυτά καθαυτά αλλά η σύσταση μιας σχέσης μεταξύ τους. Γι αυτό μιλάει κανείς για δόμηση της κατάστασης. Έχει σημασία το σχήμα του υλικού προς μάθηση και οι παράγοντες, που εξηγούν την απομνημόνευσή του, εξαρτώνται σημαντικά από αυτό το σχήμα.

Ο συμπεριφορισμός συμπίπτει με τη φιλοσοφική σκέψη του λογικού εμπειρισμού (επιστημονικός ρεαλισμός) και ο ολομορφισμός με το θετικό σχετικισμό, με λίγα λόγια στηρίζονται στον εμπειρισμό: η γνώση αποκτιέται μέσα από την εμπειρία, μαθαίνει, δηλαδή, κανείς αυτό που κάνει. Η διαφορά του δεύτερου από τον πρώτο είναι ότι η εμπειρία του ανθρώπου αυξάνεται μέσα από την επιδίωξη των στόχων του. Σε σχέση δε με τον αρχικό ορισμό της μάθησης στους συμπεριφοριστές το περιβάλλον είναι αντικειμενικό και φυσιοκρατικό στους ολομορφιστές ψυχολογικό. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχουν τεθεί οι όροι για τη μετάβαση στις γνωστικές θεωρίες.

 Γνωστικές θεωρίες και Εποικοδομητισμός: Κατά τη δεκαετία του 50, όσοι υποστηρίζουν τις γνωστικές απόψεις, (cognitivisme), έχουν μια νέα προσέγγιση για να εξηγήσουν τη μάθηση, που είναι η επεξεργασία της πληροφορίας. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας ενδιαφέρονται για το τι γίνεται μέσα στο κεφάλι του ατόμου που μαθαίνει (αντίληψη, μνήμη, αναπαραστάσεις, λύση προβλημάτων…) Οι πληροφορίες έρχονται απέξω και μέσω των αισθήσεων, αποθηκεύονται αρχικά στην βραχυπρόθεσμη και στη συνέχεια στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Ο άνθρωπος είναι ενεργητικός κάτοχος της πληροφορίας και η μάθηση ορίζεται σαν αλλαγή μέσα στις νοητικές δομές του ατόμου.
1. Οι οπαδοί των γνωστικών θεωριών μελετούν τις μεθόδους, στρατηγικές και κανόνες, που ακολουθούνται από το ανθρώπινο μυαλό σε ορισμένες καταστάσεις ιδιαίτερα, όταν λύνονται προβλήματα κατά τη διάρκεια της μάθησης, της ανάγνωσης και της συγκράτησης στοιχείων της πληροφορίας( Παιδαγωγική των στόχων-Bloom, Παιδαγωγική σχεδιασμού-Mialaret, Vial, Legrand). Στόχος τους είναι να κατανοήσουν και να αναπαραγάγουν τις ποικίλες διανοητικές διαδικασίες, που βασίζονται στη δραστηριότητα του χειρισμού της πληροφορίας.
2. Ο Bandura και η Κοινωνική μάθηση: Το παιδί μαθαίνει παρατηρώντας αυτό που συμβαίνει γύρω του. Προσεγγίζει θεωρητικά αρκετά τον συμπεριφορισμό αν και εδώ ο άνθρωπος δεν αντιδρά πλέον μηχανικά αλλά επεξεργάζεται τα δεδομένα μέσα από γνωστικές διαδικασίες.
3. Ο Gagné: Η καινούρια γνώση συνδέεται με την προηγούμενη και η μάθηση είναι αποτέλεσμα αλληλόδρασης του ατόμου με το περιβάλλον. Για να έχουμε μάθηση πρέπει να έχουμε αλλαγή στην επίδοση. Σύμφωνα με τον Gagné ο μαθητής επηρεάζεται από εξωτερικά (αντίδραση προκαλούμενη από έναν εξωτερικό πρόσωπο, τον εκπαιδευτικό) και εσωτερικά γεγονότα (κίνητρο).
4. Ausubel: Το σημαντικό γι αυτόν τον μελετητή είναι οι σχέσεις μεταξύ της γνωστικής δομής, των προθέσεων του μαθητή, του υλικού που πρέπει να κατακτήσει και του τρόπου μετάδοσης των γνώσεων. Υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες γνώσεις καθορίζουν την επιτυχία της μάθησης και είναι ο σημαντικότερος παράγων. Πρώτα είναι η αντίληψη και ύστερα η ανακάλυψη. Υπάρχει μάθηση μηχανική και μάθηση με νόημα.
5. Ο Εποικοδομητισμός (constructivisme) μετά τo 90 γίνεται της μόδας και θεωρεί τη μάθηση σαν μια διαδικασία ενεργητικής δόμησης των γνώσεων και όχι σαν μια διαδικασία πρόσκτησής της. Δεν υπάρχει αντικειμενική μάθηση αλλά μόνο προσωπικές μεταφράσεις της πραγματικότητας, καθένας οικοδομεί τις δικές του και δεν έχουν αξία παρά μόνο για ένα συγκεκριμένο χρόνο. Διαρκούν ένα μικρό διάστημα και εχουν αυτή την ιδιότητα, γιατί πραγματοποιούνται μέσα σε μια κοινότητα, που αποδέχεται τις ίδιες βάσεις και αξίες. Η διδασκαλία παίρνει το σχήμα μιας ενίσχυσης σε αυτή τα διαδικασία. Ο εκπαιδευτκός αλλά και οι άλλοι μαθητεύοντες οδηγούν το μαθητή στη δική του αναζήτηση νοήματος. Το άτομο ψάχνει να κατανοήσει τις πολλαπλές προοπτικές μέσα από την αλληλόδραση, που έχει με τον εξωτερικό κόσμο. Σε πολλά σημεία οι θέσεις των κονστρουκτιβιστών μοιάζουν με αυτές των γνωστικών. Μια νέα έννοια σαν αντίβαρο έρχεται να παρέμβει σε αυτή την τάση, η έννοια της διαμεσολάβησης.

-Piaget/ Constructivisme: Ο Piaget υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της διανοητικής ανάπτυξης του παιδιού η μάθηση επιτυγχάνεται με την οικοδόμηση των γνωστικών δομών (αναπαραστάσεις, σχήματα, δίκτυο εννοιών) για να κατανοήσει και να απαντήσει στις φυσικές εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον του. Τα στάδια από τα οποία περνάει είναι 4 σύμφωνα με βάση την ηλικία του. Έτσι έχουμε :
α) αισθητοκινητική αντίληψη/ αλληλόδραση με το περιβάλλον και οικοδόμηση εννοιών (μέχρι-2 ετών)
β) προλογική και συμβολική αντίληψη/ αδυναμία εννοιοποίησης με αφαίρεση, συγκεκριμένο πλαίσιο (2-7)
γ) συγκεκριμένες αντιληπτικές ενέργειες/ έναρξη εννοιοποίησης και δημιουργία λογικών δομών (7-11)
δ) συγκεκριμένες ή τυπικές αντιληπτικές ενέργειες/ οι γνωστικές δομές είναι πλέον σαν του ενήλικα και έχουμε πραγματική πρόσβαση στην αφαίρεση.(11-15)
Αυτό το στάδιο καθορίζεται γενετικά αλλά εξαρτάται και από το πώς το παιδί επιδρά στο περιβάλλον του. Η αντίληψη οικοδομείται από τις διαδικασίες ισορρόπησης των γνωστικών δομών, των ευκολιών ή δυσκολιών του περιβάλλοντος. Δύο δράσεις συμβάλλουν: της αφομοίωσης και της προσαρμογής.
Ο Piaget υποστηρίζει πως η ανθρώπινη αντίληψη είναι ένα σύστημα ενεργειών που προσαρμόζεται στο βιολογικό περιβάλλον και για να έχουμε μάθηση πρέπει να αποκαταστήσουμε την ισορροπία ανάμεσα στο περιβάλλον και τον οργανισμό.
-Bruner J.: Υποστηρίζει τη μάθηση μέσα από την ανακάλυψη και την διερεύνηση. Για να έχουμε μάθηση ο μαθητής οφείλει να συμμετέχει σε αυτή γι αυτό και προτείνει τη σπειροειδή μορφή αναλυτικού προγράμματος. Η διδασκαλία καθώς προχωρεί ανοδικά γυρίζει προς τα πίσω. Ο Bruner έχει εμπνευστεί από τον Piaget αλλά διαφωνεί με τα ηλικιακά όρια που αυτός προτείνει τονίζοντας τις ευκαιρίες μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επομένως την επίσπευση της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού. Υπάρχουν 3 διαδικασίες στην πράξη της μάθησης α) η πρόσκτηση της πληροφορίας β) Η μετατροπή της γ) η αξιολόγησή της ενώ 4 τεχνικές παιδαγωγικές α) Η χρήση των αντιθέσεων β) Η διαμόρφωση υποθέσεων γ) Η συμμετοχή δ) Η αφύπνιση της συνείδησης του μαθητή για να διερευνά και να ανακαλύπτει.
Και ο Bruner συμφωνεί με τον Piaget για την γενετική προτεραιότητα.

 Η θεωρία της διαμεσολάβησης: Η έννοια της διαμεσολάβησης με επι κεφαλής το Vygotsky είναι λιγότερο γνωστή από τις προηγούμενενες που έχουν σαν βάση το ατομικιστικό υπόβαθρο του συμπεριφορισμού και του εποικοδομητισμού. Η μάθηση εδώ είναι η αντίδραση του ατόμου σε ένα καθορισμένο περιβάλλον, αντίδραση όμως που δεν είναι καθορισμένη με απόλυτη ακρίβεια από τον γενετικό παράγοντα. Έχουμε, δηλαδή, μιαν ανάπτυξη που είναι ανάπτυξη-μέστωμα και μιαν ανάπτυξη-μάθηση. Πρόκειται για δραστηριότητα του υποκειμένου, που περικλείει διαδικασίες εσωτερικές και εξωτερικές οι οποίες διαμεσολαβούν στις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Η διαπροσωπική σχέση είναι στο κέντρο της μάθησης η οποία είναι συνεργατική. Δεν υπάρχει άλλος καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς από τη διδασκαλία. Η μάθηση που γίνεται στο σχολείο είναι η αποτελεσματική μάθηση και υπάρχει συμμαχία της σκέψης και της γλώσσας. Η γλώσσα είναι ο βασικός διαμεσολαβητικός παράγοντας για την εξέλιξη της σκέψης και έχει χαρακτήρα κοινωνικό. Ο Vygotsky επιμένει, επίσης, στο ρόλο που παίζει για την ανάπτυξη του παιδιού η κουλτούρα και το κοινωνικό περιβάλλον. Η θεωρία του Vygotsky τονίζει την κοινωνική συνεργασία. Το άτομο εμπλουτίζεται από την κοινωνία και η κοινωνία από το άτομο αλλιώς δεν υπάρχουν.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός, γιατί αυτό που ο μαθητής είναι δυνατόν να κάνει τώρα με τη βοήθεια του δασκάλου, είναι δυνατόν, αύριο να το κάνει μόνος του. Η απόσταση ανάμεσα στο τι μπορεί να κάνει μόνος ο μαθητής και τι με τη βοήθεια του δασκάλου, είναι η "ζώνη επικείμενης ανάπτυξης" διάστημα στο οποίο η μάθηση οφείλει να πραγματοποιηθεί.
Ο Vygotsky έχει, λοιπόν, μιαν αντίθετη άποψη από τον Piaget. Όσον αφορά στη γλώσσα Θεωρεί ότι αυτή έχει ένα χαρακτήρα κοινωνικό και όχι εγωκεντρικό που αργότερα, στον ώριμο άνθρωπο, θα μετατραπεί σε εσωτερική, σιωπηλή γλώσσα. Επιμένει, λοιπόν, στο ρόλο γλώσσας και κουλτούρας και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι αλληλεπιδράσεις του παιδιού με τους άλλους παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο για την εξέλιξη της αντίληψης και της τρυφερότητάς του. Τα κοινωνικά στοιχεία πολλαπλασιάζουν τα ατομικά όπως και τα κοινωνικά πολλαπλασιάζονται από τις ατομικές επιδράσεις. Ο Vygotsky είναι αντίθετος με τη μετωπική διδασκαλία.
Διαμορφώνει μια αλληλοδραστική θεωρία μάθησης που επιμένει στην "κοινωνική συνιστώσα" Η αληθινή κατεύθυνση της σκέψης σε ό τι αντιλαμβανόμαστε δεν πάει από "το ατομικό στο κοινωνικό αλλά από το κοινωνικό στο ατομικό." Σύμφωνα με αυτόν η σκέψη και η συνείδηση είναι καθορισμένες από τις πραγματοποιούμενες δραστηριότητες με τους συνανθρώπους μας σε ένα καθορισμένο κοινωνικό περιβάλλον. Οι αυθόρμητες γνώσεις (μη επεξεργασμένες) και οι μη αυθόρμητες (επιστημονικές) βρίσκονται σε συνεργασία και αλληλοτροφοδοτούνται.

Διαφορές Piaget / Vygotsky
P>Τονίζεται η σημασία της δράσης V>Τονίζεται η σημασία της γλώσσας
P> Τονίζεται ο ρόλος του παιδιού του ίδιου στην γνωστική του εξέλιξη V> Τονίζεται η διαμεσολάβηση στην καλλιέργεια του παιδιού
P> Τονίζεται η αλληλόδραση υποκειμένου /αντικειμένου V> Τονίζεται η αλληλόδραση παιδιού/ ωρίμου και αναδεικνύεται η ΖΕΑ (Ζώνη επικείμενης ανάπτυξης)
P> Δίνεται σημασία στην αυθόρμητη εξέλιξη και στον εποικοδομητισμό V>Δίνεται σημασία στο σχολείο, στη διδασκαλία και την εκπαίδευση

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Bigge (M.), 1999, Θεωρίες Μάθησης, Αθήνα, Πατάκης.
Γιαννακάκη Π., 1997, Ο Εκπαιδευτικός διαμεσολαβητής, οι σχέσεις του στο σχολείο της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Αθήνα, Κ. Α. Βασδέκη.
Γιαννακάκη Π.,2000, Σχολείο για όλους και για τον καθένα, Αθήνα, Σύγχρονη Εκπαίδευση.
Ματσαγγούρας Η.,1997, Στρατηγικές της διδασκαλίας, Αθήνα, Gutemberg.
Ματσαγγούρας Η.,1998, Θεωρία της διδασκαλίας, Αθήνα, Gutemberg.
Φλουρής Γ., 1984, Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία της μάθησης, Αθήνα, Γρηγόρης.
Φράγκος Χ., 1973, Εφαρμογή της Μαιευτικής του Σωκράτη σε παιδιά, Ιωάννινα.
Φράγκος Χ., 1977, Ψυχοπαιδαγωγική, Αθήνα, Παπαζήση.
Vygotsky L, 1988, Σκέψη και Γλώσσα, Αθήνα, Γνώση.


1 σχόλιο:

George είπε...

Stiw 23-4 2010 20:18 ο χρήστης George (silverarmon@yahoo.gr) σχολίασε:
ηθελα πάλι να ρωτήσω ...ο ριζοσπαστικός εποικοδομητισμός δε ειναι κατι παρομοιο με τον εμπειρισμό, καθώς και τα 2 στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εμπειριες και τα βιώματα του παιδιού σε ένα είδος "αυτοανάπτυξης" αυτού....

Συγγνώμη αν φαίνονται "κάπως" οι ερωτήσεις . Είμαι καινούργιος σε αυτό το κόσμο και φαίνεται πολύ ενδιαφέρον....